Επιδημιολογικά
Ο μικρός Τέρι του πατρικού μας
Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης
Χουζούρευε στο επάνω παρτέρι του κήπου στο πατρικό μου στο
Γαλάτσι ο μικρός Τέρι. Μπέικη ζωή. Εδειχνε ευτυχισμένος να βολτάρει στη σκιά
της μπιγκόνιας, του γερανιού, της πικροδάφνης, του καλλιστήμονα και να γεύεται
μαρούλια και άφθονο ζαρζαβάτι. Ο πιο λαχταριστός του μεζές ήταν το αγγούρι.
Είχε μεγάλη πλάκα να τον βλέπεις να καταπίνει σε χρόνο ντετέ τις επιμήκεις
φλούδες με τις οποίες τον τροφοδοτούσαμε αδιαλείπτως.
Εγκατέλειπε τις λιχουδιές του περί τα τέλη Αυγούστου για να
χωθεί στη βαθιά τρύπα που είχε σκάψει στο πιο απάνεμο σημείο. Ξανάσκαγε μύτη
νωρίς τον Μάρτιο, σπανιότερα στα μέσα Φεβρουαρίου, και τότε καταλαβαίναμε πως
ήρθε η άνοιξη. Καμαρώναμε τη χελωνίτσα μας να μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο. Τα
αγγούρια αποδείχτηκαν θρεπτικότατα. Ωσπου κατάφερε να καβαλήσει το τοιχίο και
να γίνει καπνός. Τον αναζητήσαμε ματαίως παντού. Ο Τέρι ψάχνει ταίρι, είπαμε,
και του ευχηθήκαμε να βρει το καλύτερο.
Λάτρης αμετανόητος των υψηλών κορυφών της Ρούμελης και της
εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, σερφάρω συχνά στον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη, την
ιστοσελίδα που εντρυφά «σε γνωστές και άγνωστες πτυχές της Γης και της
ανυπότακτης Ιστορίας των Ευρυτάνων». Θυμήθηκα τη χελώνα μου τις άλλες,
διαβάζοντας για τα Τοπόλιανα και τα ευφυή αστεία των κατοίκων τους, τα οποία
τους έχουν κάνει διάσημους στην ευρύτερη περιοχή και το πανελλήνιο. Τρέλαιναν
με τα χωρατά τους παπάδες, αστυνόμους, νομάρχες.
Ωσαύτως την έσκασαν και στον Αρη, που έβγαλε κάποτε λόγο στο
καφενείο του χωριού και κατόπιν αντάλλασσε χειραψίες με τους ακροατές. Αφού τον
καληνώριζαν οι Τοπολιανίσιοι, έβγαιναν απ' τη μια πόρτα κι έμπαιναν σκυφτοί απ'
την άλλη να ξαναχαιρετήσουν. «Καλώς όρισες καπετάνιε» έλεγαν και ξανάλεγαν οι
ίδιοι και οι ίδιοι. «Καλώς σας βρήκα συναγωνιστές» ανταπέδιδε απορώντας ο
πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ. Μόλις αποκαλύφθηκε η φάρσα το γέλιο έπεσε σύννεφο.
Νούμερο επιθεώρησης κατάντησαν μιαν άλλη φορά έναν
φοροσυλλέκτη και τον χωροφύλακα συνοδό του. Δεν είχαν να τους πληρώσουν οι
δόλιοι και σκαρφίστηκαν το εξής κόλπο: Εδεσαν με σπάγκο όσες χελώνες μπόρεσαν
να βρουν και τις πέρασαν στον λαιμό τους. Οταν οι κρατικοί εισπράκτορες έφτασαν
στην πλατεία οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Σάστισαν και ρώτησαν τι τρέχει.
«Μεγάλο θανατικό έπεσε στον τόπο μας. Επιδημία σωστή» αποκρίθηκαν οι
πνευματώδεις ορεσίβιοι. «Οι μισοί χωριανοί μάς άφηκαν χρόνους κι οι υπόλοιποι
φορέσαμε τις χελώνες, έτσι μας είπαν, για να σωθούμε. Κάτσετε να σας βάλουμε κι
εσάς μια μπας και σας λυπηθεί ο Θεός».
Ακόμα τρέχουν οι βλάμηδες, παρασημοφορημένοι με τα άκακα
ζωντανά. Οπως τρέχει κι ο Γιαν Φαμπρ με τη χελώνα που του τύλιξε γύρω απ' τον
ώμο ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας. Ο Αριστείδης Μπαλτάς νομίζει πως η δική
του είναι χρυσό μετάλλιο και παραμένει γαντζωμένος στη θέση του. Μήπως έφτασε η
ώρα να μιμηθούμε τους αγέρωχους Τοπολιανίσιους και να φορέσουμε αντίστοιχα
οστρακοφόρα στους Τόμσεν, Βελκουλέσκου, Λαγκάρντ, Σόιμπλε, Μέρκελ και τους
ημεδαπούς μνημονιακούς και αμνήμονες συνομιλητές τους;
ΠΗΓΗ: efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: