Κύματα γέλιου
Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης
Πρωτόδε το φως σαν σήμερα το 1914 στην Πόλη του Μεξικού ο
νομπελίστας ποιητής, αναμορφωτής της ισπανόφωνης λογοτεχνίας Οκτάβιο Πας. Αφήνω
τον ίδιο να μιλήσει για τον σπουδαίο φιλόσοφο και επί τριάντα χρόνια φίλο του
Κώστα Παπαϊωνάνου: «Εγώ ήμουνα τριάντα χρονώ, ερχόμουν από την Αμερική
κι αναζητούσα στις στάχτες του 1946 το αυγό του Φοίνικα,/ εσύ ήσουν είκοσι,
ερχόσουν από την Ελλάδα, απ' την εξέγερση κι από την φυλακή/ βρεθήκαμε πρώτη
φορά μες σ' ένα καφενείο όλο καπνό, φωνές, λογοτεχνία,/ μια εστία μικρή, που
την κρατούσε ζωντανή ο ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την παγωνιά
εκείνου του Φλεβάρη/ βρεθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για τον Ζαπάτα και για τ'
άλογό του, για την πεπλοφόρο Δήμητρα, μια πέτρα μαύρη, μιας φοράδας κεφαλή,/ κι
όταν ο νους μας πήγε στην ωραία μάγισσα απ' τη Θεσσαλία που μεταμόρφωσε τον
Λούκιο σε όνο και φιλόσοφο/ κύμα βαρύ το γέλιο σου σκέπασε γύρω τις φωνές και
το κουδούνισμα απ' τα κουταλάκια στα φλιτζάνια,/ ένας αχός σηκώθηκε, ένα
ποδοβολητό, αίγες ασπρόμαυρες πήραν ν' αναρριχώνται βιαστικά σ' ένα τοπίο όλο
καμένους λόφους,/ το διπλανό ζευγάρι έπαψε να μιλάει ψιθυριστά και απόμεινε
άναυδο με αδειανό το βλέμμα/ λες κι η πραγματικότητα είχε απογυμνωθεί κι άλλο
δεν έμενε παρά η βουβή τροχιά ατόμων και μορίων,/ ένα πλατάγισμα σηκώθηκε
φτερών πάνω απ' το κύμα, του ήλιου μια αστραψιά πάνω στα βράχια/
Ακούσαμε το βήμα του νερού πάνω στις
πλάκες τις τεφρώδεις να πλανιέται/ είδαμε στο ταμείο μια πεταλούδα να
κουρνιάζει πάνω στης υπαλλήλου το κεφάλι, να ξεδιπλώνει τα ολοφλόγινα φτερά της
και να σκορπάει σ' ανταύγειες/ αγγίξαμε τις σκέψεις που σκεπτόμασταν, τις
λέξεις είδαμε που είχαμε στο στόμα,/ ώσπου και πάλι αρχίσανε τα κουταλάκια να
χτυπούν, δυνάμωσε της θάλασσας ο βόγκος, το πηγαινέλα των ανθρώπων/ όμως εσύ
στεκόσουνα στο φρύδι του γκρεμού, ένα πλατύ χαμόγελο εμπρός σου ο κόλπος,/ κι
εκεί ψηλά το φως κι ο άνεμος μαζί, σε ειρήνη: η ίδια η Ψυχή να πνέει στο μέτωπό
σου./ Δεν ήσουν ο Λυκίδας ούτε πνίγηκες σ' ένα ναυάγιο στης Ιρλανδίας τον
πόντο,/ ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Ελληνας οικουμενικός του Παρισιού, με
το ένα πόδι στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,/ κι είναι γι' αυτό που
γράφω τώρα εις μνήμην σου τους στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο της
συστολής και της διαστολής,/ μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις
βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει/ στίχους μακρείς και σύντομους όπως
τα βήματά σου από το Pont Neuf ώς το Λιοντάρι του Μπελφόρ καθώς απήγγελλες το
ποίημα του Πρόκλου/
Στίχους σε τούτη τη σελίδα για ν'
ακολουθούν τα ίχνη των δικών σου λόγων που είναι αίγες και μαινάδες/ και πηδούν
κάτω απ' το φως του φεγγαριού σε μια κοιλάδα όλο λίθους κι όγκους
κρυσταλλικούς, γι' αυτές επινοημένους,/ ενώ εσύ μιλάς για τον Θεόκριτο και για
τον Μαρξ γελώντας και κοιτώντας τες να ορχούνται μες στα βιβλία σου και τα
χαρτιά σου/ [...] Κώστα, στις παγωμένες στάχτες της Ευρώπης δεν βρήκα το αυγό
της ανάστασης:/ στα πόδια της ανήλεης Χίμαιρας της ποτισμένης με αίμα βρήκα το
γέλιο το δικό σου της καταλλαγής».
ΠΗΓΗ: efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: