Παρασκευή, Ιανουάριος 24 2025

Κύματα γέλιου

 

Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης

Πρωτόδε το φως σαν σήμερα το 1914 στην Πόλη του Μεξικού ο νομπελίστας ποιητής, αναμορφωτής της ισπανόφωνης λογοτεχνίας Οκτάβιο Πας. Αφήνω τον ίδιο να μιλήσει για τον σπουδαίο φιλόσοφο και επί τριάντα χρόνια φίλο του Κώστα Παπαϊωνάνου: «Εγώ ήμουνα τριάντα χρονώ, ερχόμουν από την Αμερική κι αναζητούσα στις στάχτες του 1946 το αυγό του Φοίνικα,/ εσύ ήσουν είκοσι, ερχόσουν από την Ελλάδα, απ' την εξέγερση κι από την φυλακή/ βρεθήκαμε πρώτη φορά μες σ' ένα καφενείο όλο καπνό, φωνές, λογοτεχνία,/ μια εστία μικρή, που την κρατούσε ζωντανή ο ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την παγωνιά εκείνου του Φλεβάρη/ βρεθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για τον Ζαπάτα και για τ' άλογό του, για την πεπλοφόρο Δήμητρα, μια πέτρα μαύρη, μιας φοράδας κεφαλή,/ κι όταν ο νους μας πήγε στην ωραία μάγισσα απ' τη Θεσσαλία που μεταμόρφωσε τον Λούκιο σε όνο και φιλόσοφο/ κύμα βαρύ το γέλιο σου σκέπασε γύρω τις φωνές και το κουδούνισμα απ' τα κουταλάκια στα φλιτζάνια,/ ένας αχός σηκώθηκε, ένα ποδοβολητό, αίγες ασπρόμαυρες πήραν ν' αναρριχώνται βιαστικά σ' ένα τοπίο όλο καμένους λόφους,/ το διπλανό ζευγάρι έπαψε να μιλάει ψιθυριστά και απόμεινε άναυδο με αδειανό το βλέμμα/ λες κι η πραγματικότητα είχε απογυμνωθεί κι άλλο δεν έμενε παρά η βουβή τροχιά ατόμων και μορίων,/ ένα πλατάγισμα σηκώθηκε φτερών πάνω απ' το κύμα, του ήλιου μια αστραψιά πάνω στα βράχια/

Ακούσαμε το βήμα του νερού πάνω στις πλάκες τις τεφρώδεις να πλανιέται/ είδαμε στο ταμείο μια πεταλούδα να κουρνιάζει πάνω στης υπαλλήλου το κεφάλι, να ξεδιπλώνει τα ολοφλόγινα φτερά της και να σκορπάει σ' ανταύγειες/ αγγίξαμε τις σκέψεις που σκεπτόμασταν, τις λέξεις είδαμε που είχαμε στο στόμα,/ ώσπου και πάλι αρχίσανε τα κουταλάκια να χτυπούν, δυνάμωσε της θάλασσας ο βόγκος, το πηγαινέλα των ανθρώπων/ όμως εσύ στεκόσουνα στο φρύδι του γκρεμού, ένα πλατύ χαμόγελο εμπρός σου ο κόλπος,/ κι εκεί ψηλά το φως κι ο άνεμος μαζί, σε ειρήνη: η ίδια η Ψυχή να πνέει στο μέτωπό σου./ Δεν ήσουν ο Λυκίδας ούτε πνίγηκες σ' ένα ναυάγιο στης Ιρλανδίας τον πόντο,/ ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Ελληνας οικουμενικός του Παρισιού, με το ένα πόδι στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,/ κι είναι γι' αυτό που γράφω τώρα εις μνήμην σου τους στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο της συστολής και της διαστολής,/ μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει/ στίχους μακρείς και σύντομους όπως τα βήματά σου από το Pont Neuf ώς το Λιοντάρι του Μπελφόρ καθώς απήγγελλες το ποίημα του Πρόκλου/

Στίχους σε τούτη τη σελίδα για ν' ακολουθούν τα ίχνη των δικών σου λόγων που είναι αίγες και μαινάδες/ και πηδούν κάτω απ' το φως του φεγγαριού σε μια κοιλάδα όλο λίθους κι όγκους κρυσταλλικούς, γι' αυτές επινοημένους,/ ενώ εσύ μιλάς για τον Θεόκριτο και για τον Μαρξ γελώντας και κοιτώντας τες να ορχούνται μες στα βιβλία σου και τα χαρτιά σου/ [...] Κώστα, στις παγωμένες στάχτες της Ευρώπης δεν βρήκα το αυγό της ανάστασης:/ στα πόδια της ανήλεης Χίμαιρας της ποτισμένης με αίμα βρήκα το γέλιο το δικό σου της καταλλαγής».

ΠΗΓΗ: efsyn 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.