Τα διαπιστευτήρια του καπετάνιου
Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης
Εκλαιγα
κάθε τόσο προετοιμάζοντας τούτο το κείμενο. Και ξόδεψα δυο μέρες διαβάζοντας
-τις κέρδισα σωστότερα. Γλιστρούν οι λέξεις στα δάκρυα και παραπαίουν αμήχανες.
Σηκώνουν τα χέρια μπροστά στο μεγαλείο. Οπως οι Ιταλοί σκοποί των Φυλακών
Λιβαδειάς. Κι οι Ελληνες χωροφύλακες. Διστάζω κατάπληκτος. Πώς να περιγράψεις,
αλήθεια, τέτοιον άθλο; Σαστισμένος, λοιπόν, αρχίζω απ’ το τέλος. «Προς τις
ιταλικές δυνάμεις Λιβαδειάς. Ευχαριστούμε που δεν μας ενοχλήσατε απόψε στη
δουλειά μας. Σας περιμένουμε και στα βουνά μας! Θάνατος στο Φασισμό! Ζήτω η
Ελευθερία! Ζήτω η Ελλάδα! Για το Αρχηγείο Ανταρτών του ΕΛΑΣ Παρνασσίδας -
Λοκρίδας - Δωρίδας, Νικηφόρος. 6-3-43».
Λάμπει
μες στο σκοτάδι το πρόσωπο του 22χρονου καπετάνιου. Εχει μόλις ολοκληρώσει ένα
αδιανόητα όμορφο εγχείρημα. Λέει ο ίδιος: «Με πλημμύρισε μια αλλόκοτη
αγαλλίαση. Μου ‘ρθε και να σουλατσάρω. Πήγα στο γραφείο του διευθυντή. Ηταν
πάντα ο φύλακας εκεί. Με κοιτούσε δειλιασμένος. Εριξα μια ματιά πάνω στο
τραπέζι. Ζήλεψα μερικά μολύβια. [...] Τράβηξα κι έκοψα τρία-τέσσερα φύλλα
άγραφο χαρτί από το βιβλίο της υπηρεσίας κι έγραψα σ’ όλα γρήγορα...».
Επρόκειτο για το παραπάνω σημείωμα· τα διαπιστευτήριά του. «Αφησα το ένα απάνω
στο γραφείο, βγήκα και άφησα τα υπόλοιπα απόξω, τα πλάκωσα με λιθαράκια να μην
τα πάρει ο αέρας. [...] Ακουγόταν προς το γεφυράκι το φευγιό των κρατουμένων.
Γέμισε η νύχτα ποδοβολητό. Βροντούσαν και τα συμπράγκαλα μέσα στα σακούλια,
πιάτα, καραβάνες και κουτάλια. “Το βάλανε στα πόδια οι διαόλοι” είπανε ο
Καραχάλιος κι ο Βαρδουσάκος. Και γελούσαν. Χαμογέλασα τότε κι εγώ».
Ακριβώς
σαν απόψε πριν από 73 χρόνια ο Μήτσος Δημητρίου ή Νικηφόρος με ομάδα 22 μαχητών
του ΕΛΑΣ «άνοιξε» τη φυλακή της Λιβαδειάς και απελευθέρωσε τον σεβάσμιο δάσκαλο
πατέρα του, τη μάνα του αντάρτη Δήμου και ακόμα 78 κατάδικους, κυριολεκτικά
κάτω απ’ τη μύτη τεσσάρων χιλιάδων κατακτητών που φρουρούσαν την πόλη. Ηταν
ίσως η πιο παράτολμη ενέργεια στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Στον Αρη
εκμυστηρεύτηκε το ριψοκίνδυνο σχέδιό του ο Νικηφόρος κι εκείνος, αντί να τον
αποθαρρύνει, του ᾽βαλε στην ψυχή και τα πόδια φτερά.
Στον δρόμο της επιστροφής αγκαλιάστηκαν πατέρας και γιος και βούρκωσαν μαζί
τους όλη η φάλαγγα και τα γύρω βουνά.
Συγκαταλέγεται
στα προνόμια των δημοσιογράφων η δυνατότητα της γνωριμίας με σπουδαίες
προσωπικότητες, που φυσιολογικά δεν θα ᾽χαν ποτέ την ευκαιρία να
συναντήσουν. Κάπως έτσι δρασκέλισα, τον Νοέμβριο του 1995, το κατώφλι της
μονοκατοικίας στη Νέα Σμύρνη, να μιλήσω με τον Νικηφόρο για τη μάχη του
Γοργοποτάμου, την έκβαση της οποίας έκρινε ο ίδιος ως επικεφαλής της εφεδρείας.
Με καλούσε έκτοτε πού και πού στο τηλέφωνο. «Ελα να πιούμε καφέ». Πώς να
αρνηθείς. Ενιωθα το άγγιγμα της Ιστορίας στα λόγια του. Στο τρίτομο πόνημά του
«Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης» αναβλύζει απαράμιλλο λογοτεχνικό ταλέντο. Το
επανεξέδωσαν πρόσφατα τα παιδιά του Νίκος και Πέτρος και παρουσιάζεται στις 7
το απόγευμα την Τετάρτη 9 Μαρτίου στο Πολεμικό Μουσείο. Την πάτησα για πολλοστή
φορά σαν τον Βασίλη Σαμαρινιώτη που έγραψε γι’ αυτό: «Ποτέ δεν διάβασα τόσες
σελίδες σε μια μέρα. Ποτέ δεν έκλαψα τόσο πάνω σε βιβλίο».
ΠΗΓΗ: efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: