Οι γενναίοι του Αυγούστου

 


Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

Οι μέρες του Αυγούστου κυλούν φαινομενικά αργά. Υπάρχει κάτι στη ράθυμη ατμόσφαιρα που σε παραπλανά και σε αφήνει να πιστεύεις ότι η ζωή σταμάτησε, ότι όλα είναι ίδια, ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι η καθησυχαστική γνώριμη ρουτίνα είναι το δώρο άδωρο που σου επιφύλασσε η ζωή.

Ισως επειδή η πόλη είναι άδεια, ίσως επειδή λίγα πράγματα ταράζουν την ησυχία - κι ας είναι λίγο απειλητική φέτος: ένα ασθενοφόρο, ένα πυροσβεστικό, ένας τρελαμένος από έρωτα, πραγματικό ή κατά φαντασίαν, που τρέχει σαν δαιμονισμένος με κάποιο «πονεμένο» τραγούδι στη διαπασών. Λες και προσπαθεί να διαλαλήσει την εσωτερική του φλόγα εκ του ασφαλούς - άλλωστε ποιος είναι εδώ για να τον ακούσει, ποιος θα μάθει τι θέλει να πει και σε ποιον και ποιος τον ξέρει για να νοιάζεται.

Αναρωτιέμαι αν κάποιος μπορεί να γράψει ένα ποίημα για την άδεια Αθήνα τον Αύγουστο, όταν μόνο οι τουρίστες την αγαπούν και την αλωνίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη, όταν οι λίγοι εναπομείναντες εργαζόμενοι καταριούνται τη μοίρα τους που ούτε φέτος δεν έφυγαν -όχι τον Αύγουστο, καθόλου-, όταν κάποιοι βρίσκουν ευκαιρία να «εκμεταλλευτούν» εκπτώσεις για να αγοράσουν ρούχα για «του χρόνου» και ηλεκτρικές συσκευές σε τιμές ευκαιρίας. Ή όσοι κάνουν ό,τι μερεμέτια έχει ανάγκη το σπίτι, ένα βαψιματάκι στα σημεία με υγρασία, μια μαραγκοδουλειά, ένα «σκάλισμα» στα υδραυλικά που χάλασαν - χειμώνας θα έρθει, μην το βρει έτσι.

Μόνα χαρούμενα φαίνεται να είναι τα αδέσποτα, όταν βρίσκουν λίγο φαΐ ή λίγο νερό - πάντα υπάρχει κάποιος που τα νοιάζεται κι αυτά, ευτυχώς. Κινούνται στις γειτονιές λίγο πιο ασφαλή. Λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότεροι άνθρωποι, λιγότεροι κίνδυνοι.

Λίγα είναι τα μπαλκόνια που έχουν φως το βράδυ - σαν κακοφωνία στην απουσία φωτορύπανσης που αφήνει το φεγγάρι να φαίνεται ακόμη και πολύ πριν γίνει πανσέληνος.

Σε μια βεράντα παλιού σπιτιού μια γυναίκα κλαίει, αργά, κοντά στα μεσάνυχτα. Την ακούει μια άλλη που επιστρέφει από τη δουλειά. Κάνει να της μιλήσει, να ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι, αλλά ντρέπεται. Τι να της πει; Πώς να εισβάλει στη στιγμή της; Μερικές φορές χρειάζεσαι ένα λυτρωτικό κλάμα, μόνος σου, μακριά από τα μάτια και τα αυτιά των άλλων. Αυτό που θα σε βοηθήσει να πετάξεις την ένταση, τη στενοχώρια, να ξεπλύνεις το μυαλό σου και να αποφασίσεις πώς θα πορευτείς στο μέλλον, τι πρέπει να αλλάξει και με ποιο τρόπο. Και οι μοναχικές νύχτες του Αυγούστου σού το επιτρέπουν - πάρεις, δεν πάρεις απόφαση.

Υστερα, στην ησυχία δεν μπορείς να κρυφτείς από τον εαυτό σου. Χρειάζεται μια γενναιότητα να μπορείς να είσαι μακριά από εκεί που είναι οι πολλοί.

Σε ύπουλη ησυχία κύλησε ο χρόνος που πέρασε μέχρι το καλοκαίρι - εγκλεισμός, φόβος, τρομοκρατία, απειλητικά μηνύματα από οθόνης. Κι οι σιωπηλές μέρες του Αυγούστου -μετά την καταστροφή και τις συνέπειές της ακαταμέτρητες- δεν προοιωνίζονται έναν καλύτερο χειμώνα.

Αναζητείς ένα σημείο να πιαστείς - από κάπου να κρεμαστείς, να πάρεις δύναμη, να αντέξεις αυτό που έρχεται αλλά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι. Πότε έφυγαν εκείνα τα καλοκαίρια που όλα τα είχαν τακτοποιημένα και το μέλλον ήταν σε κάποιο βαθμό βέβαιο; Γιατί μας άφησαν για άλλες χώρες; Ή μήπως για άλλους πλανήτες;

Πας στις φωτογραφίες των διακοπών, ούτε ένας μήνας πριν, και σου φαίνεται σαν να είναι χρόνια πίσω. «Ημουν εγώ εκεί;», ρωτάς. «Ναι, κάποτε», απαντάς.

Και για μια φορά ακόμα θυμάσαι τον Λειβαδίτη, όταν έλεγε για τη σκέψη πως: «εκεί, να, πίσω από την γωνιά του δρόμου σε προσμένουν/ όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτοπωλείο»*.

Αυτό κι αν θέλει γενναιότητα να το παραδεχτείς και να το αποδεχτείς.

* Τάσος Λειβαδίτης, «Από μέρα σε μέρα», Ποιήματα (1958-1964)

από efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.