Πιόνια στη σκακιέρα του έρωτα



 Γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης

«Η κληρονομιά» - Από Μηχανής Θέατρο (σε ψηφιακή αναμετάδοση): Το θέατρο του Κεραμεικού χώρεσε τη σκηνή του σε ένα πλάνο, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ενός «στούντιο». Από την οθόνη του υπολογιστή είδαμε το ιδιαίτερα αγαπητό έργο του Μαριβό, χαρήκαμε την ρέουσα διδασκαλία του Γιάννη Νταλιάνη και την εξαιρετική ομάδα του θιάσου που ανέδειξε τόσο την προσωπικότητα κάθε ηθοποιού όσο και το κέντρο ενός κόσμου που έχει μάθει να τοποθετεί αλλού τις σκέψεις κι αλλού τα λόγια, αλλού το σώμα κι αλλού τα αισθήματα.

Επανέρχομαι στην «Κληρονομιά» του Μαριβό που είδαμε πρόσφατα από τον υπολογιστή μας μεταφερμένη από τη ζωντανή παράσταση που δόθηκε στο «Από Μηχανής Θέατρο» λίγο πριν από το τελευταίο λοκντάουν. Αναφέρθηκα ήδη στο προηγούμενο σχόλιό μου στον τρόπο μεταφοράς της συγκεκριμένης παράστασης και στους γενικότερους προβληματισμούς που αυτή προκαλεί. Οπως αναφέρθηκα επίσης και στην άκρως επιμελημένη βιντεοσκόπηση της παραγωγής από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες του.

Πράγματι, η πρόταση που είδαμε στον υπολογιστή μας νιώθουμε πως εξαντλεί τις μέσες δυνατότητες του μέσου, ώστε να μας μεταδώσει ό,τι δυνατόν από την αληθινή εμπειρία του θεάτρου. Εξάλλου, σε αυτό κάπως βοηθάει και το ίδιο το θέατρο στον Κεραμεικό, που στην προκειμένη περίπτωση καθώς φαίνεται διαθέτει τις σωστές αναλογίες -ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό- για να χωρέσει τη σκηνή του σε ένα πλάνο, που δημιουργεί την ατμόσφαιρα ενός «στούντιο» που θα μεταφέρει με ενάργεια τις μακρινές και κοντινές λήψεις του τελικού μοντάζ.

Σε αυτό το μέσον είδαμε κι εμείς τη δουλειά του σκηνοθέτη Γιάννη Νταλιάνη και του θιάσου του πάνω στο ιδιαίτερα αγαπητό από τη σκηνή μας έργο του Μαριβό. Στην υπόθεσή του ως γνωστόν εμπλέκονται σταυρωτά το δίλημμα ενός Μαρκήσιου που θα χάσει μια κληρονομιά, αν ακολουθήσει την καρδιά του, με το δίλημμα μιας Κόμισας που θα κερδίσει την αγάπη, εφόσον αρνηθεί το πείσμα και το νάζι της... Πιο πίσω υπάρχουν κι άλλες ερωτικές μικρο-υποθέσεις που κινούν τη δράση ανάλογα με το συμφέρον καθενός και καθεμίας, σαν κάποιο λεπτεπίλεπτο παιχνίδι σαλονιού, στο οποίο πίσω από κομψευόμενες συμπεριφορές κρύβεται ένα αδυσώπητο σχέδιο επικράτησης, οπορτουνισμού και ατομικισμού. Ο καθένας έχει το δικό του συμφέρον και προχωρά στις δικές του στρατηγικές, κινώντας τους βασικούς παίκτες του σαν πιόνια στη σκακιέρα του έρωτα.

Επιτήδευση ίσως, μα η ομορφιά στον Μαριβό βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς την επιτήδευση… Σε ένα παιχνίδι πολύ αθώο όταν το παρατηρείς ως θεατής, πολύ επώδυνο όταν συμμετέχεις σε αυτό. Και καθώς η εποχή και ο αιώνας του Γάλλου δραματουργού επιτάσσουν την εκδήλωση της ερωτικής διέγερσης σχεδόν αποκλειστικά με τη ρητορική εκζήτηση, δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε πίσω από τα όποια τσαλιμάκια του έργου σαλονιού την απόγνωση ανθρώπων που αδυνατούν να καταλάβουν τι νιώθει και τι πιστεύει ο άλλος (ή και οι ίδιοι ακόμη) κάτω από το βαρύ μέικ απ και τις περίτεχνες περούκες τους.

Αυτή την ατέλειωτη μασκαράτα μόνο η παθολογία ενός σφοδρού έρωτα μπορεί να ανατρέψει. Είναι ο έρωτας που έρχεται να καταλάβει το σώμα και το πνεύμα, να καταβάλει τις αντιστάσεις τους. Σε μια κοινωνία που ορκίζεται στον ατομικισμό και επενδύει στο συμφέρον και το καλό όνομα, ένας τέτοιος ανίκητος στον πόλο έρωτας θα απομείνει η μόνη ελπίδα αληθινής ανάσας.

Απομένει βέβαια το πώς θα καταφέρει κάποιος να κάνει τον άλλον θύμα του σε αυτή τη μασκαράτα πριν του χαρίσει τη λύτρωση αυτής της ανάσας – το «πώς» υποδηλώνει έναν τρόπο, μια συμπεριφορά, μια γλώσσα, ένα ήθος που από κοινού συσσωματώνονται σε ένα συγκεκριμένο «στιλ». Το «μαριβοντάζ» είναι ο τρόπος να διεγείρεις ένα σώμα υπονοώντας το χάδι. Υπαινιγμοί, σχήματα λόγου, μια ιδιαίτερη και μοναδική ικανότητα του συγγραφέα να ενώνει το αόριστο και το συγκεκριμένο στην ίδια φράση, να αναπτύσσει μια γλώσσα που λειτουργεί άλλοτε σαν πορτρέτο, άλλοτε σαν μάσκα και άλλοτε σαν καθρέφτης για τα πρόσωπά του… Ολα αυτά και μαζί η θεατρικότητα με την οποία προίκισε ο ίδιος το γαλλικό θέατρο της εποχής του: το μείγμα της ζωηρής και πνευματώδους συζήτησης, η πολεμική των φύλων, που θυμίζει κάποτε αληθινή πάλη, αμείλικτο πόλεμο με άλλα μέσα…

Αυτά χαρήκαμε στη ρέουσα και άκρως σαμπανιζέ διδασκαλία του Γιάννη Νταλιάνη, που με τη σειρά της στηρίχτηκε στην κλασική πια μετάφραση του Ανδρέα Στάικου. Με την απαραίτητη διάθεση της ειρωνείας και με τις νύξεις της σάτιρας απέναντι στα ήθη, στους τρόπους και στο στήσιμο της εποχής. Ασφαλώς η ιδέα ήταν βέβαια να αναχθεί το έργο σε κάτι διαχρονικό και παγκόσμιο, γι’ αυτό η σκηνογραφία της Αρτεμης Φλέσσα (σκηνικά και κοστούμια δικά της) αναζητούσε τη δική της, μεταμοντέρνα εκδοχή του σαλονιού, περιπαίζοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες της καραντίνας (και που, αλίμονο, επρόκειτο να επιστρέψουν οσονούπω δριμύτερες).

Πάνω λοιπόν στις φερφορζέ πολυθρόνες μιας ανέφελης ζωής και με τη χρήση αντισηπτικών να υποδηλώνει την κοινωνική αποξένωση του ενός προς τον άλλον, είδαμε τους ήρωες του Μαριβό να απομακρύνουν σταδιακά τα ρούχα της υποκρισίας και της επίκτητης θεατρικότητάς τους, μέχρι να φανούν ενώπιόν μας όπως αληθινά είναι: βαθιά τραυματισμένα, μοναχικά απελπισμένα, κωμικά έρμαια του πλαστού και ενοχικού κόσμου τους. Αν θριαμβεύουν στο τέλος, είναι γιατί στον έρωτα τα πρόσωπά τους αποκτούν για πρώτη φορά πυκνότητα και υπαρξιακή ουσία.

Ως συνήθως θα αποφύγω μια εκ του μακρόθεν αποτίμηση της προσφοράς των ηθοποιών. Ωστόσο μπορώ να σημειώσω έστω κι έτσι την εξαιρετική ομάδα του θιάσου που ανέδειξε τόσο την προσωπικότητα καθενός και καθεμίας από τους ηθοποιούς όσο και το κέντρο ενός κόσμου που έχει μάθει να τοποθετεί αλλού τις σκέψεις κι αλλού τα λόγια, αλλού το σώμα κι αλλού τα αισθήματα. Η Κόμισα της Μαριλίτας Λαμπροπούλου, ο Μαρκήσιος του Νίκου Νίκα, ο Ιππότης του Γιάννη Σοφολόγη, η Ορτάνς της Παρής Τρίκα, και ακόμα, η Λιζέτ της Μπίλιως Μαρνέλη και ο Λεπίν του Γιώργου Πατεράκη απέδωσαν την «Κληρονομιά» σαν δοκίμιο πάνω στο ερωτικό παιχνίδι. Και φανέρωσαν τον θρίαμβο του έρωτα πάνω από τις αναστολές, τις αμφιβολίες, την υποκρισία και το ψέμα κάθε εποχής.

Οι φωτισμοί ήταν του Γιώργου Αγιαννίτη, η όμορφη μουσική του Κώστα Λώλου και η επιμελημένη κίνηση της Μπίλιως Μαρνέλη. Με χαρά μάλιστα σημειώνω τελευταία και μερικούς εξίσου σημαντικούς συντελεστές της παράστασης: το hairstyling της Κατερίνας Βασιλείου, το μακιγιάζ της Χρύσας Ράικου και την επιμέλειά του από τη Βίνα Ευστρατιάδου.

από efsyn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.