Οι βασικές αρχές για έναν παραγωγικό ελληνοτουρκικό διάλογο



 Γράφει ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης

Το παρελθόν έτος και για διάστημα άνω των 100 ημερών, βιώσαμε στιγμές έντασης και ανησυχίας (αρνούμαι συνειδητά να χρησιμοποιήσω την λέξη φόβο) για μια τυχαία ή προσχεδιασμένη αεροναυτική σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο. Η, με συνεχείς παλινδρομήσεις, τουρκική (μάλλον) προσωρινή απομάκρυνση από ακραίες προκλήσεις που ακολούθησε, πιθανόν να οδηγήσει στην επανάληψη των ατελέσφορων -μέχρι σήμερα- διερευνητικών επαφών.

Ενώ, όμως, παρατηρείται μια δική μας κρυφή αδημονία για την επανέναρξη των διερευνητικών, παρουσιάζεται πληθώρα δημοσιευμάτων που εκ προοιμίου απορρίπτουν την διαδικασία με την (ορθή) επισήμανση της ολισθηρότητας που αυτή μπορεί να προσλάβει δεδομένης μιας λανθάνουσας υποχωρητικότητάς μας έναντι της Άγκυρας. Επιπρόσθετα, ενώ εδώ και δεκαετίες προκρίνεται εκ μέρους μας, ως βέλτιστη λύση, η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για την μια και μοναδική διαφορά με την Τουρκία (καθορισμός ορίων ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος), αυξάνονται οι φωνές απόρριψης αυτής της προσέγγισης με τον (ορθό) ισχυρισμό ότι η ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν θα ικανοποιήσει το σύνολο των προσδοκιών μας. Η πραγματικότητα αυτή είναι γνωστή από το 1976 οπότε και προκρίναμε ως κράτος και με σχεδόν πλήρη πολιτική συνταύτιση την, υπό προϋποθέσεις, προσφυγή μας στο Διεθνές Δικαστήριο.

Η επισήμανση των κινδύνων και συνεπειών που κρύβει η κάθε επιλογή είναι απολύτως θεμιτή, όπως και η παρουσίαση προτάσεων και θέσεων για ενίσχυση των επιχειρημάτων μας και ευόδωση των στόχων μας. Η διαρκής, όμως, απόρριψη κάθε προοπτικής ή ακόμη και υιοθετημένης μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής για επίλυση τμήματος των ελληνοτουρκικών τριβών, αποδεικνύει την ύπαρξη φοβικών συνδρόμων και την έλλειψη εθνικής αυτοπεποίθησης. Αμφότερα οδηγούν στην ολέθρια αδυναμία χάραξης και μετά εμμονής υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής. Οδηγούμαστε, δηλαδή, ως έθνος και κοινωνία, στην αδυναμία επιλογής και εφαρμογής μακροχρόνιας στρατηγικής, εστιάζοντας συνεχώς στα μειονεκτήματα και κόστη που έκαστος τρόπος ενεργείας παρουσιάζει.

Ενώ λοιπόν απορρίπτουμε το κόστος ανάληψης (ή αξιόπιστης απειλής ανάληψης) δυναμικών αντιδράσεων και ενεργειών, εμμένουμε στην ικανοποίηση του 100% των προσδοκιών μας ως σαν να έχουμε επιτύχει μια συντριπτική επικράτηση στα πεδία των μαχών, εκμηδενίζοντας την βούληση του αντιπάλου για περαιτέρω αντίσταση! Επικαλούμαστε -και ορθώς- το Διεθνές Δίκαιο και τους θεσμούς του για την υποστήριξη των θέσεών μας αλλά όταν συνειδητοποιούμε την πολιτική διάσταση των αποφάσεων των διεθνών οργάνων εμφανιζόμαστε απρόθυμοι και διστακτικοί. Ορισμένοι, μάλιστα, θεωρούν ως απαράδεκτη την ανάληψη του κινδύνου ενδεχόμενης δικαστικής απόφασης (αναγκαστικής) που δεν θα ικανοποιεί το σύνολο των αξιώσεών μας. Ανατρέχουμε στο Διεθνές Δίκαιο, αρνούμενοι να αντιληφθούμε ότι η θεσμοθέτησή του, εν μέσω δεκάδων αλληλοσυγκρουόμενων κρατικών απόψεων, οδήγησε σε ασαφείς διατυπώσεις που καθιστούν τα επιχειρήματά μας ισχυρά μεν αλλά όχι πάντα σε απόλυτο βαθμό και από όλους αποδεκτά.

Η ορθή αντίληψη της παραπάνω πραγματικότητας μαζί με τις αδιαφιλονίκητα ακλόνητες από πλευράς Διεθνούς Δικαίου θέσεις μας πρέπει να αποτελέσουν την βάση της επιλογής των εθνικών στόχων. Αναγκαστικά συνεξετάζονται οι διαθέσεις και τα συμφέροντα και των άλλων εμπλεκομένων δυνάμεων, σε μια προσπάθεια σύμπλευσης που εκμεταλλεύεται «παράθυρα ευκαιρίας» αλλά δεν διστάζει να προχωρήσει και σε συνδιαλλαγές. Τελικά, είναι το ισοζύγιο ισχύος που σε συνδυασμό και με την βαρύτητα του κάθε στόχου για τον Ελληνισμό, που θα οδηγήσει στην χάραξη και εφαρμογή της κατάλληλης στρατηγικής. Επιβάλλεται να κατανοήσουμε ότι καίτοι τελικά θα αποδεχθούμε ορισμένες υποχωρήσεις σε δευτερεύουσας σημασίας θέματα, θα πρέπει να επιλέξουμε την εξ αρχής και μετά εμμονής προβολή -ίσως και υπερβολικών- απαιτήσεων, επισείοντας πειστικά και την απειλή της καταφυγής σε σύγκρουση για την υπεράσπισή τους. Φυσικά, η απειλή για να γίνει πειστική πρέπει να συνοδεύεται με την απαραίτητη αμυντική ισχύ, την επίδειξη εσωτερικής ομόθυμης βούλησης εφαρμογής μιας σταθερής στρατηγικής διεκδικήσεων, και την εξασφάλιση διεθνούς κατανόησης και υποστήριξης των θέσεών μας, φυσικά εντός των ορίων που επιβάλει η πραγματικότητα και τα κρατικά συμφέροντα.

Διαβάστε την συνέχεια στο foreignaffairs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.