Τα αγκάθια των θετικών πρώτων δημοσκοπήσεων


Γράφει η Βασιλική Σιούτη


Προβληματισμοί και αγωνίες της κυβέρνησης (και της αξιωματικής αντιπολίτευσης) μετά από δύο μήνες στην εξουσία.

Την έκπληξη ακόμα και της κυβέρνησης προκάλεσαν οι πρώτες δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την ικανοποίηση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης για τους πρώτους δύο μήνες της στην εξουσία.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση της εταιρείας Marc, η οποία δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες, το 71,4% κρίνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη θετικά, ενώ το 26,4% αρνητικά. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι «θετικά» και «μάλλον θετικά» κρίνουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη ακόμα και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστό 41,4%. Επίσης, θετικά την κρίνουν ψηφοφόροι όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, με εκείνους του ΚΙΝ.ΑΛ. να ξεπερνούν το 85%.

Το ποσοστό αποδοχής της νέας κυβέρνησης είναι πολύ μεγαλύτερο από το εκλογικό ποσοστό της. Το ίδιο βεβαίως, αλλά σε διαφορετικές συνθήκες, συνέβαινε και με την κυβέρνηση Τσίπρα το 2015. Γι’ αυτό και οι σοφότεροι από εκείνους που συμβουλεύουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη περισσότερο αγωνιούν για το πώς θα αξιοποιηθεί, χωρίς να σπαταληθεί, αυτό το πολιτικό κεφάλαιο παρά χαίρονται για την αποδοχή, που γνωρίζουν πόσο γρήγορα θα χαθεί αν δεν ανταποκριθούν στις προσδοκίες του κόσμου.

Το άλλο στοιχείο από τις δημοσκοπήσεις που εξέπληξε το κυβερνητικό επιτελείο είναι η ευρεία και υπερκομματική αποδοχή της κυβερνητικής πολιτικής για την κατάργηση του ασύλου και την «εκκαθάριση των Εξαρχείων» και του κέντρου της Αθήνας. Αν και αυτές οι πολιτικές ήταν άμεσες απαιτήσεις των ψηφοφόρων του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φοβόταν τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επειδή τον ενδιαφέρει πάρα πολύ να διατηρεί κεντρώο προφίλ φιλελεύθερου δημοκράτη, ενοχλείται όταν ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζει «ακροδεξιές» τις πολιτικές του.


Αυτός ήταν ο μεγάλος του φόβος για το άσυλο και τα Εξάρχεια, μήπως η κοινή γνώμη υιοθετούσε τις κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ. «Ήταν μια μεγάλη ανακούφιση για εμάς το ότι έχουμε τη στήριξη του κόσμου» ανέφερε στέλεχος της κυβέρνησης που δεν περίμενε αυτή την αποδοχή. «Τελικά, η ρητορική «είστε φασίστες» δεν περνάει στον κόσμο, που βάζει ψηλά το θέμα της ασφάλειας και έχει απαιτήσεις από εμάς».

Είναι βέβαιο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει καμία διάθεση να κάνει εξεταστική για το 2015, όπως ούτε ο Αλέξης Τσίπρας είχε διάθεση να κάνει όλα όσα είχε δεσμευτεί όσον αφορά την απόδοση ευθυνών σε όσους οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια.

Η συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας, πάντως, είναι γεγονός εδώ και πολύ καιρό, όπως και της ευρωπαϊκής, και δεν είναι μόνο οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που το καταδεικνύουν. Εκτός από την επιχείρηση «τάξη και ασφάλεια» της κυβέρνησης, που τη φοβόταν πολιτικά, αλλά της βγαίνει (αντιθέτως, φαίνεται ότι θα έχει πρόβλημα αν δεν καταφέρει αυτά που υπόσχεται), ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θέσει ως απόλυτη κυβερνητική προτεραιότητα, όπως φάνηκε και στη ΔΕΘ, τη μείωση των φόρων. Στόχος του είναι μέχρι τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης να έχουν καταργηθεί όλοι οι μνημονιακοί φόροι. «Το ιδανικό θα ήταν να πετύχουμε και την αποκατάσταση των εισοδημάτων στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά αυτό δεν μοιάζει ρεαλιστικό» ομολογούσε υπουργός της κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη.

Κατά τ’ άλλα, στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης απογοήτευσε τους σκληροπυρηνικούς ψηφοφόρους του όταν είπε ότι «δεν θα μετατρέψει τη Βουλή σε βιομηχανία εξεταστικών», αρνούμενος την εξεταστική για τα «γεγονότα του 2015». Εκτός από τους σκληρούς της ΝΔ, όμως, αντίδραση υπήρξε και από τη Φώφη Γεννηματά, η οποία μίλησε για μια ομερτά μεταξύ των δύο κομμάτων στη λογική «σου χαρίζουμε όσα έγιναν την περίοδο 2004-2009, μας χαρίζεις όσα έγιναν το 2015 και πατσίσαμε», υποσχόμενη ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. θα φέρει στη Βουλή πρόταση για «μια εξεταστική επιτροπή για όσα συνέβησαν στην οικονομία από την ημέρα που μπήκαμε στο ευρώ μέχρι και τώρα».

Είναι βέβαιο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει καμία διάθεση να κάνει εξεταστική για το 2015, όπως ούτε ο Αλέξης Τσίπρας είχε διάθεση να κάνει όλα όσα είχε δεσμευτεί όσον αφορά την απόδοση ευθυνών σε όσους οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια. Γιατί μπορεί οι χειρισμοί του 2015 και το τρίτο μνημόνιο να στοίχισαν πολλά στη χώρα, αλλά πριν από αυτό υπήρξε μια κρίση και άλλα δύο μνημόνια, για τα οποία δεν ευθύνεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, μετά τη διακυβέρνησή του κατέστη κι αυτός «συνένοχος». Όσο για την κ. Γεννηματά, ξεχνάει ότι την εξεταστική για το τι συνέβη από τότε που μπήκαμε στο ευρώ μέχρι τα μνημόνια, που δηλώνει ότι επιθυμεί τόσο πολύ, μπορούσαν να την κάνουν κατά την τελευταία κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, επί Γ. Παπανδρέου.

Το άλλο θέμα που καίει την κυβέρνηση είναι εκείνο της μείωσης των πλεονασμάτων, αλλά γνωρίζει ότι για την ώρα οι δανειστές δεν θα κάνουν πίσω και γι’ αυτό δεν καλλιεργεί μεγάλες προσδοκίες. Αντιθέτως, στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιοι, όπως οι Τσίπρας και Σκουρλέτης, προσπαθούν να πείσουν ότι είχαν συμφωνήσει ήδη τη μείωσή τους. Ο ισχυρισμός αυτός, φυσικά, είναι παντελώς αβάσιμος, καθώς δεν υπάρχει καμία σχετική συμφωνία με τους δανειστές.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, πάντως, που δεν του αρέσει να ψεύδεται για πράγματα που εύκολα αποδεικνύονται και οι ισχυρισμοί του συνήθως είναι πιο περίτεχνοι, παραδέχτηκε εμμέσως την πραγματικότητα, ομολογώντας ότι δεν υπήρξε συμφωνία αλλά κάποιοι από τους δανειστές κατανοούσαν την ανάγκη για τη μείωσή τους, ενώ οι σκληροί θα αντιδρούσαν. Η (φραστική) κατανόηση που τους έδειχναν ορισμένοι από τους δανειστές, όμως, όταν τους έλεγαν ότι πρέπει να μειωθούν τα πλεονάσματα, πόρρω απέχει από το να επικαλείται κανείς την ύπαρξη συμφωνίας μαζί τους.

Η συζήτηση αυτή, που επανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας με δηλώσεις του σε ξένο τηλεοπτικό σταθμό, θύμισε τη δέσμευσή του στο Ζάππειο τον περασμένο Μάιο, η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Συγκεκριμένα, ο πρώην πρωθυπουργός είχε δηλώσει: «Σήμερα έδωσα εντολή και ανοίξαμε έναν ειδικό λογαριασμό, έναν escrow account, στον οποίο θα καταθέσουμε τις επόμενες μέρες 5.550 δισ. ευρώ. Αυτά τα χρήματα αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ και κατατίθενται ως επιπλέον εγγύηση έναντι των δανειστών μας για τα επόμενα 3 χρόνια, δηλαδή για το 2020, το 2021 και το 2022, εγγύηση ότι σε κάθε περίπτωση θα πάρουν τα χρήματα που αναλογούν στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουμε συμφωνήσει ως το 2022, δηλαδή στο 3,5%». Ποτέ, ωστόσο, δεν απάντησε τι (δεν) έγινε με το θέμα αυτό, ούτε αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί.

Εκτός από τα οικονομικά, την κυβέρνηση προβληματίζει έντονα το προσφυγικό, στο οποίο όμως εξακολουθεί να μην έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και να βασίζεται στην «καλοσύνη των ξένων» και στο «έλεος» του Ερντογάν. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας πιέζει με το προσφυγικό την Ευρώπη για να πάρει περισσότερα ανταλλάγματα. Η αντίδραση της Ελλάδας στο θέμα αυτό του είναι εντελώς αδιάφορη και δεν δείχνει να την υπολογίζει. Γι’ αυτό και αναρωτιέται κανείς τι πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη συνάντηση που επιδιώκει μαζί του.

Από την άλλη, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν θέλει να λάβει ισχυρότερα μέτρα για τη φύλαξη των συνόρων, ούτε να προχωρήσει σε μέτρα αποτρεπτικής πολιτικής, όπως επιθυμεί μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης, γιατί δεν θέλει να κατηγορηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «ακροδεξιός». Γι’ αυτό το μόνο που θα κάνει είναι νέα κέντρα μεταναστών, που θα μεγαλώσουν την αντίδραση του δικού του κόσμου. Το επόμενο διάστημα ξεκινά και η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, με πιο καυτό θέμα αυτό του εκλογικού νόμου, καθώς, εάν το ΚΙΝ.ΑΛ. αρνηθεί να συναινέσει στην αλλαγή του, οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με την απλή αναλογική που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι αυτό σημαίνει.


από lifo.gr, μέσω metopotouoxi.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.