Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, η αντιμετώπιση των κρίσεων και η παρέμβαση του κράτους


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Η οικονομική συρρίκνωση, που ακολουθεί την οικονομική άνθηση, ως δυσκολία απορρόφησης των ήδη παραγμένων προϊόντων από τους καταναλωτές σε μια αγορά κορεσμένη, επιδεινώνεται κι από τις ψυχολογικές προεκτάσεις που θα επηρεάσουν αρνητικά τις προσδοκίες των επιχειρηματιών για κέρδη. Η ένταση του φαινομένου δημιουργεί κλίμα υπέρ – απαισιοδοξίας (που διαδέχεται την υπεραισιοδοξία της άνθησης) καθιστώντας την επενδυτική πρωτοβουλία ακόμη πιο αποθαρρυντική: «… ουσιαστικό χαρακτηριστικό της οικονομικής άνθησης είναι επενδύσεις, οι οποίες σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης θα αποδώσουν, λόγου χάριν, 2%, να πραγματοποιούνται με την προσδοκία απόδοσης, λόγου χάριν, 6% και να αξιολογούνται ανάλογα. Όταν επέρχεται η απογοήτευση, η προσδοκία αυτή αντικαθίσταται από ένα αντίστροφο “σφάλμα απαισιοδοξίας”, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις που θα απέδιδαν 2% σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, να αναμένεται να αποδώσουν λιγότερο από το τίποτε, με αποτέλεσμα η προκύπτουσα κατάρρευση της νέας επένδυσης να οδηγεί σε μια κατάσταση ανεργίας τέτοια ώστε οι επενδύσεις, που σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης θα απέδιδαν πραγματικά 2%, στην πραγματικότητα, τώρα, να αποδίδουν λιγότερο από το τίποτε». (σελ. 342).

Για τον Κέινς, αφού η ελεύθερη αγορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι αδύνατο να εγγυηθεί τις λεπτές ισορροπίες των παραγόντων που θα εγγυηθούν μια ομαλή οικονομική πορεία, η μοναδική λύση που μπορεί να προταθεί είναι η παρέμβαση του κράτους.

Το σίγουρο είναι ότι, όταν το μέγεθος των επενδύσεων ξεπερνά τις καταναλωτικές δυνατότητες, η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου πέφτει παρασύροντας όλους τους δείκτες της οικονομίας προς τα κάτω. Πολλοί κάνουν λόγο για υπερεπένδυση, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθεί: «… η αποφυγή αυτής της υπερεπένδυσης είναι η μοναδική δυνατή θεραπεία για την επερχόμενη κρίση και […] ενώ [… …] η κρίση δεν μπορεί να αποφευχθεί με το χαμηλό επιτόκιο, πάντως, η οικονομική άνθηση μπορεί να αποφευχθεί μέσω υψηλού επιτοκίου». (σελ. 341).

Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη συρρίκνωση μετά την άνθηση, ας πάρουμε μέτρα, ώστε να μην φτάσουμε σ’ εκείνο το σημείο της άνθησης που κρίνεται επικίνδυνο. Το υψηλό επιτόκιο φαίνεται ότι θα διατηρήσει τη σπανιότητα του κεφαλαίου σε σταθερά επίπεδα, ώστε να αποφευχθούν τα παρατράγουδα των ασύδοτων επενδύσεων. Ο Κέινς ομολογεί: «Εντούτοις, το επιχείρημα ότι ένα υψηλό επιτόκιο είναι πολύ πιο αποτελεσματικό στην οικονομική άνθηση από ό,τι ένα χαμηλό επιτόκιο στην οικονομική ύφεση είναι ισχυρό». (σελ. 341).

Όμως, αμέσως μετά σπεύδει να διευκρινίσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: «… ο όρος υπερεπένδυση είναι διφορούμενος. Μπορεί να αναφέρεται σε επενδύσεις που προορίζονται να απογοητεύσουν τις προσδοκίες που τις προκάλεσαν ή οι οποίες είναι άχρηστες σε συνθήκες σοβαρής ανεργίας, ή μπορεί να υποδηλώνει μια κατάσταση πραγμάτων όπου κάθε είδος κεφαλαίου βρίσκεται σε τέτοια αφθονία, ώστε η νέα επένδυση να μην αναμένεται, ακόμη και σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, να κερδίσει στη διάρκεια της ζωής της περισσότερο από το κόστος αντικατάστασής της». (σελ. 341).

Με δυο λόγια, άλλο η ατυχής επένδυση, που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις καταναλωτικές ανάγκες μέσα στις οικονομικές συγκυρίες που δημιουργείται κι άλλο η επένδυση που εξαρχής είναι καταδικασμένη να μη φέρει κέρδος, λόγω του ασφυκτικού κορεσμού της αγοράς (η οποία, βέβαια, είναι επίσης ατυχής). «Αυστηρά μιλώντας, μόνο αυτή η τελευταία περίπτωση συνιστά υπερεπένδυση, με την έννοια ότι οποιαδήποτε περαιτέρω επένδυση θα συνιστούσε καθαρή σπατάλη πόρων». (σελ. 341 – 342).
  
Σε κάθε περίπτωση η επένδυση που δεν αποδίδει, είτε γιατί υπερεκτίμησε τις καταναλωτικές δυνατότητες είτε γιατί δεν έπιασε το σφυγμό της αγοράς είτε γιατί δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως το κορεσμένο του προσανατολισμού της, κρίνεται αποτυχημένη: «Ίσως, φυσικά, συμβεί – και πραγματικά είναι πιθανόν να συμβεί – οι αυταπάτες της οικονομικής άνθησης να προκαλέσουν μια τόσο υπερβολική παραγωγή ορισμένων τύπων κεφαλαιουχικών αγαθών, ώστε μέρος της παραγωγής, με οποιαδήποτε κριτήρια, να συνιστά σπατάλη πόρων, πράγμα που μερικές φορές συμβαίνει – πρέπει να σημειώσουμε – ακόμη και χωρίς οικονομική άνθηση. Οδηγούμαστε δηλαδή σε επένδυση που είναικακώς προσανατολισμένη». (σελ. 342).

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, αλλά η πάταξη της κερδοσκοπίας, που μετατρέπει διαθέσιμα κεφάλαια για επένδυση σε πρόσοδο επιτηδείων, που αφυδατώνουν την αγορά από ρευστό μετατρέποντας την οικονομία σε καζίνο.

Το εύθραυστο της ελεύθερης αγοράς με τις κακά προσανατολισμένες επενδύσεις, τη μεταβαλλόμενη ψυχολογία, το επίφοβο του παραγωγικού συντονισμού και τα παρατράγουδα της ανεργίας και της ύφεσης κάνουν τον Κέινς να καταλήξει στο πολύ βασικό συμπέρασμα: «Σε συνθήκες laissezfaire» (ελεύθερης αγοράς) «η αποφυγή μεγάλων διακυμάνσεων στην απασχόληση μπορεί να αποδειχθεί, επομένως, αδύνατη χωρίς σημαντική μεταβολή στην ψυχολογία των επενδυτικών αγορών – μεταβολή τέτοια που δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε. Συμπεραίνω, λοιπόν, ότι το καθήκον της διαμόρφωσης του τρέχοντος όγκου της επένδυσης δεν μπορεί να αφεθεί με ασφάλεια στα χέρια των ιδιωτών». (σελ. 341).

Όσο για το επιχείρημα των υψηλών επιτοκίων που δε θα επιτρέψουν την οικονομική άνθηση να φτάσει στο όριο της κατάρρευσης (μέσω της μείωσης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου), ο Κέινς επικαλείται το παράδειγμα των ΗΠΑ κατά την κρίση του 1929: «… το επιτόκιο ήταν αρκετά υψηλό για να εμποδίσει νέες επενδύσεις εκτός από εκείνες τις ιδιαίτερες κατευθύνσεις που επηρεάζονταν από την κερδοσκοπία και, επομένως, διέτρεχαν τον κίνδυνο υπερεκμετάλλευσης». (σελ. 344). Με άλλα λόγια, το μόνο που πετυχαίνει το υψηλό επιτόκιο στην κρίσιμη στιγμή της κάμψης είναι να περιορίζει την επιχειρηματικότητα, που είναι επωφελής για την κοινωνία, αλλά όχι την κερδοσκοπία, που είναι ζημιογόνα. Από την άλλη: «επιτόκιο αρκετά υψηλό για να αντιμετωπίσει την κερδοσκοπία θα αναχαίτιζε ταυτόχρονα κάθε είδους λογική νέα επένδυση». (σελ. 344).

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, αλλά η πάταξη της κερδοσκοπίας, που μετατρέπει διαθέσιμα κεφάλαια για επένδυση σε πρόσοδο επιτηδείων, που αφυδατώνουν την αγορά από ρευστό μετατρέποντας την οικονομία σε καζίνο. Όμως, ένα επιτόκιο που αποθαρρύνει την κερδοσκοπία θα είναι σίγουρα η χαριστική βολή των επενδύσεων: «Έτσι, η αύξηση του επιτοκίου σαν φάρμακο για την κατάσταση που προκύπτει από μια παρατεταμένη περίοδο ασυνήθιστα μεγάλων νέων επενδύσεων, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία φαρμάκων που θεραπεύουν την ασθένεια σκοτώνοντας τον ασθενή». (σελ. 344).

Κι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει, ο Κέινς είναι πρόθυμος να επαναδιατυπώσει την άποψη αυτή: «… ακόμη και αν η υπερεπένδυση, με την έννοια αυτή, συνιστούσε ομαλό χαρακτηριστικό της οικονομικής άνθησης, η θεραπεία δε θα ήταν η επιβολή υψηλού επιτοκίου, το οποίο πιθανώς θα αναχαίτιζε κάποιες χρήσιμες επενδύσεις…». (σελ. 342).

Κι επειδή το πρόταγμα του υψηλού επιτοκίου αφορούσε όχι τη στιγμή που αρχίζει η κάμψη μετά την εκτός ορίων άνθηση, αλλά πιο πριν, ως μέτρο πρόληψης, ώστε να μη φτάσουμε σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο, ο Κέινς θα ξεκαθαρίσει την εκ δια μέτρου αντίθεσή του: «Το σωστό φάρμακο για τον οικονομικό κύκλο δε βρίσκεται στην εξάλειψη της οικονομικής άνθησης με αποτέλεσμα τη διατήρησή μας σε κατάσταση διαρκούς οικονομικής ημι – κρίσης, αλλά στην εξάλειψη των οικονομικών κρίσεων και στη διατήρησή μας σε κατάσταση διαρκούς οικονομικής ημι – άνθησης». (σελ. 343). Γι’ αυτό και θα προτείνει χαμηλά επιτόκια: «… η θεραπεία για την οικονομική άνθηση δεν είναι το υψηλότερο επιτόκιο αλλά το χαμηλότερο!». (σελ. 343).

Επικαλούμενος και πάλι την αμερικανική κρίση του 1929 σημειώνει: «Στη διάρκεια των πέντε προηγούμενων ετών, οι νέες επενδύσεις ήταν συνολικά τόσο μεγάλης κλίμακας ώστε η προσδοκώμενη απόδοση περαιτέρω επεκτάσεων, με ψύχραιμη θεώρηση, έπεφτε ταχέως. Ορθή πρόβλεψη θα μείωνε την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε χαμηλά επίπεδα χωρίς προηγούμενο». (σελ. 343 – 344). Πώς θα μπορούσε να ξεπεραστεί η κατάσταση; «Έτσι, η “άνθηση” δεν μπορούσε να συνεχιστεί σε υγιή βάση παρά μόνο με πολύ χαμηλό μακροπρόθεσμο επιτόκιο και με αποφυγή εσφαλμένων επενδύσεων στις συγκεκριμένες κατευθύνσεις που διέτρεχαν τον κίνδυνο υπερεκμετάλλευσης». (σελ. 344). Με δυο λόγια, προτείνεται μείωση των επιτοκίων, ώστε να μην ακινητοποιηθούν οι επενδύσεις, και δημιουργία επενδυτικής στρατηγικής σε κλάδους που δεν είναι κορεσμένοι. Βεβαίως, μέσα στην αποφυγή της υπερεκμετάλλευσης υπάγεται και η κερδοσκοπία που σε κάθε περίπτωση πρέπει να περιοριστεί.

Ο Γ. Αργείτης στον πρόλογο της «Γενικής Θεωρίας» επισημαίνει σωστά: «Η ελαχιστοποίηση του τόκου και, ακόμη περισσότερο, η “ευθανασία” των εισοδηματιών είναι στο επίκεντρο της πολιτικής πρότασης του Κέινς. Η μείωση ή η εξάλειψη του εισοδήματος των εισοδηματιών συνεπάγεται αμέσως την αύξηση της ροπής προς κατανάλωση και επένδυση, συνεπώς την αύξηση της ενεργού ζήτησης και της απασχόλησης. Ο Κέινς ήταν ένθερμος υπερασπιστής της “ευθανασίας” των εισοδηματιών, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, εξαιτίας της ροπής των εισοδηματιών προς την κερδοσκοπία που αποσταθεροποιεί τις καπιταλιστικές οικονομίες. [… … …] Δεύτερον, η αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου των εισοδηματιών θα προκαλέσει πίεση στη διανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, μειώνοντας τη ροπή προς κατανάλωση». (σελ. 17).

Εργάτες στο μετρό της Αθήνας

Κατόπιν αυτών, η προτροπή του Κέινς για «ανάληψη δραστικών μέτρων, με την αναδιανομή εισοδημάτων ή με άλλους τρόπους, για υποκίνηση της ροπής προς κατανάλωση» (σελ. 342) είναι απολύτως κατανοητή. Το να τονωθεί η ροπή προς κατανάλωση είναι ζήτημα υψίστης σημασίας. Τα πράγματα είναι απλά: «… το κεφάλαιο δεν είναι μια αυτάρκης οντότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από την κατανάλωση. Αντιθέτως, κάθε εξασθένιση της ροπής προς κατανάλωση, θεωρούμενη μόνιμη συνήθεια, πρέπει να εξασθενεί τη ζήτηση για κεφάλαιο…». (σελ. 148). Με άλλα λόγια, για να πουληθούν τα προϊόντα ανεβάζοντας ξανά την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, πρέπει ο κόσμος να έχει λεφτά να τα αγοράσει. Η μείωση των μισθών λόγω κρίσης και η αύξηση της ανεργίας σηματοδοτούν το οριστικό αδιέξοδο. Είναι παράλογο να περιμένουμε να κινηθεί η αγορά εξασφαλίζοντας ότι δεν υπάρχουν αγοραστές: «… η μείωση των ονομαστικών μισθών δε θα έχει κάποια διαρκή τάση αύξησης της απασχόλησης, παρά μόνο μέσα από την επίδρασή της είτε στη ροπή προς κατανάλωση για την κοινότητα ως σύνολο είτε στις οριακές αποδόσεις του κεφαλαίου είτε στο επιτόκιο». (σελ. 287).

Αποδεχόμενοι ότι η μείωση των μισθών συμβάλλει αρνητικά στους δύο πρώτους παράγοντες (ροπή προς κατανάλωση, οριακή απόδοση του κεφαλαίου) κατανοούμε ότι κάθε άλλο παρά θα ευνοήσουν την απασχόληση. Ποιοι θα ευνοηθούν; «Μια μείωση των ονομαστικών μισθών θα μειώσει κάπως τις τιμές. Συνεπάγεται, επομένως, κάποια αναδιανομή του πραγματικού εισοδήματος (α) από τους μισθωτούς σε άλλους συντελεστές, που συμπεριλαμβάνονται στο οριακό βασικό κόστος των οποίων δεν έχει μειωθεί η αμοιβή, και (β) από τους επιχειρηματίες στους εισοδηματίες, οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει ένα ορισμένο σταθερό εισόδημα σε ονομαστικούς όρους». (σελ. 287).

Τελικά, αυτοί που ευνοούνται είναι οι εισοδηματίες: «Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της αναδιανομής αυτής στη ροπή προς κατανάλωση για την κοινωνία ως σύνολο; Η μεταφορά από τους μισθωτούς σε άλλους συντελεστές πιθανώς να μειώσει τη ροπή προς κατανάλωση. Το αποτέλεσμα της μεταφοράς από τους επιχειρηματίες στους εισοδηματίες είναι περισσότερο αμφισβητούμενο. Αν, όμως, οι εισοδηματίες αντιπροσωπεύουν συνολικά το πλουσιότερο τμήμα της κοινωνίας συνολικά και εκείνους των οποίων το βιοτικό επίπεδο είναι ελάχιστα εύκαμπτο, τότε το αποτέλεσμα αυτού θα είναι, επίσης, δυσμενές. Ποιο θα είναι το καθαρό τελικό αποτέλεσμα των θεωρήσεων αυτών, μόνο να μαντέψουμε μπορούμε. Το πιθανότερο είναι να είναι δυσμενές παρά ευμενές». (σελ. 287).

Όμως, και πέρα απ’ αυτά, για τον Κέινς η βίαιη πτώση των μισθών αποτελεί βαθύτατο πλήγμα για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Λαμβάνει, δηλαδή, σοβαρά υπόψη του και τις πολιτειακές διαστάσεις του ζητήματος: «Το να υποθέτουμε ότι μια ευέλικτη πολιτική μισθών είναι ορθό και κατάλληλο παρεπόμενο ενός συστήματος laissezfaire, είναι αντίθετο της αλήθειας. Μόνο σε ένα πολύ αυταρχικό καθεστώς, όπου μπορούν να διαταχθούν συνολικές μεταβολές, θα μπορούσε να λειτουργήσει με επιτυχία μια ευέλικτη πολιτική μισθών». (σελ. 293).

Τελικώς αυτό που προτείνεται είναι η ανελαστική πολιτική στους μισθούς: «… με μια ανελαστική πολιτική μισθών θα διασφαλιστεί βραχυχρόνια η σταθερότητα των τιμών με αποφυγή διακυμάνσεων στην απασχόληση. Μακροχρόνια, από την άλλη πλευρά, έχουμε ακόμη την επιλογή μεταξύ μιας πολιτικής που συνίσταται στο να αφήσουμε τις τιμές να πέφτουν αργά με την πρόοδο της τεχνικής και του εξοπλισμού, ενώ διατηρούμε σταθερούς τους μισθούς, ή να αφήσουμε τους μισθούς να ανέρχονται αργά, ενώ διατηρούμε τις τιμές σταθερές. Γενικά, προτιμώ τη δεύτερη επιλογή…». (σελ. 295).

Για τον Κέινς, αφού η ελεύθερη αγορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι αδύνατο να εγγυηθεί τις λεπτές ισορροπίες των παραγόντων που θα εγγυηθούν μια ομαλή οικονομική πορεία, η μοναδική λύση που μπορεί να προταθεί είναι η παρέμβαση του κράτους. Οι επικριτές της κρατικής παρέμβασης εστιάζουν στο ότι το κράτος ρίχνοντας λεφτά για έργα, τελικά, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το αδιέξοδο, αφού νομοτελειακά τα έργα αυτού του είδους έχουν ένα όριο. Σαν να μην έχει η ιδιωτική πρωτοβουλία ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Σαν να μην είναι η μείωση της κεφαλαιουχικής αποδοτικότητας το ξεπέρασμα των ορίων της παραγωγής, που θα επιφέρει την κρίση.

Ο Κέινς δείχνει να απορεί: «Είναι περίεργο και άξιο μνείας το γεγονός ότι η κοινή γνώμη φαίνεται να έχει συνείδηση της τελευταίας αυτής περιπλοκής μόνο όταν πρόκειται γιαδημόσια επένδυση, όπως στην περίπτωση της κατασκευής δρόμων και της οικοδόμησης κατοικιών και τα συναφή. Συχνά, η αντίρρηση που προβάλλεται σε προγράμματα αύξησης της απασχόλησης με επενδύσεις υπό την αιγίδα του Δημοσίου είναι ότι κάτι τέτοιο προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικά προβλήματα. “Τι θα κάνετε”, ρωτούν, “όταν θα έχετε χτίσει όλα τα σπίτια και τους δρόμους και τα δημαρχεία και τα ηλεκτρικά εργοστάσια και τα υδραγωγεία και ούτω καθεξής, τα οποία προβλέπεται ότι θα χρειαστεί ο στάσιμος πληθυσμός του μέλλοντος;” Δεν κατανοείται, όμως, το ίδιο εύκολα ότι η ίδια δυσκολία υπάρχει στις ιδιωτικές επενδύσεις και στη βιομηχανική επέκταση. Ειδικότερα για την τελευταία, αφού είναι πολύ ευκολότερο να δούμε μια πρώιμη ικανοποίηση της ζήτησης για νέα εργοστάσια και εγκαταστάσεις που απορροφούν λίγα χρήματα, παρά της ζήτησης για κατοικίες». (σελ. 147).

Η παρέμβαση του κράτους στη δημιουργία θέσεων εργασίας (δημόσια έργα) κρίνεται επιβεβλημένη. Και το θέμα παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν αναλογιστεί κανείς το φαινόμενο του πολλαπλασιαστή, που, κυρίως σε περιόδους εκτεταμένης ανεργίας, εκτινάσσει τις εργασιακές θέσεις στα ύψη: «Σε δεδομένες συνθήκες μπορεί να προκύψει μια καθορισμένη σχέση, που θα ονομάσουμε πολλαπλασιαστή, μεταξύ εισοδήματος και επένδυσης και, με ορισμένες απλουστεύσεις, μεταξύ της συνολικής απασχόλησης και της απασχόλησης που σχετίζεται άμεσα με την επένδυση […]. Το περαιτέρω αυτό βήμα είναι συστατικό τμήμα της θεωρίας μας για την απασχόληση, αφού καθιερώνει μια ακριβή σχέση, δεδομένης της ροπής προς κατανάλωση, μεταξύ συνολικής απασχόλησης και εισοδήματος και του ρυθμού της επένδυσης». (σελ. 155).

Ο πολλαπλασιαστής είναι το μέγεθος που καταδεικνύει τη μεγέθυνση της απασχόλησης, όταν αρχίζει μια εργασιακή σπίθα να κινεί τα πράγματα. Για παράδειγμα, σε ένα δημόσιο έργο, ας πούμε δρόμο σ’ ένα έρημο σημείο, δεν δημιουργούνται θέσεις μόνο για τους εργάτες που δουλεύουν εκεί, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο μπορεί να παρέχει υπηρεσίες προς διευκόλυνσή τους (φτιάχνοντας π.χ. καφέδες ή σάντουιτς). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και ο μισθός των εργατών που θα καταναλωθεί (ο οποίος χωρίς το έργο δε θα υπήρχε) δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία χώρου εργασίας για άλλους που θα τον εισπράξουν με τις δικές τους υπηρεσίες: «… αν η καταναλωτική ψυχολογία της κοινωνίας είναι τέτοια που τα μέλη της θα επιλέξουν να καταναλώσουν, επί παραδείγματι, τα 9/10 μιας αύξησης του εισοδήματος, τότε ο πολλαπλασιαστής […] είναι 10 και η συνολική απασχόληση που προκλήθηκε από αύξηση, παραδείγματος χάριν, των δημόσιων έργων θα είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την αρχική απασχόληση που παρέχεται από αυτά καθαυτά τα δημόσια έργα, υποθέτοντας ότι δεν έχουμε μείωση σε άλλες κατευθύνσεις». (σελ. 158).

Το κράτος εκμεταλλευόμενο το μέγεθος του πολλαπλασιαστή οφείλει να στέκεται υποστηρικτικά δίνοντας τέτοιες ανάσες, ιδίως σε περιόδους ύφεσης. Εξάλλου, κατά την άνθηση κάτι τέτοιο δεν κρίνεται αναγκαίο, αφού ο δείκτης της απασχόλησης είναι πολύ υψηλός καθιστώντας χαμηλό το μέγεθος του πολλαπλασιαστή. Ο Κέινς είναι αδιαπραγμάτευτος: «Αν το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις γνωστές αρχές του laissezfaire, να ξεθάψουν τα τραπεζογραμμάτια πάλι (αφού αποκτήσουν, βεβαίως, το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δε θα υπήρχε πλέον ανεργία και, με τη συνδρομή των επιπτώσεων, το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν, πιθανώς αρκετά περισσότερο από ό,τι σήμερα, θα ήταν, ασφαλώς, λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνουν ανάλογα έργα, αλλά αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι’ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε». (σελ. 169).

ARKAS -The Original Page

Ο Κέινς απορεί «πώς ο κοινός νους, στην προσπάθειά του να αποδράσει από περίεργα συμπεράσματα, έχει αποκτήσει την τάση να προτιμά τις πλήρως “σπάταλες” μορφές δανειακής δαπάνης παρά τις μερικώς σπάταλες μορφές, οι οποίες, επειδή δεν είναι πλήρως σπάταλες, τείνουν να κρίνονται με αυστηρές “επιχειρηματικές” αρχές. Παραδείγματος χάριν, επιδόματα ανεργίας χρηματοδοτούμενα με δάνεια, γίνονται ευκολότερα αποδεκτά από τη χρηματοδότηση βελτιώσεων με επιβάρυνση κάτω από το τρέχον επιτόκιο…». (σελ. 168). Σε τελική ανάλυση, σημασία δεν έχει η σκοπιμότητα του έργου, αλλά η σπίθα που να ανακινήσει την οικονομία. Στο κάτω – κάτω και το έργο που θα προκύψει είναι κι αυτό κοινωνικό όφελος.

Αλλά ο Κέινς έχει την πρόθεση να περάσει στη βαθύτερη ουσία της κρατικής ευθύνης για την οικονομία, που, φυσικά, είναι το χρήμα: «Η ανεργία […] αναπτύσσεται επειδή οι άνθρωποι επιδιώκουν το ανέφικτο – δεν μπορούν να απασχοληθούν άνθρωποι όταν το αντικείμενο της επιθυμίας (δηλαδή το χρήμα) είναι κάτι που δεν μπορεί να παραχθεί και η ζήτηση του οποίου δεν μπορεί να κατασταλεί. Δεν υπάρχει άλλο φάρμακο παρά να πείσουμε το κοινό ότι πράσινο τυρί, πρακτικά, είναι το ίδιο πράγμα με το να έχουμε εργοστάσιο πράσινου τυριού (δηλαδή Κεντρική Τράπεζα) υπό κρατικό έλεγχο». (σελ. 265). Και μη νομίσει κανείς ότι ο Κέινς έχει όρεξη για αστεία. Εφόσον το πράσινο τυρί είναι εκείνο που κινεί όλα τα παραγωγικά νήματα, ο κάτοχος του εργοστασίου αυτού θα γινόταν ο απόλυτος κυρίαρχος. Κι αυτή θα ήταν η πιο επαίσχυντη μορφή τυραννίας.

Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», εκδόσεις Παπαζήση, για λογαριασμό της εφημερίδας «Το Βήμα», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., Αθήνα 2010.

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://athensnotes.wordpress.com/2013/09/11/to-metro-ksekinise-gia-peiraia/

 

ΠΗΓΗ: eranistis

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.