Μην περιμένεις χρυσό στη Χρυσούπολη και σαρδέλες στη Σαρδηνία! Γράφει ο Φώτιος-Σπυρίδων Μαζαράκης


Η εγκαθίδρυση των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, που καθιστούν τη Χώρα εξαρτημένη και υποτελή στους διεθνείς τοκογλύφους στο διηνεκές, πέρασε μέσα από την αλλοίωση και στη συνέχεια μέσα από την αδρανοποίηση της λειτουργίας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Είναι γνωστό, πλέον, ότι με το Ν.3845/06.05.2010, η Βουλή των Ελλήνων, δεν κύρωσε κάποια συνομολογημένη και υπογεγραμμένη Διεθνή Σύμβαση, αλλά ένα «σχέδιο προγράμματος», όπως ονομάστηκε, ενώ, από την άλλη, έδωσε αντισυνταγματικά εξουσιοδοτήσεις στον υπουργό οικονομικών να πάει και να υπογράψει το πραγματικό 1ο μνημόνιο και τις πραγματικές δανειακές συμβάσεις που θα ισχύουν αυτομάτως από την υπογραφή του και χωρίς να τα φέρει στη Βουλή για κύρωση ή απόρριψη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Εκτελεστική Λειτουργία, προσέλαβε παράνομα, συνταγματικά και ποινικά, αρμοδιότητα άλλης Λειτουργίας: της Βουλής. Η ίδια πρακτική, ακολουθήθηκε και στα τρία μνημόνια.

Ο νόμος, έτσι, είναι το «πρόσχημα-όχημα» ώστε να περάσει μεγάλο μέρος της νομοθετικής λειτουργίας της Βουλής στον υπουργό, και έτσι στην κυβέρνηση. Κατά μία έννοια, πρόκειται για την ελληνική εκδοχή “της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη”: η Βουλή παραμερίστηκε. Ο δρόμος για την εκτροπή άνοιξε. Περαιτέρω, όμως, πρέπει να είναι και ευκολοδιάβατος. Τυχόν αντιδράσεις, από την όλη εφαρμογή των επιλογών του Μνημονίου, πρέπει να μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από ένα ισχυρότερο θεσμικό πλαίσιο καταστολής, που θα λιγοστεύει τα εχέγγυα μιας νόμιμης και νομιμοποιημένης άμυνας.

Η Δημοκρατία πρέπει να αφοπλιστεί. Η εσωτερική έννομη τάξη έχει «απαράδεκτες», για τη διεθνή ελίτ, εγγυήσεις για τη δημοκρατία και την ελευθερία· και μια από αυτές είναι η παρ.8 του άρθρου 187 Α΄ του Ποινικού Κώδικα: ο τότε νομοθέτης, σε μια προσπάθεια να περιορίσει την ευρύτητα, και γι’ αυτό και την ασάφεια και τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν σε σχέση με τον κολασμό πράξεων που χαρακτηρίζονται ως “τρομοκρατικές” στο ίδιο άρθρο, δημιούργησε ένα ανάστροφο κατάλογο περιπτώσεων που δεν εμπίπτει στην έννοια τους. Μια εξαίρεση, που όμως δημιουργεί και ένα δικαίωμα sui generis. Όρισε, λοιπόν, ότι :

“δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού η τέλεση ενός η περισσοτέρων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ.2 του Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.”

Και επειδή η αφοσίωση στη Δημοκρατία αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων,σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 120 του Συντάγματος, το καταρχήν επιτρεπτό των προηγούμενων ενεργειών, περιβάλλεται πια το νομικό τύπο της υποχρέωσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η Συνταγματική ρήτρα της θεμελιώδους υποχρέωσης των Ελλήνων για την αφοσίωσή τους στη Δημοκρατία, χωρίς επιφύλαξη για περιορισμό της με νόμο, απολαμβάνεται ολοκληρωτικά. Η αφοσίωση ως έννοια, δεν περιορίζεται, ενώ η υποχρέωση αφοσίωσηςσηματοδοτείται από τον ποινικό νόμο, θετικά, με συγκεκριμένες ενέργειες. Έτσι, προσδιορίζεται η έννοια της υποχρέωσης μέσα από ένα θετικό πλαίσιο δράσης, αλλά βεβαίως, ενόψει της συνταγματικής ρήτρας, δεν εξαντλείται μόνο εντός αυτής.

Με «αφορμή», λοιπόν, την υιοθέτηση τής υφιστάμενης από το 2000-2001 διεθνούς σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, στις 20.09.2010, μετά δηλαδή από δέκα χρόνια «εκκρεμότητας», αλλά μόλις τέσσερις μήνες μετά το 1ο Μνημόνιο και χωρίς να υποχρεώνεται η Χώρα από κάποιον όρο της διεθνούς σύμβασης, η παράγραφος 8 του άρθρου 187 Α΄ του Ποινικού Κώδικα, με το νόμο 3875/20.09.2010, εξαλείφεται.

Το μήνυμα και οι κατευθύνσεις, λοιπόν, ήταν εξαρχής σαφείς και ορατές, πλην όμως δεν έτυχαν της ανάλογης προσοχής: το διεθνές οικονομικό-πολιτικό status δεν ανέχεται να χαρακτηριστεί καμιά ενέργεια ως προάσπιση της δημοκρατίας, ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας, ή ως άσκηση θεμελιώδους ατομικής ή πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας, εφόσον αυτή προσβάλλει τους μηχανισμούς λειτουργίας του. Τους “διεθνείς οργανισμούς του” και τις“δημόσιες αρχές του” ή θίγει τα κράτη-μέλη του, που είναι και πελάτες του.

Η οικονομική ελίτ επιχειρεί να ορίσει, αφενός πώς δεν προσβάλλεται η δημοκρατία, αλλιώς μέχρι που μπορεί να φτάσει ο αγώνας για την υπεράσπισή της, αφετέρου ποιο είναι το περιεχόμενό της, αφού αυτές οι ενέργειες, αποκλείεται να τείνουν στην υπεράσπισή της ή στην άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ αυτήν. Ένας-ένας, ξηλώνονται οι αμυντικοί θεσμοί για την προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενόψει επιβολής του μνημονιακού καθεστώτος.

Και βέβαια, όταν οι βασικοί ταγοί της δημοκρατίας αυθαιρετούν και ασχημονούν, τότε, δυστυχώς, είναι σύνηθες και ο «χαρακτήρας» όλων των υπολοίπων κρατικών οργάνων και Εξουσιών να παρουσιάζει μια ανάλογη «ταλάντωση» και κατά το δοκούν: οι Εξουσίες, πλέον, δεν λειτουργούν εντός της Αρχής του Κράτους Δικαίου σύμφωνα μόνο με το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν μ’ αυτό, αλλά υπό το πρίσμα μιας εντελώς «προσωπικής θεώρησης των πραγμάτων», ανάλογα με το «πού το πάει ο καθένας», «ποιόν θεωρεί ότι φταίει για τα χάλια μας», από «πού νομίζει ότι κινδυνεύει», και δυστυχώς, «από το αν ωφελείται ή βλάπτεται από την παράνομη κατάσταση ο ίδιος». Είναι κοινός τόπος, ότι καμιά εκτροπή δεν μπορεί να μακροημερεύσει, αν σταματήσει «να ταΐζει» τους μηχανισμούς που ανέχονται αλλά και νομιμοποιούν έτσι τη λειτουργία της, ιδίως τους πιο καίριους.

Από την άλλη, καταντά κωμικό όταν η Εκτελεστική Εξουσία, η ίδια που έχει κάνει το Σύνταγμά μας κουρελόχαρτο, προβαίνει σε ανέξοδες και απρόσφορες νουθεσίες νομιμότητας προς τη Δικαστική, εξυπηρετώντας απλώς τυχοδιωκτισμούς και σκοπιμότητες.

Και για να «σωθεί», να μην χαρακτηριστεί κωμικοτραγικό τελικά, πρέπει να απαντηθεί το εξής: ο διαχωρισμός των Λειτουργιών όπως καταστρώνεται στο Σύνταγμά μας, έχει γίνει «αντιληπτός» και από τους Λειτουργούς της Δικαστικής Εξουσίας, που έχει εξάλλου και τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα ; Όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων, Εκτελεστική και Νομοθετική, λειτουργούν όπως επιτάσσει το Σύνταγμα ;  Όταν μια από τις τρεις συνταγματικές εξουσίες νοσφίζεται αρμοδιότητες άλλης, τι στοιχειοθετεί η ενέργεια ; «Αυτό», έχει ή δεν έχει γίνει «αντιληπτό»;

*Ο Φώτιος-Σπυρίδων Μαζαράκης είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής, Συγγραφέας και μέλος του Τομέα δικαιοσύνης του Ε.ΠΑ.Μ.

ΠΗΓΗ: epamhellas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.