Περί Νέας Δραχμής και άλλα συναφή, Γράφει ο Όθωνας Κουμαρέλλας

 

Παρά την τεράστια εκστρατεία φόβου, που εξαπολύθηκε ήδη από την επίσημη απαρχή της ελληνικής «κρίσης» το 2010, την επιβολή της ξένης κατοχής δια μέσου -και με την εφαρμογή- των μνημονίων, εναντίον της μοναδικής εναλλακτικής διεξόδου που είχε η χώρα μας, η λύση αυτή είναι εδώ, μπροστά μας. Δηλαδή είναι η άρνηση αναγνώρισης του χρέους και η κήρυξή του ως παράνομου, επονείδιστου και επαχθούς σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, μαζί με την ανάκτηση της νομισματικής μας κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει την ταυτόχρονη έξοδο από την ευρωζώνη, την Ε.Ε. και την καθιέρωση εθνικού καθαρά κρατικού χαρακτήρα νομίσματος. Η λύση αυτή όλο και επανέρχεται προς συζήτηση και ολοένα βάλλεται πιο πολύ από τις καθεστωτικές -κατοχικές- δυνάμεις.

Τελευταία φορά που η λύση του εθνικού νομίσματος ετέθη επί τάπητος, ήταν με αφορμή το δημοψήφισμα στις αρχές Ιουλίου του 2015 και κατόπιν στην προεκλογική περίοδο πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Δυστυχώς και παρά την ύπαρξη ενδελεχών και εμπεριστατωμένων μελετών για το δόκιμο της εφαρμογής μιας τέτοιας λύσης, η επίθεση που εξαπολύθηκε για μια ακόμα φορά σε βάρος της υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Είναι αλήθεια ότι όσοι ανέλαβαν να υπερασπιστούν δημόσια τη λύση του εθνικού νομίσματος, μέσω των μεγάλων συστημικών μέσων ενημέρωσης, στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και θόλωσαν την εικόνα, ενώ οι κύριοι εκφραστές της αγνοήθηκαν και φιμώθηκαν, όπως πάντα. Επίσης, καταλυτική υπήρξε η ταυτόχρονη παρέμβαση της «Χρυσής Αυγής» -αυτού του νεοναζιστικού μορφώματος- και του ΚΚΕ, που λίγο πριν την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, διαπίστωναν με σχεδόν ταυτόσημες ανακοινώσεις, ότι η καθιέρωση εθνικού νομίσματος κάτω από τις σημερινές συνθήκες θα αποτελούσε καταστροφή.

Ωστόσο, η συνέχιση της εφαρμογής των μνημονίων με την κατάλυση και των τελευταίων ψηγμάτων συνταγματικής τάξης, την οριστική παράδοση άνευ όρων του δημόσιου πλούτου στους δανειστές και την περαιτέρω εξάντληση και του τελευταίου «λίπους» της ελληνικής κοινωνίας, με την καταβαράθρωση των εισοδημάτων, την απαξίωση των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, την κατάλυση κάθε έννοιας κοινωνικής πρόνοιας, τους πλειστηριασμούς κτλ, είναι σίγουρο ότι η συζήτηση αυτή, προσώρας «χαμηλόφωνη», θα επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο.

Οι παράμετροι που προκαλούν φόβο

Ο «μύθος» περί της επικείμενης καταστροφής που θα επέλθει εάν προχωρήσουμε σε μονομερή διαγραφή του χρέους και καθιέρωση εθνικού κρατικού νομίσματος εδράζεται, εν πολλοίς, σε δύο βασικές παραμέτρους:

1. Η χώρα δεν παράγει τίποτα, με συνέπεια εάν «απομονωθεί» από την Ευρώπη ο πληθυσμός θα πεινάσει.

2. Την καθιέρωση εθνικού νομίσματος θα ακολουθήσει μια τεράστια υποτίμηση και υπερπληθωρισμός με δραματικές επιπτώσεις στα εισοδήματα -ή ό,τι έχει απομείνει από αυτά- και με συνέπεια την καταβαράθρωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, τόσο του δημοσίου, όσο και των ιδιωτών.

Κάθε μια από τις παραπάνω παραμέτρους είναι αρκετή, για να προκαλεί παραλυτικό φόβο και να καθιστά τουλάχιστον επιφυλακτικό προς την εναλλακτική λύση κάθε νουνεχή, αλλά λειψά και μονόπλευρα πληροφορημένο πολίτη, έστω κι αν αναγνωρίζει ο ίδιος ότι οι ακολουθούμενες μνημονιακές πολιτικές οδηγούν σε αργό θάνατο, τόσο την οικονομία της χώρας, όσο και την ίδια την κοινωνία σε εξαθλίωση.

Στις φοβίες αυτές έρχονται να συνεισφέρουν και οι τοποθετήσεις οικονομολόγων, που υπερασπίζονται την έξοδο από το σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης και προπαγανδίζουν είτε ένα διπλό νομισματικό σύστημα, είτε το εθνικό νόμισμα, αλλά με καθόλου πειστικό τρόπο, προβάλλοντας περισσότερο τις διαφωνίες τους, για επί μέρους ζητήματα, όπως η ισοτιμία του νέου νομίσματος, το αν θα υποτιμηθεί, ή όχι κτλ.

Ας δούμε μια προς μια τις παραπάνω παραμέτρους - φόβητρα:

1. Λέγεται ότι η χώρα δεν παράγει τίποτα. Η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα παράγει πολύ λιγότερααπό αυτά που θα μπορούσε να παράξει, εξ αιτίας των ακολουθούμενων πολιτικών απαξίωσης της παραγωγής, τόσο μέσω των κανόνων και των οδηγιών της ΕΕ, όσο και με τον στραγγαλισμό της οικονομίας από την έλλειψη ρευστότητας. Είναι γνωστή η δήλωση του μεγαλοστελέχους του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου, ότι η αποβιομηχάνιση της χώρας έγινε με πολιτική απόφαση στην οποία είχαν συμφωνήσει όλες οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Παράλληλα, το δυσθεώρητο χρέος απομυζά κάθε πόρο και κάθε ικμάδα από την οικονομία, ενώ οι μόνες δραστηριότητες που αναπτύσσονται είναι παρασιτικού τύπου και οι λεγόμενες «αρπαχτές».

Η Ελλάδα όμως έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών και εκμετάλλευσης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων προς όφελος του πληθυσμού της, εάν και εφ’ όσον αφεθεί ελεύθερη να προχωρήσει σε ανασύνταξη των παραγωγικών της δυνάμεων. Τόσο αναφορικά με την γεωργοκτηνοτροφική της παραγωγή, την αλιεία, την βιοτεχνία, την ελαφρά και την μεταποιητική βιομηχανία, την ενέργεια, όσο και στον τομέα των υπηρεσιών, υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες από ένα δυναμικό που σήμερα αργεί και σιγοσβήνει.

Π.χ. στα είδη διατροφής, με βάση μελέτη τη ΠΑΣΕΓΕΣ που εξετάζει 41 βασικά αγροτικά - διατροφικά προϊόντα φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2011 (Αύγουστος 2012) παρατηρείται αυτάρκεια (όπως ορίζεται η παραγωγή προς την κατανάλωση, με την κατανάλωση να ορίζεται ως παραγωγή συν εισαγωγές μείον τις εξαγωγές) στο ελπιδοφόρο επίπεδο του 91,5%.

Από τα παραπάνω, αλλά και από κάθε επίσημο στοιχείο προκύπτει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ότι η χώρα μας δεν παράγει τίποτα. Αυτή η γενική εντύπωση καλλιεργήθηκε σκόπιμα εδώ και πολύν καιρό και χρησιμοποιείται τώρα από την επίσημη προπαγάνδα, για να συκοφαντηθεί η μόνη λύση που μπορεί να βγάλει την χώρα από τα αδιέξοδά της.

Παρ’ όλα αυτά η χώρα μας είναι μια εξαιρετικά ευνοημένη χώρα από άποψη δυνατοτήτων ανάπτυξης της παραγωγικής της βάσης σε όλους τους τομείς. Αρκεί να αντιστραφούν οι πολιτικές που την καταδικάζουν σε υπανάπτυξη.

Όπως η απαξίωση της παραγωγής και η αποβιομηχάνιση συνέβη με πολιτική απόφαση, έτσι και η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι θέμα αποκλειστικά πολιτικής απόφασης, που θα ανατρέπει την προηγούμενη. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε από αυτούς που ευθύνονται για την καταστροφή, ούτε εντός ευρωένωσης και με το χρέος να επικρέμαται. Απαιτείται απεμπλοκή και εφαρμογή ενός σχεδίου ταχύρρυθμης παραγωγικής ανασυγκρότησης. Σήμερα είναι που η χώρα μας βρίσκεται σε πλήρη απομόνωση και έρμαιο της βούλησης των δανειστών της. Η έξοδος από την ευρωένωση θα απελευθερώσει δυνάμεις και σύντομα η χώρα μας θα κατακτήσει αυτό που της αρμόζει στον παγκόσμιο καταμερισμό.

Πολλοί ομιλούν για ανάπτυξη και παραγωγική ανασυγκρότηση υποκριτικά, έτσι κανείς δεν προσδιορίζει σαφώς το περιεχόμενό τους, ούτε έχει γίνει κάτι σε αυτήν την κατεύθυνση τόσα χρόνια. Δεν είναι μόνο η ανικανότητα των κυβερνώντων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις. Είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός πια, ότι παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στο δοσμένο ευρωενωσιακό πλαίσιο.

Αυτό μπορεί να γίνει με την άμεση διαγραφή του χρέους και την καθιέρωση εθνικού κρατικού νομίσματος. Τότε με τη λήψη μέτρων άμεσης ενίσχυσης των λαϊκών εισοδημάτων θα δημιουργηθεί τζίρος στην αγορά και θα αρχίσει η οικονομία να κινείται. Ταυτόχρονα με τη λήψη μέτρων προστασίας της εγχώριας παραγωγής και κτυπήματος των καρτέλ που κυριαρχούν με σκοπό την ανάκτηση από τις ελληνικές παραγωγικές δυνάμεις της εγχώριας αγοράς, θα δημιουργηθούν όλες οι προϋποθέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση ένα πολύ καλά μελετημένο σχέδιο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Με τη διαγραφή του χρέους και το εθνικό νόμισμα θα απελευθερωθούν τεράστιοι πόροι που μπορούν να κατευθυνθούν στην ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Πρώτα με το χρέος μη αναγνωρισμένο και τη στάση πληρωμών προς τους δανειστές, οι πόροι που σήμερα δεσμεύονται για την εξυπηρέτηση του χρέους θα απελευθερωθούν. Ταυτόχρονα με το εθνικό κρατικό νόμισμα η ρευστότητα θα πάψει να ελέγχεται από την ΕΚΤ κι έτσι η εθνική οικονομία θα μπορεί να εξασφαλίσει με άνεση τους αναγκαίους υγιείς και μη δανειακούς πόρους για την ανασυγκρότησή της. Η αποκατάσταση της νομισματικής κυριαρχίας είναι το κλειδί για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας.

Με δεδομένη την ανάγκη άμεσης ανακούφισης του κόσμου από την -πολυετή ήδη- πολιτική της εξαντλητικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης που κατέστρεψε αξίες και εισοδήματα, μιαδημοκρατική - πατριωτική κυβέρνηση οφείλει στα πρώτα μέτρα που θα λάβει, να συμπεριλαμβάνονται αυτά της αποκατάστασης των εισοδημάτων με κρατικό χρήμα, το οποίο το ίδιο το δημόσιο θα εκδίδει και θα ελέγχει την κυκλοφορία του.

Αυτή η άμεση αύξηση των μισθών και των συντάξεων, μαζί με την οριστική διευθέτηση των ιδιωτικών χρεών με εφαρμογή «σεισάχθειας», δηλαδή τη διαγραφή των χρεών που προέκυψαν τα χρόνια της απροκάλυπτης μνημονιακής κατοχής, από την παράνομη υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων, ή από τις τοκογλυφικές πρακτικές των τραπεζών, θα προκαλέσουν ένα δημιουργικό σοκ στην αγορά, η οποία προκειμένου να καλύψει τις καταναλωτικές ανάγκες των νοικοκυριών, θα στραφεί στην ταχεία αποκατάσταση των παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Η αποκατάσταση των εισοδημάτων πρώτα και η δημιουργία τζίρου στην αγορά είναι που θα προκαλέσει ώθηση στην παραγωγή και ταχεία αύξηση του ΑΕΠ και όχι το αντίθετο, δηλαδή πρώτα να περιμένουμε αύξηση του ΑΕΠ και μετά να ακολουθήσει η ενίσχυση των εισοδημάτων, που ορισμένοι οικονομολόγοι προκρίνουν φοβούμενοι τον πληθωρισμό και την επιβάρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Διότι είναι τόσο πολύ συμπιεσμένα τα εισοδήματα και η καταβαράθρωση του τζίρου στην αγορά εξ αιτίας τους, που καταντά εντελώς αδικαιολόγητος ο φόβος του πληθωρισμού.

Φυσικά, ταυτόχρονα απαιτείται να ληφθεί σειρά άλλων υποστηρικτικών μέτρων και πολιτικών προστασίας της εγχώριας παραγωγής και της απαλλαγής της εγχώριας επίσης αγοράς από τα καρτέλ και τα μονοπώλια, έτσι ώστε το όλο εγχείρημα να αποβεί επιτυχές και μάλιστα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Τελικός στόχος είναι, να εισέλθουμε το ταχύτερο δυνατό σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης και απορρόφησης του συνόλου της ανεργίας, με αξιοπρεπείς αμοιβές που θα αυξάνονται ανάλογα με τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Μόνον έτσι θα αποφευχθεί η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος και ο ενδεχόμενος πληθωρισμός που κραδαίνεται ως φόβητρο από τους ευρωλάγνους.

2. Και εδώ ακριβώς εισερχόμαστε στη δεύτερη παράμετρο - πυλώνα της εκστρατείας κατασυκοφάντησης του εθνικού νομίσματος και της διασποράς φόβου στους πολίτες. Δηλαδή, ότι με την καθιέρωση εθνικού νομίσματος θα ακολουθήσει ταχεία υποτίμηση αυτού και υπερπληθωρισμός, που δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο από εισοδήματα και αξίες περιουσιακών στοιχείων, συσκοτίζοντας την καταστροφή που συμβαίνει σήμερα. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε πιο αναλυτικά και να κατανοήσουμε τους τρόπους που ένα νόμισμα υποτιμάται και πως δημιουργείται ο πληθωρισμός σε μια οικονομία.

Υποτίμηση - πληθωρισμός

Τόσο η υποτίμηση του νέου νομίσματος, όσο και ο πληθωρισμός στην περίπτωση μετάβασης σε εθνικό νόμισμα προαναγγέλλονται από τους ευρωλάγνους αφοριστικά, ωσάν να προκύπτουν από κάποιο φυσικό νόμο, που ουδείς μπορεί να ξεφύγει. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Και τα δύο (αλληλένδετα μεταξύ τους ως ένα βαθμό φαινόμενα, αλλά όχι πάντα, δηλαδή μπορεί να υπάρξει πληθωρισμός σε μια οικονομία χωρίς να έχει προηγηθεί υποτίμηση του νομίσματός της, ή να γίνει υποτίμηση και να μην προκληθεί πληθωρισμός), προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, που ακολουθούνται είτε σκόπιμα, είτε εξ ανάγκης, ή εξ αιτίας λανθασμένων εκτιμήσεων.

Κατ’ αρχήν ας δούμε πως δημιουργείται ο πληθωρισμός. Πληθωρισμός, δηλαδή υπερβολική αύξηση των τιμών των προϊόντων σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, δημιουργείται όταν έχουμεκαρτελοποιημένη αγορά και τα μονοπώλια μπορούν να καθορίζουν αυθαίρετα τις τιμές. Τέτοια ακριβώς ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά έχει η ελληνική αγορά, που μαστίζεται ταυτόχρονα από την υπερφορολόγηση.

Πληθωρισμός επίσης δημιουργείται, όταν σε μια οικονομία η παραγωγή χρήματος και η κυκλοφορία του είναι αναντίστοιχα μεγαλύτερη από τον παραγόμενο πλούτο, ή από τον πλούτο που εκτιμάται ότι θα παραχθεί ασκώντας αναπτυξιακές πολιτικές (παραγωγικές επενδύσεις).

Αντίστοιχα, μια υποτίμηση ενός νομίσματος είτε συμβαίνει ηθελημένα κατόπιν πολιτικής απόφασης, είτε μετά από κερδοσκοπικές επιθέσεις στις διεθνείς χρηματαγορές.

Γιατί η περίπτωσή μας είναι διαφορετική και δεν κινδυνεύει από πληθωρισμό και άλλες αρνητικές συνέπειες;

Στη δική μας περίπτωση, φεύγοντας από την ευρωζώνη, πάμε υποχρεωτικά σε δικό μας νόμισμα, τη νέα δραχμή, η οποία θα τεθεί σε κυκλοφορία σε περίπου 6 έως 8 μήνες από τη λήψη της απόφασης. Το μεσοδιάστημα και εφ’ όσον δεν θα είναι δυνατή (αλλά ούτε και επιθυμητή) η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και οι συναλλαγές θα γίνονται λόγω έλλειψης χαρτονομισμάτων μέσω χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, επιταγών συναλλαγματικών κτλ, με το ίδιο νόμισμα που μέχρι τότε θα γίνονται οι συναλλαγές, δηλαδή με το ευρώ. Σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει περιορισμός στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος που θα πιστώνεται απ’ ευθείας στους λογαριασμούς των δικαιούχων νοικοκυριών, ενώ η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα μπορεί να γίνεται με τον ίδιο τρόπο, από τις ευρισκόμενες σε εκκαθάριση εν λειτουργία τράπεζες, που ταυτόχρονα θα αλλάζουν ρόλο και σκοπό και θα προσανατολίζονται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση της εθνικής οικονομίας.

Με δεδομένο ότι η αγορά «διψάει» για καθαρό χρήμα, που δεν θα δημιουργεί δανειακές υποχρεώσεις και τοκογλυφία, κανένα πρόβλημα πληθωρισμού δεν μπορεί να παρουσιαστεί μέχρι η ίδια αυτή αγορά κορεστεί. Το εισόδημα που θα πέσει στην αγορά κατευθυνόμενο κατ’ αρχή στην ικανοποίηση βασικών αναγκών των νοικοκυριών δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα, ενώ ο τζίρος θα δώσει μεγάλη ώθηση στην ανάκαμψη της παραγωγής, εφ’ όσον ταυτόχρονα λαμβάνονται μέτρα προστασίας της, συνεπώς θα δημιουργηθούν και εύλογες προσδοκίες για επιταχυνόμενη ανάπτυξη.

Διοικητικά μέτρα, από τη μια «σεισάχθειας» των ιδιωτικών χρεών και από την άλλη, μείωσης των τιμών των υπηρεσιών, που παρέχονται από το δημόσιο, δραστικής μείωσης της άμεσης φορολογίας, των συντελεστών του ΦΠΑ, της φορολογίας στα καύσιμα, της πλήρους και οριστικής κατάργησης του ΕΝΦΙΑ, της παύσης κάθε τεκμαρτής φορολόγησης, ή φορολόγησης περιουσιακών στοιχείων που δεν αποδίδουν πραγματικό εισόδημα και της διατίμησης σε ζωτικής σημασίας προϊόντα, θα έλθουν ως επιστέγασμα μιας πολιτικής προστασίας των εισοδημάτων και σταθερότητας της τιμής των προϊόντων.

Η ισοτιμία του νομίσματος θα καθοριστεί διοικητικά από το κράτος. Και αυτό διότι δεν γίνεται αλλιώς! Αυτός ο καθορισμός θα γίνει άπαξ σε σχέση με το νόμισμα που κάναμε τις συναλλαγές μας στο εσωτερικό της χώρας μέχρι τη βραδιά που αυτό θα αλλάξει και θα αρχίσει η κυκλοφορία του νέου νομίσματος και οι συναλλαγές με αυτό. Μετά από την αυτόματη προσαρμογή του συνόλου των αξιών και των αντίστοιχων τιμών αμοιβών, προϊόντων, υπηρεσιών στο νέο εθνικό κρατικό νόμισμα, το παλιό νόμισμα εξαφανίζεται και καμία αναφορά σε αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ας πούμε ότι αυτή η διοικητικά καθοριζόμενη άπαξ ισοτιμία θα είναι 1 προς 1, αν και δεν έχει νόημα αυτή καθ’ αυτή η ισοτιμία του νέου νομίσματος με το (καταργημένο πλέον) ευρώ, διότι αυτό που έχει σημασία είναι η κυκλοφορία των αντίστοιχων ποσοτήτων χρήματος που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της οικονομίας και της προσπάθειας για παραγωγική ανασυγκρότηση. Δηλαδή, αν καθοριστεί μια ισοτιμία 1/1 και οι ανάγκες είναι π.χ. 60 δις ευρώ, θα παραχθούν 60 δις σε νέες δραχμές, εάν αυτή καθοριστεί σε 1 προς 2 τότε θα χρειαστεί παραγωγή διπλάσιου ποσού, στην περίπτωσή μας 120 δις νέες δραχμές. Επειδή μάλιστα εκδότης του χρήματος θα είναι το ελληνικό δημόσιο, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος, από παράρτημα της ΕΚΤ και ιδιωτική θα έχει περάσει σε αποκλειστική δημόσια κυριότητα, «νομή και κατοχή», με μοναδικό ιδιοκτήτη το ελληνικό κράτος, δεν θα υπάρχει κανένας περιορισμός στην «εκτύπωση» κάθε αναγκαίας ποσότητας νομίσματος, προκειμένου να υπάρξει η απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία.

Συνεπώς, όσον αφορά στην εσωτερική αγορά και στις εν γένει συναλλαγές μέσα στη χώρα δεν έχει καμία σημασία η ισοτιμία της νέας δραχμής με το μέχρι την κυκλοφορία της χρησιμοποιούμενο νόμισμα «αναφοράς», εν προκειμένω το ευρώ, αλλά αποκλειστικά και μόνο η αγοραστική δύναμη της νέας νομισματικής μονάδας σε σχέση με τις τιμές των προϊόντων. Δηλαδή αν κάποιος μέχρι την ημέρα που τα ΑΤΜ θα αρχίσουν να «βγάζουν» τα νέα χαρτονομίσματα, παίρνει 1.000 ευρώ μισθό και μπορεί με αυτά να αγοράζει ένα συγκεκριμένο αριθμό προϊόντων, τότε την επαύριο και έχοντας πάρει τον μισθό του πλέον αντιστοιχισμένο στο νέο νόμισμα, θα πρέπει να μπορεί να αγοράζει με αυτόν, τα ίδια ακριβώς προϊόντα σε ποσότητα και ποιότητα. Αυτή είναι η μόνη και απόλυτα ανελαστική προϋπόθεση και το κράτος είναι αυτό που μπορεί να την εγγυηθεί απολύτως. Βεβαίως μια ισοτιμία 1/1 θα διευκολύνει για την αποφυγή απαράδεκτων στρογγυλοποιήσεων, αλλά και την εμπέδωση θετικής ψυχολογίας, αφού το μόνο που θα αλλάξει είναι η ονομασία, το σύμβολο και η μορφή των νέων χαρτονομισμάτων, αλλά είναι απολύτως δευτερεύουσας σημασίας.

Στη συνέχεια, για τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας και κυρίως για την αναγκαία υποστήριξη των εισαγωγών πρώτων υλών, καυσίμων, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και εργαλείων, απαραίτητων στη ταχεία ανάκαμψη της παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς επίσης απαραίτητων τροφίμων και φαρμάκων που δεν παράγονται στη χώρα, η ισοτιμία δεν μπορεί να καθοριστεί μονοσήμανταμε βάση ένα νόμισμα, όπως το ευρώ, του οποίου την τύχη δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε από τώρα την πορεία του μετά και την έξοδό μας από την ευρωζώνη, ούτε καν γνωρίζουμε αν θα υπάρχει τότε το «κοινό» αυτό νόμισμα.

Το ελληνικό κράτος, λόγω των δυσκολιών που ενδεχομένως θα προκύψουν με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωένωσης σε αυτό το μεταβατικό στάδιο και προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς και της παραγωγικής διαδικασίας με τα παραπάνω -αναγκαστικά- εισαγόμενα είδη, θα προχωρήσει άμεσα σε διακρατικές συμφωνίες, με τα ενδιαφερόμενα άλλα κράτη - προμηθευτές εκτός ευρωένωσης (ή και εντός της, εφ’ όσον σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκεται η ολική διακοπή των σχέσεών μας με τα επί μέρους κράτη της ευρωένωσης -αντίθετα μάλιστα). Εκεί θα συμφωνηθούν -από κοινού- οι αντίστοιχες ισοτιμίες της νέας δραχμής με τα νομίσματα αυτών των κρατών. Έτσι, με βάση τις επιτυγχανόμενες (σε πολιτικό επίπεδο με τα νέα αντισυμβαλλόμενα κράτη) ισοτιμίες, που θα ισχύουν σε όλη την περίοδο που θα διαρκεί η συμφωνημένη συναλλαγή με κάθε ένα από τα κράτη αυτά, θα προκύψει ένα «πλέγμα» νομισματικών ισοτιμιών της νέας δραχμής, με βάση το οποίο, θα προκύψει η ισοτιμία και με τα άλλα νομίσματα.

Μέχρι αυτή τη στιγμή και ανεξάρτητα από την ισοτιμία του νέου νομίσματος με τα άλλα νομίσματα όπως θα διαμορφωθεί, δεν υπάρχει κανένας λόγος για οποιαδήποτε σημαντική διακύμανση της αξίας του στο εξωτερικό, με δεδομένο μάλιστα ότι το νέο εθνικό νόμισμα δεν θα έχει εισαχθεί στις παγκόσμιες χρηματαγορές για να υποστεί υποτιμητική κερδοσκοπία σε βάρος του. Ούτε βέβαια μπορεί να υπάρξει αρνητική επίδραση στις εσωτερικές συναλλαγές, αλλά και στις αξίες είτε των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, είτε των αμοιβών και εν γένει των εισοδημάτων, που σταδιακά θα ανακάμπτουν από την υποτιμητική καταβαράθρωση των τελευταίων ετών.

Επειδή μάλιστα αυτό που μας ενδιαφέρει στην πρώτη φάση της μετάβασης, δεν είναι η «εξωστρέφεια» της οικονομίας, αλλά η ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η σχετική σταθερότητα του νομίσματος είναι επιβεβλημένη. Αφού επιδιώκουμε όσο το δυνατότερο φτηνότερες εισαγωγές των πρώτων υλών και του αναγκαίου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ή και άλλων προϊόντων, για ένα μέρος των οποίων θα απαιτηθεί η πληρωμή τους σε ξένο συνάλλαγμα. Ενώ, ενδεχομένως να ακολουθηθούν, παράλληλα με τον αυστηρό έλεγχο του εισαγωγικού εμπορίου και μέτρα αποτροπής των εξαγωγών εγχωρίως παραγομένων, ή με ισχυρή εντόπια προστιθέμενη αξία, προϊόντων, τα οποία μπορούν να καλύπτουν ανάγκες της ελληνικής αγοράς (διατροφικά προϊόντα, φάρμακα, έτοιμα προϊόντα διύλισης καυσίμων κτλ). Αντίθετα, μια υποτίμηση είναι ανεπιθύμητη και κάθε πολιτική που θα οδηγούσε σε υποτίμηση αποκλείεται εξ αρχής. Με έξυπνες πολιτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις σε αυτό το πρώτο διάστημα και μέχρι τα πράγματα να πάρουν τον οριστικό τους δρόμο, θα ελεγχθεί η ισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και κυρίως στο εμπορικό ισοζύγιο, που είναι λογικό να αναμένονται κλυδωνισμοί και αναταράξεις εξ αιτίας των αντιδράσεων που θα προκληθούν ένεκα των πολιτικών αποφάσεων και ενδεχομένως να μην περιοριστούν αυτές στο πολιτικο-διπλωματικό πεδίο και γι’ αυτό οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι.

Ενώ λοιπόν, αποκλείεται εξ αρχής το «κλείδωμα» της ισοτιμίας στις εξωτερικές συναλλαγές της νέας δραχμής με ένα και μόνο νόμισμα αναφοράς και ειδικά το ευρώ, που δεν γνωρίζουμε την τύχη του, το αν θα ακολουθηθεί εξ αρχής μια πολιτική ελεύθερης ή ελεγχόμενης διακύμανσης του νέου νομίσματος, με περισσότερα νομίσματα αναφοράς ως προς τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, είναι καθαρά δευτερεύον -τεχνικού χαρακτήρα- ζήτημα και αφορά πρωτευόντως στην κατεύθυνση των πολιτικών και των στόχων που θα έχουν τεθεί προς υλοποίηση, και δευτερευόντως στις συνθήκες που τότε θα επικρατούν, από τις οποίες άμεσα θα επηρεαστεί, συνεπώς δεν μπορεί να προκαθοριστεί από τώρα. Μολονότι οι οικονομολόγοι αρέσκονται να ερίζουν περί αυτού, χωρίς να έχουν τα δεδομένα, οι πολιτικές σε σχέση με το νέο νόμισμα δεν μπορεί να ετεροκαθορίζονται με βάση «φαντάσματα», αλλά επί του πεδίου εφαρμογής αποκλειστικά και με γνώμονα την ταχύρρυθμη ανάκαμψη της παραγωγικής δραστηριότητας, στην κατεύθυνση της ευημερίας του πληθυσμού και της άμεσης αντιστροφής κάθε μέχρι τώρα αρνητικής εξέλιξης επ’ αυτού.

Οι πολιτικές επιλογές και οι στοχεύσεις

Έτσι, το ζήτημα είναι πως θα εξελιχθεί η οικονομία από το σημείο εκείνο και μετά.

Αν δηλαδή, θα εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και εξυπηρέτησης των ζωτικών αναγκών της κοινωνίας (παιδεία, υγεία, κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, ριζική καταπολέμηση της ανεργίας κτλ.) -όπως εμείς επιδιώκουμε- τα μέτρα που θα ληφθούν προς αυτήν την κατεύθυνση και τα αποτελέσματά τους.

Ή εάν η ίδια οικονομία θα παραδοθεί, για μια ακόμη φορά, στις βουλιμικές διαθέσεις των καρτέλ και στην αλόγιστη κερδοσκοπία τους, ή ακόμα όπως ενδεχομένως μια μερίδα της παρασιτικής ελίτ της χώρας επιδιώκει, αφού αντιλαμβάνεται σταδιακά, ότι και το δικό της συμφέρον αντιστοιχεί με την επιστροφή σε κάποιου είδους εθνικό νόμισμα, για να συνεχίσει να κερδοσκοπεί και να πλουτίζει σε βάρος της κοινωνίας, σε υποτιμητική κερδοσκοπία.

Ή τέλος, εάν η παραγωγή του χρήματος κατευθυνθεί -όπως σήμερα- στην εξυπηρέτηση του χρέους. Τότε και με το νέο νόμισμα θα υπάρξουν σοβαρότατα προβλήματα, τα ίδια, ή και πολύ χειρότερα από τα σημερινά. Για το λόγο αυτό πέραν του αδιαμφησβήτητου γεγονότος της παρανομίας του, η διαγραφή του χρέους αποτελεί αδήριτη ανάγκη -έτσι κι αλλιώς- και πάει μαζί ως ενιαία και αδιαίρετη λύση με το εθνικό νόμισμα.

Κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις διαφοροποιεί τους στόχους για τους οποίους επιδιώκεται η νομισματική κυριαρχία και συνεπώς την ακολουθητέα πολιτική, από αυτούς που θα κληθούν να την εφαρμόσουν.

Συνεπώς, πρέπει να τονίσουμε ξανά, ότι η μετάβαση σε εθνικό κρατικό νόμισμα είναι κατ’ εξοχήνπολιτικό ζήτημα και ζήτημα συσχετισμών, όπου μόνο με ρηξικέλευθες πολιτικές αποφάσεις μπορεί να υλοποιηθεί, δίχως κλυδωνισμούς και προβλήματα.

Δευτερευόντως -μόνο- είναι «οικονομικό», δηλαδή τεχνοκρατικό ζήτημα. Και αυτό, διότι τα πάντα εξαρτώνται από τους στόχους που τίθενται για να επιτευχθούν και τα συμφέροντα τα οποία τελικά θα εξυπηρετηθούν. Είναι πρωτίστως η πίστη και η αποφασιστικότητα στις εθνικές και στις κοινωνικές προτεραιότητες που θα κατευθύνουν τις ακολουθητέες πολιτικές. Τι πρέπει να υλοποιηθεί ταυτόχρονα μαζί με άλλα. Κατόπιν, τι θα θεωρηθεί πρωτεύον και πρέπει να επιτευχθεί εκ των ων ουκ άνευ και τι δευτερεύον, που μπορεί και να περιμένει, ή ακόμη και να αγνοηθεί στην πρώτη και πλέον «επικίνδυνη» φάση της μετάβασης.

Και όλα αυτά αφορούν αποκλειστικά σε ένα ευρύ πλέγμα συνδυαζόμενων προαποφασισμένων πολιτικών δράσεων, οι οποίες θα υλοποιούνται -de facto εντός εχθρικού πεδίου και υπονομευμένου περιβάλλοντος- με ρυθμούς τέτοιους, έτσι ώστε η νέα δημοκρατική - πατριωτική εξουσία (δηλαδή, αυτός που τις σχεδιάζει και τις υλοποιεί), να βρίσκεται πάντα μερικά βήματα μπροστά και να διατηρεί το πλεονέκτημα και την πρωτοβουλία των κινήσεων, σηματοδοτώντας ριζική ανατροπή των δεδομένων, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Με τους τεχνοκράτες οικονομολόγους, που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές σκέψης, να διαμαρτύρονται και να προβλέπουν «καταστροφές», εκεί που η πολιτική - εθνική στόχευση θα επιτυγχάνει.

Έτσι, η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των οικονομολόγων, για καθαρά τεχνικά ζητήματα, όπως για το θέμα της ισοτιμίας του με άλλα νομίσματα και το αν πρέπει να υποτιμηθεί, ή όχι, είναι στον αέρα. Ακόμα περισσότερο, όταν ορισμένοι προβληματίζονται εάν μπορεί να αποφευχθεί μια υποτίμηση, η οποία μάλιστα θα έλθει να προσθέσει περαιτέρω καταστροφές σε αυτές που ήδη έχουν προκληθεί και συνεχίζουν να προκαλούνται από τις πολιτικές της εσωτερικής -λεγόμενης- υποτίμησης. Επιπρόσθετα, όταν δεν λείπουν εκείνοι που θεωρούν μια σημαντική υποτίμηση του νέου νομίσματος αναπόφευκτη και την βλέπουν ως προσωρινό κακό, ενώ πολλοί την θεωρούν ταυτόχρονα επιθυμητή, διότι -έτσι πιστεύουν- τα ελληνικά προϊόντα θα γίνουν ανταγωνιστικά στις εξωτερικές αγορές.

Όμως οι εμφανιζόμενοι ως ειδήμονες δεν ξεκαθαρίζουν τις πολιτικές προτεραιότητες, ενώ αγνοούν -διότι αδυνατούν να προβλέψουν-, ποιες θα είναι οι πραγματικές συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθεί την εποχή, που θα αποφασιστεί η μετάβαση στο νέο εθνικό κρατικό νόμισμα, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ή πολύ περισσότερο, τις συνθήκες που θα δημιουργηθούν εσκεμμένα, ή κατά συνέπεια των πολιτικών μέτρων από μια πατριωτική - δημοκρατική κυβέρνηση τότε. Ακόμη, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, αν όλοι όσοι μιλούν για εθνικό νόμισμα εννοούν ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Ακόμα και αύριο το πρωί να υπάρξει μια τέτοια απόφαση ρήξης με τους δανειστές και αποχώρησης από την ευρωένωση, το σκηνικό θα διαμορφωθεί εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα βιώνουμε. Αγνοούν, ή παραβλέπουν τις σφοδρές αναταράξεις που θα προκληθούν στις διεθνείς αγορές και κυρίως στην ευρωζώνη, μετά από μια τέτοια μονομερή από την πλευρά μας απόφαση. Δεν μπορούν να συνυπολογίσουν, ακόμα κι ένα ενδεχόμενο ντόμινο αμφισβήτησης του ευρώ και αποχωρήσεων και άλλων χωρών και τελικά ποια θα είναι η αξία του ευρώ τότε, ακόμη κι αν θα υπάρχει κιόλας.

Γεγονός είναι, ότι τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό τα πάντα θα είναι διαφορετικά απ’ ό,τι είναι σήμερα, χωρίς να είναι δυνατό να τα προσδιορίσουμε από τώρα επακριβώς..

Μόνο ενδεχόμενα σενάρια μπορούμε να επεξεργαζόμαστε, για να μπορούμε να προσεγγίζουμε με σχετική ασφάλεια τις μεταξύ τους εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις και αφού έχουν ξεκαθαριστεί πρώτα και πλήρως οι στρατηγικής σημασίας πολιτικές στοχεύσεις. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, πολλοί αρκούνται στις προβλέψεις μέσω των εγχειριδίων και τις εκ της δικής τους πεποιθήσεως ερμηνείες που δίδουν σε όσα αναφέρονται σε αυτά.

Όμως, είναι ακριβώς αυτή η σύγχυση σε σχέση με τη στρατηγική στόχευση, η άγνοια των δεδομένων που η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής θα προκαλέσει και η αντικειμενική αδυναμία πρόβλεψης εξαιρετικών καταστάσεων, που έστω και υποσυνείδητα αντιλαμβάνονται οι πολίτες, τους φοβίζουν κι έτσι βρίσκει έδαφος η προπαγάνδα και η καταστροφολογία των ευρωλάγνων. Γι’ αυτό ακριβώς, κατά τη γνώμη μου, είναι ματαιοπονία -με τον τρόπο που γίνεται- η προσπάθεια, να πεισθεί ο κόσμος για κάτι που εν προκειμένω βρίσκεται στον αέρα με την προβολή τεχνικών λεπτομερειών και η ενασχόληση με αυτές, που αφορούν μόνο στους ειδικούς και τη στιγμή κατά την οποία θα συμβαίνουν τα γεγονότα και που έτσι το ένστικτο του απλού ανθρώπου τον οδηγεί να στέκεται αρνητικά.

Δίχως λοιπόν, να υπάρχουν δεδομένα, με ευθεία προβολή στο μέλλον των υπαρχουσών σήμερα συνθηκών στο εσωτερικό της χώρας και των εικασιών μόνο, για τους τρόπους αντίδρασης των μηχανισμών της ευρωένωσης, αλλά και των διαφόρων άλλων κρατών εκτός αυτής, καθώς και των γεωπολιτικών επιπτώσεων, κάθε αντίστοιχη άποψη που διατυπώνεται ως προς την εξωτερική ισοτιμία του νέου νομίσματος και της διαχείρισής της, την ενδεχόμενη (ή σίγουρη για κάποιους) υποτίμηση και τον προβλεπόμενο πληθωρισμό, κινδυνεύει να αποδειχτεί εντελώς ανεδαφική.

Δεν κατανοούν, οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιες -καθαρά τεχνοκρατικού τύπου- συζητήσεις με πολλές άγνωστες παραμέτρους, ότι δεν μπορούν να αγνοούν το πολιτικό διακύβευμα, τις στρατηγικές στοχεύσεις και τις τότε συνθήκες που θα επικρατήσουν, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα, που θα προκληθούν από την ίδια την πολιτική απόφαση και την έναρξη της διαδικασίας μετάβασης σε εθνικό κρατικό νόμισμα. Αλλά, προβάλλοντας αποκλειστικά τις τεχνοκρατικές πλευρές του θέματος, ωσάν οι ριζικές μεταβολές συμβούν εντός δοκιμαστικού σωλήνα και κάνοντας παραδοχές με βάση αυτά που οι ίδιοι έχουν στο μυαλό τους και για τις οποίες μάλιστα διαφωνούν μεταξύ τους, συμβάλλουν στη σύγχυση και τη δημιουργία ανασφάλειας στους απλούς ανθρώπους και στην καλλιέργεια πάσης φύσεως φοβιών. Φοβιών και αμφιβολιών, που υποκαθιστούν στο κοινωνικό υποσυνείδητο την παντελή έλλειψη επιχειρημάτων από την πλευρά των θιασωτών της άνευ όρων παραμονής μας στο ευρώ, δικαιώνοντας τους σε αυτή τους την άλογη και καθ’ όλα ύποπτη εμμονή.

Στην πράξη αποδεικνύεται, ότι κάθε τέτοια συζήτηση -με τον τρόπο που γίνεται- στερείται επιστημονικής βάσης, αφού στηρίζεται -στην ουσία της- σε εικασίες και αποτελεί «αναμάσημα» των θεωριών που ακολουθούν οι διάφορες σχολές σκέψης στην οικονομολογία. Γι’ αυτό είναι και δύσκολη η κατάληξη σε κοινά αποδεκτά συμπεράσματα.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα από τη διαφορετικότητα των απόψεων, όπως αυτές παρουσιάζονται, υποκρύπτεται η διαφορετική αντίληψη εξ αιτίας υπόρρητων ιδεολογικοπολιτικών προσεγγίσεων, αν όχι και συμφερόντων που εξυπηρετούνται, που καλύπτονται από μια επίφαση επιστημονικοφάνειας. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν όλοι αυτοί οι καθηγητές της οικονομίας, που παρελαύνουν συχνότατα από τα ΜΜΕ, για να υπερασπιστούν με αφοριστικό πάθος -και χωρίς το παραμικρό επιχείρημα- την πάσει θυσία παραμονή μας στο ευρώ, έχοντας πάρει καταφανώς εδώ και πολύν καιρό διαζύγιο από την επιστήμη, που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Εδώ σε αυτές τις κραυγαλέες περιπτώσεις, η πολιτική σκοπιμότητα, αλλά και το προσωπικό συμφέρον, αφού οι περισσότεροι απ’ αυτούς εργάζονται για λογαριασμό των τραπεζών, είναι που καθοδηγούν αποκλειστικά τη σκέψη και το δημόσιο λόγο τους.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι δεν αναγνωρίζω τη διαφορά στην αντίθετη πλευρά και ότι αμφισβητώ την επιστημονική επάρκεια και το ήθος των συμμετεχόντων σε τέτοιου είδους συζητήσεις, από τη σκοπιά της υπεράσπισης της υπόθεσης του εθνικού νομίσματος. Κάθε άλλο μάλιστα! Πολύ περισσότερο, αφού έχει αποδειχθεί πια και στον τελευταίο, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Συνεπώς κατ’ αρχήν έχουν δίκιο και βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια από τους ευρωλάγνους. Θεωρώ όμως, ότι η αγωνία που προκύπτει από την ανάγκη να δοθούν πειστικές απαντήσεις στον απλό κόσμο, χειραγωγούμενο εν πολλοίς από την προπαγάνδα του καθεστώτος και τους καταστροφολογούντες ευρωλάγνους, μερικές φορές τους παρασύρει.

Ωστόσο, η προσπάθεια «ουδετεροποίησης» και «αφυδάτωσης» από κάθε κοινωνικό, άρα πολιτικό περιεχόμενο της υπόθεσης της νομισματικής κυριαρχίας και του εθνικού νομίσματος, υποβιβάζοντας τη σε καθαρά τεχνοκρατικό επίπεδο, είναι από μόνη της μια δίχως επιστημονικό υπόβαθρο αντίληψη και συνεπώς άκρως λανθασμένη και αντί να ξεκαθαρίζει τα πράγματα τα συγχέει περισσότερο.

Δεν υπάρχει ουδέτερη πολιτική, ούτε ουδέτερη τεχνοκρατική λύση σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Και το νόμισμα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικοκοινωνικό ζήτημα. Ζήτημα κυριαρχίας και δημοκρατίας, δηλαδή εξουσίας και συσχετισμών περί αυτήν! Άρα και ο οικονομολόγος τεχνοκράτης που θα κληθεί να εφαρμόσει αυτήν την πολιτική δεν μπορεί να είναι ουδέτερος.

Η ουδετερότητα στην πολιτική, όπως και στην επιστήμη είναι απάτη! Το κατά παραγγελία φασόν στην επιστήμη -κάθε επιστήμη- δεν υπάρχει, διαφορετικά είναι κάτι άλλο. Μπορεί να είναι και σκέτος κομπογιαννιτισμός, επενδυμένος με ιλουστρασιόν δημοσιεύσεις περίτεχνων αναλύσεων, φορτωμένων με ακαταλαβίστικα διαγράμματα μελλοντικών ευθειών προβολών και με σοφιστικέ πλην αφοριστικές διαπιστώσεις. Στην πράξη όμως κάθε φορά, υπηρετείται συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα κι ας μη γίνεται αυτή άμεσα αντιληπτή από τους ανυποψίαστους πολίτες.

Η περίφημη -και καθόλου ουδέτερη- ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική) ακριβώς σε αυτή την υποτιθέμενη «ουδετερότητα», που η οποιαδήποτε παρέκκλιση απ’ αυτήν παραβιάζει το «φυσικό» νόμο, στηρίχθηκε ιδεολογικά για να επικρατήσει.

Έτσι, οι επί χρήμασι θεραπαινίδες του αγοραίου «έρωτα» με τον υποτιθέμενο ελεύθερο ανταγωνισμό, στο πλαίσιο μιας εξ ίσου υποτιθέμενης ελεύθερης και τάχα αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, μια ληστοσυμμορία μαφιόζων, αποτελούμενη από «επιχειρηματικά» παράσιτα και από ανέραστους «τραπεζίτες» και «χρηματιστές», με τα τσιράκια τους εξωνημένους γυμνοσάλιαγκες, πολιτικούς, καθηγητές της οικονομολογίας και πληρωμένους «κονδυλοφόρους» των μέσων μαζικής εξαπάτησης, φρίττουν ακόμα και στη φευγαλέα σκέψη μιας ανεξάρτητης, κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας με στόχευση αποκλειστικά την ευημερία της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η ευημερία μιας κοινωνίας -στην ολότητά της-, παραβιάζει το «φυσικό» νόμο, που τυχαίνει στην περίπτωση να είναι ο νόμος της μαφίας!

Δεν υπάρχει εναλλακτική για τους διεστραμμένους «καθηγητάδες»! Αυτού του αισχίστου είδους σαπρόφυτα, τους τεμπέληδες και «βολεψάκηδες» -φύσει και πεποιθήσει- που αρκούνται και εξαντλούν την επιστημοσύνη τους στη μελέτη τρόπων ακόμα μεγαλύτερης κερδοσκοπίας εντός της παγκόσμιας μπαρμπουτιέρας, που αποκαλούν «αγορές», για λογαριασμό των αφεντικών τους! Εφευρέτες του πιο σιχαμερού αντικείμενου αυτοϊκανοποίησης κάθε έκφυλου και ανώμαλου ανθρωποφάγου, του ευρώ!

Νέοι Μένγκελε, διαπρέπουν στην «κοινωνική ευγονική». Επιστήμονες πράγματι επιπέδου Νόμπελ στη διαστρέβλωση της αλήθειας, στην κομπίνα, στη λοβιτούρα και σε πάσης φύσεως ειδεχθές έγκλημα, με σκοπό τη βίαιη επιβολή της πιο απάνθρωπης και ματαιόδοξης εξουσίας τους, δια της υφαρπαζόμενης από το μόχθο των απλών ανθρώπων υπεραξίας, μετασχηματιζόμενης, ταχυδακτυλουργικά, σε δάνειο χρήμα και σε τόκο επάνω σ’ αυτό.

Είναι φανερό -περισσότερο από ποτέ- ότι κάθε πολιτική και ειδικά η οικονομική πολιτική, φέρει το βάρος της εξυπηρέτησης των συμφερόντων γι’ αυτούς που ασκείται, στρεφόμενη πολλές φορές -και κατά κανόνα- εναντίον άλλων ομάδων συμφερόντων. Συνεπώς και μια πολιτική μετάβασης σε εθνικό νόμισμα εξαρτάται απόλυτα από το ποιοι και για ποιους θα την ακολουθήσουν. Ποιων τα συμφέροντα επιβάλλουν αυτόν τον τόσο διαφορετικό δρόμο που προτείνεται να ακολουθηθεί.

Αυτά είναι τα κυρίαρχα ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν πρώτα. Όσο αυτά δεν απαντώνται, τόσο οι προτάσεις για εθνικό νόμισμα θα μένουν στον αέρα και δεν θα πείθουν. Ο κόσμος ακούει με περιέργεια και ενδιαφέρον τους τεχνοκράτες να του αναλύουν, καταλαβαίνει, ή δεν καταλαβαίνει τι του λένε, συνήθως μένει μπερδεμένος, μπορεί να εντυπωσιάζεται από τη φαινόμενη εμβρίθεια των γνώσεων τους, αλλά δεν ψάχνει για τέτοιους. Ο κόσμος ψάχνει εναγωνίως για έντιμους ηγέτες να του δείξουν το δρόμο και να τον βγάλουν από τα σημερινά καταστροφικά αδιέξοδα.

Φυσικά η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας είναι το πρώτο βήμα και η αφετηρία. Όμως, από εκεί και μετά όλα είναι ανοικτά. Διότι εντελώς διαφορετική νομισματική πολιτική θα ακολουθήσεις, ακόμα και στο ζήτημα της ισοτιμίας του νέου νομίσματος και της ενδεχόμενης υποτίμησής του, εάν θέλεις να εξυπηρετήσεις τα συμφέροντα μιας μερίδας της παρασιτικής ελίτ, που αρχίζει να αντιλαμβάνεται, ότι δεν την συμφέρει η παραμονή στο ευρώ. Και αυτό ακριβώς είναι ένα από τα κύρια που φοβάται ο κόσμος.

Ενώ, εντελώς διαφορετικά θα κινηθείς στην περίπτωση υπεράσπισης των συμφερόντων της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε αυτή την περίπτωση, αλλάζουν ριζικά οι στόχοι, οι προτεραιότητες, αλλά και -συνεπώς- το είδος της ακολουθητέας πολιτικής, μετά το κοινά αναγκαίοπρώτο βήμα. Ίσως αυτή η δεύτερη περίπτωση να βρίσκεται εκτός προβλέψεων των εγχειριδίων της «σύγχρονης» οικονομολογίας!

Είναι άλλο πράγμα να αφήσεις το νέο νόμισμα στα χέρια των ιδιωτών τραπεζιτών και εντελώς διαφορετικό η καθιέρωση εθνικού -καθαρά κρατικού χαρακτήρα- νομίσματος με το ελληνικό δημόσιο μοναδικό και απόλυτο κυρίαρχο στην άσκηση της νομισματικής και των συνακόλουθων πολιτικών. Κι αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με πράξεις κυριαρχίας. Το εάν αυτό γίνεται, ή δεν γίνεται δεν αφορά στην οικονομική, ή και τη νομική επιστήμη, αλλά στους υπάρχοντες συσχετισμούς και στη δυνατότητα ανατροπής τους.

Προφανώς, θα επιλέξεις την υποτίμηση του νέου νομίσματος, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις αξίες των παγίων περιουσιακών στοιχείων και των αμοιβών της εργασίας, ή ακόμα χειρότερα θα επιδιώξεις την ακόμα μεγαλύτερη καταρράκωσή τους, εάν αυτό που σε ενδιαφέρει είναι να προσελκύσεις το ενδιαφέρον για επενδύσεις εύκολου και γρήγορου κέρδους σε παρασιτικές υπηρεσίες, όπως real estate κτλ με το πρόσχημα της ανταγωνιστικότητας. Μια πολιτική που, εξ άλλου, ακολουθείται με συνέπεια τα τελευταία μνημονιακά χρόνια διά μέσου της εσωτερικής υποτίμησης, αφού το ευρώ δεν υποτιμάται (τουλάχιστον έτσι νομίζουν ορισμένοι).

Αντίθετα, μάλλον θα επιλέξεις πολιτικές σταθεροποίησης και ισχυροποίησης του νέου νομίσματος, αν αντί της άλογης «εξωστρέφειας», σκοπεύεις να ανακτήσεις την εγχώρια αγορά, να χτυπήσεις τα -ξένα κατά κανόνα- μονοπώλια, που τη λυμαίνονται και να προχωρήσεις σε ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση και στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας μέσω της παραγωγικότητας και της καινοτόμου παραγωγής. Όχι βέβαια γιατί δεν μας ενδιαφέρουν οι εξαγωγές και οι άλλες συναλλαγματοφόρες δράσεις, κάθε άλλο, αλλά αυτές έπονται του κυριαρχικού στόχου.

Είναι μια διαφορετική κατάσταση και απαιτεί τις αντίστοιχες πολιτικές, εάν επιλέξεις το -ενδεχομένως δόκιμο για μεγάλες οικονομίες- «φορντικό» μοντέλο για την παραγωγική ανασυγκρότηση, ή αντίθετα, επικεντρωθείς στη στήριξη του παραδοσιακού, αλλά καθόλου ξεπερασμένου για μικρές χώρες όπως η Ελλάδα με αυτό το ντελικάτο περιβάλλον, ευέλικτου «ελληνικού» μοντέλου του μικρού και του μεσαίου παραγωγού, το οποίο ο νεόκοπος, ημιμαθής, ή συμφεροντολόγος, νεοφιλελεύθερος «δεξιός», ή «αριστερός» σιχτηρίζει!.

Θα αναρωτηθεί τώρα κάποιος, μα είναι άχρηστοι οι οικονομολόγοι, οι θεωρίες τους, οι μετρήσεις, οι τεχνικές αναλύσεις, τα διαγράμματα, τα μοντέλα και τα σενάρια που εκπονούν; Όχι βέβαια! Γιατί λοιπόν να μην τους ρωτήσουμε για το πως του όλου εγχειρήματος, στη λεπτομέρειά του;

Βεβαίως να τους ρωτήσουμε και τους ρωτάμε, αλλά κατ’ αρχή πρέπει να απαντήσουν, σύμφωνα με τα παραπάνω, ποια πολιτική ακριβώς είναι διατεθειμένοι να υπηρετήσουν και να συμφωνήσουν μεταξύ τους πάνω σε αυτήν.

Όμως πέραν του γεγονότος, ότι κατέχουν ρεκόρ αποτυχίας στις προβλέψεις τους, είναι απολύτως χρήσιμοι! (Συγνώμη για το πικρόχολο πλην αληθές σχόλιο, διότι ακριβώς και επιπρόσθετα προσπαθούν να προσεγγίσουν τα οικονομικά φαινόμενα εκτός του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος εντός του οποίου συμβαίνουν, ενώ υπάρχει απόλυτη αλληλεπίδραση και δεν είναι η ώρα να διαφωνούμε για το ποιος έκανε πρώτα, το αυγό την κότα, ή η κότα το αυγό!). Αλλά είναι χρήσιμοι, αν όχι εντελώς απαραίτητοι, στην ορθολογική υλοποίηση των προειλημμένων πολιτικών αποφάσεων, που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων. Ωστόσο, δεν είναι οι οικονομολόγοι και οι άλλοι τεχνοκράτες, που θα καθορίσουν τους στόχους και τις αποφάσεις που οδηγούν σε αυτούς, τις οποίες βεβαίως καλούνται να υποστηρίξουν σε τεχνικό επίπεδο. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα έλθουν να επιβεβαιώσουν επιπρόσθετα, σε θεωρητικό επίπεδο -εμπλουτίζοντας το εγχειρίδιό τους- την ορθότητα των πολιτικών αποφάσεων, εφ’ όσον οι υπόρρητες ιδεολογικοπολικές τους αντιλήψεις συμφωνούν με τους προκαθορισμένους και επιτυγχανόμενους κάθε φορά πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους. Διαφορετικά θα είναι πάντα απέναντι, αφού δεν θα εξυπηρετούνται οι δικές τους υπόρρητες αντιλήψεις και οι προτεραιότητες με βάση αυτές!

Δεν υπάρχουν μη υλοποιήσιμοι πολιτικοί στόχοι, για να απορριφθούν με επιστημονική τεκμηρίωση. Διότι η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, όπως ισχυρίζονται οι ημιμαθείς «βολεψάκηδες» και οι ανίκανοι για στοιχειώδη πρωτοβουλία, αλλά προπαντός η δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων, προκειμένου να προωθηθούν οι οραματικοί στόχοι που προς στιγμή φαντάζουν ανέφικτοι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Ζαν Μονέ. Κι εδώ οι τεχνοκράτες -οικονομολόγοι και άλλοι- έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν, αλλά σε δεύτερο και χαμηλότερο επίπεδο, αυτό της υλοποίησης κάτω από την καθοδήγηση και τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας.

Γι’ αυτό, ένας έντιμος πολιτικός με εμπειρία, που έχει συνάμα την ιδιότητα του οικονομολόγου και επιπρόσθετα γνωρίζει την ιστορία, διαθέτει σημαντικό πλεονέκτημα, αφού η ιστορική γνώση και ο συνδυασμός των δύο ιδιοτήτων (πολιτικού - οικονομολόγου), του επιτρέπουν, πέραν της αναγκαίας ανάλυσης, να συνθέτει έξυπνα τις πολύπλοκες πολιτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται, θέτοντας τις ορθές προτεραιότητες, η αντιστροφή των οποίων μπορεί να οδηγήσουν σε εκτρωματικές καταστάσεις. Καθώς επίσης, να αντιλαμβάνεται πολύ πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο βάθος, ακόμα και ανεπαίσθητες μεταβολές στο οικονομικό πεδίο, που μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις στον κοινωνικοπολιτικό χώρο και αντιστρόφως, εκτρέποντας την προσπάθεια υλοποίησης των προκαθορισμένων στόχων και αναλύοντάς τες, να τις προλαμβάνει έγκαιρα με διορθωτικές, έξυπνες, πολλές φορές «εκτός εγχειριδίου» παρεμβάσεις.

Ένα τέτοιο ηγέτη χρειάζεται σήμερα ο τόπος! Μια ηγεσία που να ξέρει τι θέλει και πως θα το κάνει. Από τεχνοκράτες είμαστε υπερπλήρεις!

Επιστρέφοντας στη δική μας πρόταση

Ας δούμε όμως τι θα συμβεί με απλά λόγια και με κοινή λογική, εάν -αμέσως μετά τη διαγραφή των χρεών και την καθιέρωση του εθνικού κρατικού νομίσματος-, προχωρήσουμε και δώσουμε αυξήσεις σε κάθε είδους εισόδημα κυρίως σε μισθούς και σε συντάξεις εξ αρχής και μη περιμένοντας πρώτα την αύξηση του ΑΕΠ. Ας το δούμε με ένα παράδειγμα, που μου ανέφερε πέρσι ένας φίλος -ο Αλέξανδρος- σε μια ανταλλαγή απόψεων μαζί του. Είναι αρκούντως παραστατικό:

Ας πούμε ότι έχουμε μια καφετέρια, το επενδυμένο κεφάλαιο που υπάρχει ήδη έχει τη δυνατότητα παραγωγής π.χ. 500 καφέδων την ημέρα. Λόγω της κρίσης παράγει μόνο 200 καφέδες, αφού ενώ υπάρχουν και άλλα άτομα που θα ήθελαν να πιούν καφέ δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Η καφετέρια φυτοζωεί και την πνίγουν τα χρέη, ενώ το επενδυμένο κεφάλαιο απαξιώνεται όλο και πιο πολύ κάθε μέρα που περνάει, μέρος του προσωπικού απολύεται (ανεργία) και η καφετέρια κινδυνεύει με οριστικό «λουκέτο».

Με την παροχή εισοδήματος θα δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς, που μέχρι τώρα δεν είχαν τη δυνατότητα, να προσέλθουν να πιούν καφέ. Αυτό σημαίνει ότι το κεφάλαιο της καφετέριας θα παράξει άμεσα περισσότερο πλούτο. Περισσότερα χρήματα θα εισέρχονται στο ταμείο που θα αντιστοιχούν σε περισσότερο πλούτο. Μαζί με την απαλλαγή του από τα χρέη που του δημιουργήθηκαν από την «κρίση», πολύ σύντομα ο ιδιοκτήτης της καφετέριας θα αντιληφθεί, ότι προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση θα πρέπει να προσλάβει πίσω το προσωπικό που είχε αναγκαστεί να απολύσει και θα το κάνει βλέποντας τον τζίρο να αυξάνεται, τα κέρδη του να μεγαλώνουν και να δημιουργούνται προοπτικές αντί για εξυπηρέτηση 500 πελατών την ημέρα, να μπορεί να εξυπηρετήσει 1.000 πελάτες (άρα θα μπορεί να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις και να προσλάβει περισσότερο προσωπικό).

Μέχρι τότε δεν έχει κανένα λόγο να αυξήσει τις τιμές και να δημιουργήσει πληθωρισμό, ενώ το νόμισμα δεν έχει κανένα λόγο να υποτιμηθεί. Φυσικά, αν αντί για την δυνατότητα εξυπηρέτησης 1.000 πελατών το διαθέσιμο εισόδημα φτάσει για την ικανοποίηση ας πούμε 10.000, ενώ το επενδυμένο κεφάλαιο στην καφετέρια αρκεί μόνο για τους 1.000, τότε ναι βεβαίως, θα υπάρξει πληθωρισμός, αφού ο ιδιοκτήτης της καφετέριας θα αυξήσει τις τιμές και θα πει πχ 50 ευρώ ο καφές κι όποιος έχει. Γι’ αυτό η αύξηση των εισοδημάτων οφείλει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου.

Στο παράδειγμα της καφετέριας όμως, σύντομα θα υπάρξει και άλλο πρόβλημα. Θα τελειώσει ο καφές που είναι εισαγόμενο είδος. Τότε πρέπει να εξευρεθεί το αναγκαίο συνάλλαγμα για την αγορά του καφέ και των άλλων πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της καφετέριας (και φυσικά για ολόκληρη την εθνική οικονομία).

Με δεδομένο το γεγονός ότι το έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο δεν είναι μεγάλο και μάλιστα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία υπερκαλύπτεται από πλεονάσματα που δημιουργούνται από άλλες δραστηριότητες (π.χ. μεταφορές, τουρισμός), τότε το πρόβλημα περιορίζεται και μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Π.χ. με διακρατικές συμφωνίες -που σήμερα η ΕΕ δεν τις επιτρέπει-, με συμφωνίες κλίρινγκ και εξεύρεση εναλλακτικών πηγών προμήθειας καυσίμων, πρώτων υλών, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κτλ. Εάν μάλιστα χρησιμοποιηθούν τα υπάρχοντα αποθεματικά στις τράπεζες κτλ σε ευρώ, τότε τουλάχιστον μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα αυτά, θα μπορούν οι προμήθειες αυτές βασικών ειδών να εξυπηρετούνται σε σκληρό συνάλλαγμα. Και γνωρίζουμε πολύ καλά από τα επίσημα στοιχεία, ότι τα αποθεματικά αυτά σε ρευστό και σε άμεσα ρευστοποιήσιμους τίτλους, που έχουν στην κατοχή τους οι τράπεζες και είναι σήμερα δεσμευμένοι από την ΕΚΤ, οι οποίοι με την απεμπλοκή μας από την ΕΕ απελευθερώνονται, επαρκούν για τουλάχιστον τρία χρόνια, ακόμα και αν παγώσουν ολοκληρωτικά οι συναλλαγές μας με το εξωτερικό. Δηλαδή, εάν κανένας τουρίστας δεν έλθει στην Ελλάδα, κανένα εμπορικό πλοίο δεν δέσει σε ελληνικό λιμάνι, κανένα αεροπλάνο δεν προσγειωθεί σε ελληνικό αεροδρόμιο, καμία εξαγωγή προϊόντος να μην πραγματοποιηθεί. Πράγμα βεβαίως εντελώς αδύνατο να συμβεί, έστω κι αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξουν ισχυρά αντίμετρα από πλευράς δανειστών, τους οποίους όμως δεν θα έχουμε πια μεγάλη ανάγκη απευθυνόμενοι πλέον στο σύνολο του πλανήτη για σχέσεις και συναλλαγές και όχι αποκλειστικά εντός του πλαισίου της ευρωένωσης που μας έχει καθαιμάξει.

Εδώ η πολυπολικότητα και η παγκοσμιοποίηση έρχεται να βοηθήσει τις διαδικασίες απεξάρτησης μας και της ακολουθίας μιας ανεξάρτητης και πολυδιάστατης πολιτικής, από μια μικρή χώρα η οποία λόγω του μεγέθους της μπορεί να διαθέτει την ευελιξία, που στερούνται οι μεγάλες οικονομίες. Ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση της οικονομίας και τους ρυθμούς ανάπτυξής της, που θα επιτυγχάνει ανασυγκροτούμενη, θα σταθεροποιείται και το νέο εθνικό νόμισμα και -αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται- μάλλον υπερτιμητικές τάσεις θα δεχθεί, όταν η νέα δημοκρατική - πατριωτική κυβέρνηση θα αποφασίσει την έκθεσή του στις διεθνείς χρηματαγορές.

Επίλογος

Συνοψίζοντας, με τη διαγραφή τόσο του εξωτερικού χρέους της χώρας, τη «σεισάχθεια» των ιδιωτικών χρεών, την καθιέρωση εθνικού κρατικού νομίσματος, είναι δυνατό από την πρώτη ημέρα κιόλας, να υπάρξει εμφανής βελτίωση κάθε οικονομικού μεγέθους. Με πρώτο εργαλείο -αλλά όχι το μοναδικό- την αποκατάσταση των εισοδημάτων. Όχι μόνο για την ανακούφιση του πληθυσμού, αλλά κυρίως για καθαρά οικονομικούς λόγους αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της δημιουργίας τζίρου στην αγορά. Προφανώς, δεν είναι δυνατό να κοπεί απεριόριστο χρήμα, έστω και ηλεκτρονικό, διότι θα προκληθούν σοβαρές παρενέργειες και ανισορροπίες.

Είναι όμως δυνατό να αποκατασταθούν τα εισοδήματα στα προ μνημονίων επίπεδα χωρίς σοβαρά προβλήματα. Αφού, πρώτα με τη διαγραφή του χρέους θα σταματήσει άμεσα η αφαίμαξη της οικονομίας από κάθε πόρο, που τώρα κατευθύνεται αποκλειστικά στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών και που θα μπορεί πλέον να κατευθυνθεί στην αύξηση των εισοδημάτων, των δημοσίων δαπανών για υγεία, παιδεία κοινωνική πρόνοια και στην παραγωγική ανασυγκρότηση μέσω των δημοσίων επενδύσεων. Μόλις πρόσφατα ο ΣΕΒ υπολόγισε ότι θα χρειαστούν επενδύσεις τουλάχιστον 100 δις ευρώ για την ανάκαμψη της οικονομίας. Που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα; Ποιος θα έλθει να ρίξει τόσα λεφτά σε αυτή τη χώρα; Και γιατί δεν το έκανε μέχρι τώρα; Διότι μόνο ένα ανεξάρτητο κράτος, που διατηρεί τη νομισματική του κυριαρχία μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τέτοιου μεγέθους παραγωγικές επενδύσεις.

Μαζί με τις επενδύσεις αυτές, είναι η αύξηση των εισοδημάτων που θα δημιουργήσει τζίρο στην αγορά που είναι επίσης προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη.

Όμως, όπως γίνεται αντιληπτό, υπάρχει κάποιο κρίσιμο σημείο, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί δίχως αρνητικές συνέπειες. Είναι το σημείο εκείνο που το εκδιδόμενο χρήμα παύει να ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας, τις πραγματικές της ανάγκες, ή την εύλογη προσδοκία αύξησης των μεγεθών της και κυρίως αυτό της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις και ανεπιθύμητο αποθησαυρισμό. Έτσι, πέραν του δημιουργικού αρχικού σοκ που θα προκληθεί με την αποκατάσταση των εισοδημάτων στο επίπεδο της προ μνημονίων εποχής, και την απαλλαγή από το βάρος του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, που θα τονώσουν δραστικά την εσωτερική αγορά και θα δώσουν ώθηση στην ανάκαμψη, περαιτέρω αύξηση εισοδημάτων θα υπάρξει σταδιακά και αναλογικά με την επιτυγχανόμενη οικονομική ανάπτυξη, μέσω της επιδιωκόμενης παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Φυσικά, ταυτόχρονα απαιτείται να ληφθεί σειρά άλλων υποστηρικτικών μέτρων και πολιτικών προστασίας της εγχώριας παραγωγής και της απαλλαγής της εγχώριας επίσης αγοράς από τα καρτέλ, έτσι ώστε το όλο εγχείρημα να αποβεί επιτυχές και μάλιστα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.

Τελικός στόχος είναι, να εισέλθουμε το ταχύτερο δυνατό σε αναστροφή της δημογραφικής κατάρρευσης και σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης με απορρόφηση του συνόλου της ανεργίας, με αξιοπρεπείς αμοιβές που θα εκκινήσουν από τα προ μνημονίων επίπεδα και θα αυξάνονται ανάλογα με τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Μόνον έτσι θα αποφευχθεί η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος και ο ενδεχόμενος πληθωρισμός που κραδαίνεται ως φόβητρο από τους ευρωλάγνους. Ενώ αντίθετα είναι η εσωτερική υποτίμηση και ο αποπληθωρισμός που οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερες καταστροφές, που αποσιωπώνται και δεν μας δίνεται το παραμικρό επιχείρημα πως μέσα στο υπάρχον καθεστώς θα μπορέσει αυτή η πορεία να αναστραφεί..

Ο στόχος αυτός, όπως τον θέτουμε, είναι απόλυτα ρεαλιστικός και εφικτός, εφ’ όσον τηρηθεί το σχέδιο υλοποίησης των πολιτικών που απαιτούνται. Το ότι δεν μπορούμε να γίνουμε εκατομμυριούχοι σε μια μέρα δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε πολύ καλύτερα από την πρώτη κιόλας ημέρα.

Η διαγραφή του συνόλου του χρέους συνοδευόμενη με την έξοδο από την ευρωένωση και την καθιέρωση εθνικού κρατικού νομίσματος, μαζί με τη ριζική αλλαγή του κράτους, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και επίσης την αποκατάσταση της δικαιοσύνης θα σηματοδοτήσουν -σε πείσμα των καταστροφολόγων ευρωλάγνων- εξ αρχής μια νέα ελληνική άνοιξη και προκοπή για τη χώρα και τον ελληνικό λαό.

Το κείμενο αυτό έρχεται ως επικαιροποίηση, συνέχεια και εμπλουτισμός παλαιότερου άρθρου του συγγραφέα με τίτλο «Εθνικό Νόμισμα: Η απαρχή μιας νέας Ελληνικής άνοιξης»

*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΕΠΑΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.