«Ψόφα ψεκασμένε!» Πώς οι ψεκασμένοι οπαδοί της λουκετοθεραπείας αντέστρεψαν την πραγματικότητα και φίμωσαν τους «αρνητές» της μαζικής φρεναπάτης τους

 


Τις πρώτες ημέρες, όταν επικρατούσε πανικός και σύγχυση, αυτή η αγανάκτηση θα μπορούσε ίσως να συγχωρεθεί. Αλλά η μέθοδος της διαπόμπευσης απέκτησε δυναμική και ενσωματώθηκε στο πνεύμα της εποχής

Κείμενο της Gabrielle Bauer, που δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου 2022 από το Brownstone Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6'. Απόδοση στα ελληνικά, Θεόδωρος Μίχας - Νίκος Μαρής.

Στα 62 χρόνια της ζωής μου, δεν θυμάμαι να με αποκάλεσε κανείς εγωπαθή ηλίθια, πόσο μάλλον κοινωνιοπαθή, ή τρομοκράτη. Όλα αυτά άλλαξαν όταν ήρθε ο Covid και εξέφρασα, πάντα προσεκτικά, μερικές ανησυχίες μου σχετικά με την πολιτική του εγκλεισμού. Εδώ είναι ένα δείγμα από αυτά που μου έστειλαν οι πολεμιστές του πληκτρολογίου: 

Να χαίρεσαι την κοινωνιοπάθειά σου. 
 

Πήγαινε να γλείψεις ένα στύλο για να κολλήσεις τον ιό. 


Καλή διασκέδαση όταν θα πνίγεσαι από τα ίδια σου τα υγρά στην εντατική. 


Πες τρία αγαπημένα σου πρόσωπα, που είσαι έτοιμη να θυσιάσεις στον Covid. Κάν' το τώρα, δειλή!

 

Σπούδασες στο Χάρβαρντ; Καλά εντάξει, και εγώ είμαι ο Θεός. Την τελευταία φορά που το τσέκαρα, το Χάρβαρντ δεν δεχόταν χαμένα κορμιά. 


Από τις πρώτες μέρες της πανδημίας (sic), κάτι βαθιά μέσα μου - στην ψυχή μου, αν θέλετε - με απομάκρυνε από την πολιτική και δημόσια αντίδραση στον ιό. Τίποτα γύρω από αυτήν την ιστορία δεν μου φαινόταν σωστό, βάσιμο, ή αληθινό. Δεν επρόκειτο απλώς για μια επιδημιολογική κρίση, αλλά για μια κοινωνική κρίση, οπότε γιατί ακούγαμε αποκλειστικά κάποιους επιλεγμένους επιδημιολόγους; Πού ήταν οι ειδικοί σε θέματα ψυχικής υγείας; Οι ειδικοί στην παιδική ανάπτυξη; Οι ιστορικοί; Οι οικονομολόγοι; Και γιατί οι πολιτικοί μας ηγέτες ενθάρρυναν τον φόβο, κι όχι την ηρεμία; 


Τα ερωτήματα που με προβλημάτιζαν περισσότερο είχαν να κάνουν λιγότερο με την επιδημιολογία και περισσότερο με τη δεοντολογία: Ήταν άραγε δίκαιο η μεγαλύτερη θυσία να απαιτηθεί από τα νεότερα μέλη της κοινωνίας, τα οποία θα υπέφεραν περισσότερο από τους περιορισμούς; Θα έπρεπε απλώς να εξαφανίζονται οι πολιτικές ελευθερίες κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, ή θα έπρεπε να εξισορροπούμε τη δημόσια ασφάλεια με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Χωρίς να είμαι εξοικειωμένη με τις μεθόδους των πολεμιστών του πληκτρολογίου, υπέθεσα ότι το Διαδίκτυο θα μου επέτρεπε να συμμετάσχω σε παραγωγικές συζητήσεις σχετικά με αυτά τα ζητήματα. Έτσι μπήκα στο διαδίκτυο, και βρέθηκα στο χρονοντούλαπο της υστερίας: 


«Ηλίθια του χωριού, οπαδός της  επίπεδης γης, ενδογαμικό σκουπίδι, αρνητικό ΙQ»... Ας πούμε ότι τα νεύρα μου υποβλήθηκαν σε μια δοκιμασία που δεν είχα ξαναβιώσει ποτέ.

 

Και δεν ήμουν μόνο εγώ: όποιος αμφισβήτησε την διαδεδομένη άποψη, είτε ήταν ειδικός είτε απλός πολίτης, υπέστη ένα παρόμοιο τραύμα. Με τα λόγια ενός κοινοτικού γιατρού, ο οποίος για προφανείς λόγους θα παραμείνει ανώνυμος: «Πολλοί γιατροί, συμπεριλαμβανομένου εμού, μαζί με λοιμωξιολόγους, επιδημιολόγους και άλλους επιστήμονες, υποστήριξαν μια στοχευμένη προσέγγιση και μια εστίαση στις πιο ευάλωτες ομάδες ασθενών, με τελικό αποτέλεσμα για να απορριφθούν σαν εχθροί της επιστήμης, ψεκασμένοι, συνωμοσιολόγοι, αντιεμβολιαστές, μεταξύ άλλων εξίσου ευφάνταστων υποτιμητικών χαρακτηρισμών». 


Από νωρίς σ’ αυτό το παιχνίδι αποφάσισα ότι δεν θα απαντούσα σε τέτοιες προσβολές με περισσότερες προσβολές - όχι επειδή είμαι ιδιαίτερα υψηλόφρων, αλλά επειδή οι διαγωνισμοί λασπολογίας απλά με θυμώνουν και δεν είναι ευχάριστο να κυκλοφορείς θυμωμένος όλη μέρα. Αντ' αυτού, δεχόμουν τις προσβολές κατά πρόσωπο (και εξακολουθούσα να κυκλοφορώ θυμωμένη). 


Το παιχνίδι της διαπόμπευσης

 

Η παρόρμηση για διαπόμπευση επιβεβαιώθηκε από την αρχή της πανδημίας. Στο Twitter, η λέξη #covidiot άρχισε να γίνεται τάση το βράδυ της 22ας Μαρτίου 2020, και μέχρι να τελειώσει η νύχτα, 3.000 tweets είχαν χρησιμοποιήσει το hashtag αυτό για να αποκηρύξουν τις κακές πρακτικές δημόσιας υγείας. Όταν το CBS News δημοσίευσε ένα βίντεο με εκδρομείς να διασκεδάζουν στο Μαϊάμι, κάποιοι εξοργισμένοι πολίτες δημοσίευσαν τα ονόματα των φοιτητών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδευόμενα από μηνύματα όπως «μην δώσετε σ’ αυτούς τους εγωπαθείς ηλίθιους κρεβάτια ή αναπνευστήρες».

 

Τις πρώτες ημέρες της πανδημίας, όταν επικρατούσε πανικός και σύγχυση, αυτή η αγανάκτηση θα μπορούσε ίσως να συγχωρεθεί. Αλλά η μέθοδος του ντροπιάσματος απέκτησε δυναμική και ενσωματώθηκε στο πνεύμα της εποχής. Επίσης: δεν λειτούργησε. 


Όπως σημειώνει η επιδημιολόγος της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ Julia Marcus, «η ντροπή και η επίρριψη ευθυνών δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να τους κάνουμε να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, και στην πραγματικότητα μπορεί να είναι κάτι αντιπαραγωγικό, επειδή κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να κρύψουν τη συμπεριφορά τους». Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο Jan Balkus, ειδικός σε θέματα μολυσματικών ασθενειών στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, υποστηρίζει ότι η ντροπή μπορεί να κάνει πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να «αναγνωρίσουν καταστάσεις στις οποίες μπορεί να έχουν αντιμετωπίσει κάποιον κίνδυνο». 


Αν η διαπόμπευση των «covidiots» για τη συμπεριφορά τους δεν καταφέρνει και πολλά, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι η διαπόμπευση των ανθρώπων επειδή κάνουν τις λάθος σκέψεις, δεν θα αλλάξει καμία άποψη. Αντ' αυτού, εμείς οι αιρετικοί απλά σταματάμε να λέμε τι σκεφτόμαστε σε όσους μας διαπομπεύουν. Γνέφουμε καταφατικά και χαμογελάμε. Τους δίνουμε τον πόντο της νίκης που αποζητούν, και συνεχίζουμε τη συζήτηση σιωπηλά, μέσα στο νου μας. 


Τέρμα οι ευγένειες


Για δύο χρόνια υπήρξα αυτό το άτομο. Χαμογελούσα ευγενικά αποφεύγοντας τις προσβολές. Για να καθησυχάσω τους συνομιλητές μου, προλόγιζα τις ετερόδοξες απόψεις μου με δηλώσεις μετανοίας όπως «αντιπαθώ τον Τραμπ όσο κι εσείς» ή «να ξέρετε, έχω εμβολιαστεί τρεις φορές». 


Μόνο για σήμερα, θα επιτρέψω στον εαυτό μου να αφήσει στην άκρη τον κατευνασμό και να πει τα πράγματα με το όνομά τους. 


Σε όλους όσοι με κακοποίησαν ψυχολογικά, επειδή εναντιώθηκα στην κατεδάφιση του ανθρώπινου πολιτισμού κι αναφέρθηκα στη ζημιά που προκάλεσε στους νέους και τους φτωχούς: μπορείτε να πάρετε την διαπόμπευσή σας, την επιστημοσύνη σας και την ανυπόφορη ηθικολογία σας, και να τα βάλετε εκεί που ξέρετε. Κάθε μέρα, νέες έρευνες ξεφουσκώνουν ολοένα και περισσότερο τις αυτάρεσκες δηλώσεις σας. 


Μου είπατε ότι χωρίς τα lockdown, ο Covid θα είχε εξαφανίσει το ένα τρίτο του πληθυσμού, όπως ο Μαύρος Θάνατος αποδεκάτισε την Ευρώπη τον 14ο αιώνα. Αντίθετα, μια μετα-ανάλυση του πανεπιστημίου Johns Hopkins κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα lockdown στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μείωσαν τη θνησιμότητα από Covid-19 κατά μόλις 0,2%.


[σ.σ. ενώ παράλληλα αύξησαν την γενική θνησιμότητα, από όλες τις αιτίες, κατά 5% έως 15%, εξαιτίας της υγειονομικής παραμέλησης, της ενδο-κτιριακής μετάδοσης, και των προβλημάτων σωματικής και ψυχικής υγείας που προκλήθηκαν από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό, την ανεργία και την φτωχοποίηση.] 


Επιπλέον, πολύ πριν από αυτή τη μελέτη είχαμε βάσιμες ενδείξεις πως οτιδήποτε λιγότερο από έναν εγκλεισμό με συγκόλληση της πόρτας, τύπου Κίνας, δεν θα άλλαζε κάτι. Σε ένα έγγραφο του 2006, η ομάδα συγγραφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας επιβεβαίωσε ότι «η υποχρεωτική αναφορά των κρουσμάτων και η απομόνωση των ασθενών κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης του 1918 δεν σταμάτησε τη μετάδοση του ιού, και δεν ήταν καν πρακτικές». 


Μου είπατε ότι η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι μια επιθυμία, όχι μια ανάγκη. Λοιπόν, ναι. Το ίδιο και το καλό φαγητό. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική απομόνωση σκοτώνει. Όπως αναφέρεται σε ένα άρθρο του Σεπτεμβρίου του 2020 που δημοσιεύθηκε στο Cell, η μοναξιά «μπορεί να αποτελεί την πιο ισχυρή απειλή για την επιβίωση και τη μακροζωία». Το άρθρο εξηγεί πώς η κοινωνική απομόνωση μειώνει τη γνωστική ανάπτυξη, αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και θέτει τους ανθρώπους σε κίνδυνο διαταραχών χρήσης ουσιών. Και δεν είναι ότι δεν το γνωρίζαμε αυτό πριν από το Covid: το 2017, η έρευνα της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Brigham Young, Julianne Holt-Lunstad, απέδειξε ότι η κοινωνική απομόνωση επιταχύνει τη θνησιμότητα όσο και το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα. Τα ευρήματά της έκαναν θραύση στις σελίδες των ειδησεογραφικών μέσων σε όλο τον κόσμο. 


Μου είπατε ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τις επιπτώσεις των περιορισμών λόγω covid στα παιδιά, επειδή τα παιδιά είναι ανθεκτικά - και εξάλλου, ζούσαν πολύ χειρότερα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Εν τω μεταξύ, στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρήθηκε 77% αύξηση των παιδιατρικών παραπομπών για θέματα όπως ο αυτοτραυματισμός και οι αυτοκτονικές σκέψεις κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 6 μηνών το 2021, σε σχέση με μια παρόμοια περίοδο το 2019. Και αν αυτό δεν σας ταρακουνάει, μια ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζας εκτίμησε ότι, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, η οικονομική συρρίκνωση που προκλήθηκε από τις πολιτικές κλειδώματος οδήγησε 1,76 παιδιά να χάσουν τη ζωή τους για κάθε 1 θανάσιμο περιστατικό του Covid που αποφεύχθηκε. 


Μου είπατε ότι οι εμβολιασμένοι άνθρωποι δεν μεταφέρουν τον ιό, παίρνοντας αφορμή από τη διακήρυξη της διευθύντριας του CDC Rachel Walensky στις αρχές του 2021, και όλοι ξέρουμε πόσο καλά πήγε αυτή η διακήρυξη. [σ.σ. έλεγε ψέματα] 


Μου είπατε ότι δεν είχα καμία δουλειά να αμφισβητώ αυτά που μας έλεγαν να κάνουμε οι ειδικοί σε θέματα μολυσματικών ασθενειών. (Παραφράζω εδώ. Αυτό που πραγματικά είπατε ήταν: «Τι θα έλεγες να κάτσεις στ’ αυγά σου και να το βουλώσεις;») Πήρα τη δικαίωσή μου από τον Δρ Στέφανο Καλές, έναν ακόμα από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, ο οποίος προειδοποίησε για τους «κινδύνους να ανατίθενται οι συστάσεις δημόσιας πολιτικής και δημόσιας υγείας σε ανθρώπους που έχουν επικεντρώσει την καριέρα τους αποκλειστικά στις μολυσματικές ασθένειες» σε πρόσφατη συνέντευξή του στο CNBC. «Η δημόσια υγεία είναι μια ισορροπία», είπε. Πράγματι είναι. Σε ένα βιβλίο του 2001 με τίτλο Public Health Law: Power, Duty and Restraint, ο Lawrence Gostin υποστήριξε την ανάγκη για πιο συστηματικές αξιολογήσεις των κινδύνων και των οφελών από τις παρεμβάσεις στη δημόσια υγεία, και για πιο ισχυρή προστασία των πολιτικών ελευθεριών. 


Οπότε ναι. Είμαι θυμωμένη, και η χωροφυλακή σας, που μου κουνούσε διαρκώς το δάχτυλο με αποξένωσε αρκετά, ώστε να ψάξω για νέες παρέες, και σε αυτήν μου την αναζήτηση ήμουν μάλλον επιτυχής. Έχω βρει περισσότερους πνευματικά συγγενικούς μου ανθρώπους, απ' ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, στην πόλη μου, το Τορόντο, και σε όλο τον κόσμο: γιατρούς, νοσοκόμες, επιστήμονες, αγρότες, μουσικούς και νοικοκυρές που μοιράζονται την απέχθειά μου για τις μεγαλοστομίες σας. Επιδημιολόγοι, επίσης. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι με βοήθησαν να μην χάσω τα λογικά μου. 


Σας ευχαριστώ λοιπόν.

Και τώρα χαθείτε από μπροστά μου. 




***

Η Gabrielle Bauer μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ της συγγραφής βιβλίων, άρθρων, και επιστημονικού υλικού για επαγγελματίες υγείας. Έχει κερδίσει έξι εθνικά βραβεία στη δημοσιογραφία της υγείας. Έχει συγγράψει δύο βιβλία. Το «Τόκιο, το δικό μου Έβερεστ», νικητής του Βραβείου Βιβλίου Καναδά-Ιαπωνίας, και το «Waltzing The Tango», φιναλίστ στα βραβεία δημιουργικού δοκιμίου Edna Staebler - και επί του παρόντος συγγράφει άλλα δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.