Το Νεότερο Drang Nach Osten του 4ου-Ράιχ ξεκίνησε με τους Σέρβους
Alexander Pavic, Strategic Culture, 15-12-20
Μετάφραση: Μιχαήλ Στυλιανού
Όπως αφηγήθηκε στο άδικα παραμελημένο γερμανικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ “Ξεκίνησε με ένα ψέμα”,τον Απρίλιο του 1999, εν μέσω της παράνομης εκστρατείας βομβαρδισμού του ΝΑΤΟ εναντίον όσων είχαν μείνει όρθια στη Γιουγκοσλαβία, ο τότε Γερμανός υπουργός Άμυνας Ρούντολφ Σάρντινγκ κατηγόρησε επανειλημμένα τη σερβική πλευρά για εγκατάσταση «στρατοπέδου συγκεντρώσεως» ναζιστικού τύπου στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου της Σερβίας και της επαρχίας Μετόχια Πιεσμένος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για απόδειξη, ο Σάρπινγκ ανέφερε «μαρτυρία μαρτύρων» – την οποία δεν προσκόμισε ποτέ στη συνέχεια.
Ένα μήνα νωρίτερα, όπως είχε ξεκινήσει ο βομβαρδισμός, ο Σάρπινγκ δήλωσε ότι “δεν θα είχαμε αναλάβει ποτέ στρατιωτική δράση εάν δεν υπήρχε αυτή η ανθρωπιστική καταστροφή στο Κοσσυφοπέδιο, με 250.000 πρόσφυγες εντός του Κοσσυφοπεδίου και πολύ περισσότερους από 400.000 πρόσφυγες συνολικά, και με έναν αριθμό θανάτων που δεν είμαστε καν σε θέση να μετρήσουμε ακόμα”.
Ωστόσο, βασικές πηγές τον αντέκρουσαν. Ο ΟΑΣΕ ανέφερε “39 θανάτους σε όλο το Κοσσυφοπέδιο— πριν έρθουν τα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ”. Ο Χάιντς Λοκουάι, Γερμανός στρατηγός που συνδέεται με τον ΟΑΣΕ, δήλωσε ότι “το είδος της ανθρωπιστικής καταστροφής που, ως κατηγορία διεθνούς δικαίου, θα δικαιολογούσε τη μετάβαση στον πόλεμο δεν υπήρχε στο Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο”. Και η Νόρμα Μπράουν, διπλωμάτης των ΗΠΑ με τον ΟΑΣΕ, επιβεβαίωσε: «Δεν υπήρχε ανθρωπιστική κρίση μέχρι την αρχή των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ». Όπως αναφέρει κατηγορηματικά η ταινία, “Δεν βρέθηκε ούτε μια έκθεση για τη βία στο Κοσσυφοπέδιο από τον ΟΑΣΕ που να δείχνει τουλάχιστον μια επικείμενη ανθρωπιστική καταστροφή”.
Παρ’ όλα αυτά, και τύφλα στα γεγονότα, μαζί με τον Γερμανό πρωθυπουργό Σρέντερ, τον Σάρπινγκ και τον υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ, οι Γερμανοί πήραν αυτό που ήθελαν – όχι μόνο τους βομβαρδισμούς και την μετέπειτα ατομική μόλυνση του πρώην γιουγκοσλαβικού χώρου, αλλά και την πρώτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εμπλοκή των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων σε μια επιθετική στρατιωτική αποστολή. Διήρκεσε 78 ημέρες και επέφερε την ρίψη 22.000 τόνων πυραύλων, συμπεριλαμβανομένων απαγορευμένων βομβών διασποράς και πυρομαχικών απεμπλουτισμένου ουρανίου, και την ενεργό συνεργασία με μια τρομοκρατική οργάνωση, τον Αλβανικό KLA, με αποτέλεσμα χιλιάδες άμαχους και στρατιωτικούς νεκρούς και τραυματίες, τον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων και την καταστροφή δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε περιουσίες και υποδομές.
Λίγο περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα, λίγο πριν από την έναρξη μιας άλλης εκστρατείας προπαγάνδας χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, αυτή τη φορά που απευθύνεται στη Ρωσία, που περιλαμβάνει την υποτιθέμενη δηλητηρίαση του Alexey Navalny, η σημερινή υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Annegret Kramp-Karrenbauer, άνοιξε τα χαρτιά της. Μιλώντας στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit τον Ιούλιο, η Κραμπ-Καρενμπάουερ τόνισε ότι είναι «καιρός» να συζητήσουμε «πώς η Γερμανία πρέπει να τοποθετηθεί στον κόσμο στο μέλλον», προσθέτοντας ότι η Γερμανία «αναμένεται να επιδείξει ηγεσία, όχι μόνο ως οικονομική δύναμη», αλλά και από την άποψη της «συλλογικής άμυνας… διεθνείς αποστολές… μια στρατηγική άποψη του κόσμου» και «το ερώτημα αν θέλουμε να διαμορφώσουμε ενεργά την παγκόσμια τάξη».
Σε μια άλλη συνομιλία του Ιουλίου, αυτή τη φορά με το Ατλαντικό Συμβούλιο, η Κραμπ-Καρενμπάουερ φρόντισε επίσης να προσδιορίσει τον κύριο αντίπαλο: «Βλέπουμε μια επιθετική, δυναμική πολιτική να προέρχεται από τη ρωσική ηγεσία», είπε, αναφερόμενη στην επανένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία το 2014. Η Ρωσία δεν σέβεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης άλλων χωρών. Ήταν η πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που τα σύνορα άλλαξαν με τη βία”
Μόνο που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ήταν… η πρώτη φορά. Διότι, παρά το ακόμα υπάρχον ψήφισμα 1244του ΟΗΕ , το οποίο επιβεβαιώνει την εδαφική ακεραιότητα του διαδόχου της Γιουγκοσλαβίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, της Σερβίας, εν αναμονή μιας τελικής πολιτικής διευθέτησης, η Γερμανία στέκεται υπερήφανα μεταξύ των κρατών που έχουν αναγνωρίσει τη μονομερή απόσχιση της ιστορικής νότιας επαρχίας της Σερβίας. Αυτό παρά το γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη αλλαγή συνόρων είχε προκύψει ως αποτέλεσμα ακριβώς των βίαιων μεθόδων που υποτίθεται ότι αποδοκιμάζει τώρα η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας, ακόμη και όταν η χώρα της τις χρησιμοποίησε και επωφελήθηκε γεωπολιτικά από αυτές.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα πρόσφατα λόγια του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρώφ, “οι εγκέφαλοι και οι πολιτικοί αναλυτές με στενούς δεσμούς με τη γερμανική κυβέρνηση έχουν αρχίσει ανοιχτά να εργάζονται για μια νέα ανατολική πολιτική”, η οποία περιλαμβάνει την κατάργηση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία, η οποία τώρα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως “αντίπαλος” της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Προφανώς, οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων στο Βερολίνο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι καιρός να κάνουνε το επόμενο βήμα.
Το και να συζητήσουμε αν η υπόθεση Navalny ήταν ένα εύλογο έναυσμα για την στρατηγική μεταστροφή της γερμανικής πολιτικής κατά 180 μοίρες ,ή απλά ένα βολικό τεχνητό πρόσχημα συγκάλυψης των πραγματικών κινήτρων, θα ήταν σαν να συμμετείχαμε σε άχρηστο θέατρο αφέλειας. Διότι αν ό,τι συνέβη στον Ναβάλνι εθεωρείτο ειλικρινά από τη γερμανική κυβέρνηση ως κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο μια σημαντική στρατηγική σχέση, τότε σίγουρα οι γερμανικές αρχές θα έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να εξερευνήσουν σε βάθος την υπόθεση, σε αναζήτηση της αλήθειας, κατά τον πιο διαφανή τρόπο, να μοιρασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία και να αφήσουν αβίαστη την διαδικασία της δικαστικής κρίσης. Αλλά αυτό είναι, φυσικά, το μόνο πράγμα που δεν έχουν κάνει, ούτε, όπως δείχνουν, σχεδιάζουν να κάνουν, παρά τις πολυάριθμες ρωσικές εκκλήσεις .
Έτσι, κατά την αξιολόγηση του νέου Drang nach Osten της Γερμανίας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η επιθετική συμπεριφορά της γερμανικής πολιτικής ελίτ δεν ξεκίνησε χθες και έχει μικρή σχέση με τον Navalny. Αναπτύχθηκε μεθοδικά τη δεκαετία του 1990, κατά τη διάρκεια της βίαιης διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και στιλβώθηκε στην εκστρατεία δαιμονοποίησης του στενότερου Γιουγκοσλαβικού Ρώσου συμμάχου, της Σερβίας. Και, ενώ τα ψέματα και οι υπερβολές των γερμανών πολιτικών ήταν κατάφωρα και θανατηφόρα όσον αφορά τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι ο αρνητικός γερμανικός ρόλος σε ολόκληρη τη γιουγκοσλαβική κρίση θα μπορούσε να εντοπιστεί, ακόμη περισσότερο, μέχρι τις απαρχές της γιουγκοσλαβικής τραγωδίας.
Όπως ανέφεραν οι New York Times τον Ιανουάριο του 1992, η Γερμανία ήταν αυτή που ώθησε τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη να αναγνωρίσουν τη μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας των αποσχιστικών δημοκρατιών Σλοβενία και Κροατία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας Βλάντισλαβ Γιοβάνοβιτς χαρακτήρισε το ρόλο της Γερμανίας «ιδιαίτερα αρνητικό», προσθέτοντας ότι ήταν «πολύ σοβαρό προηγούμενο να ενθαρρυνθεί η μονομερής απόσχιση σε ένα πολυεθνικό κράτος». Ακόμα και τότε, ένα σχόλιο στην κύρια εφημερίδα της Βόννης General-Anzeiger προειδοποίησε ότι «ο φόβος της γερμανικής κυριαρχίας και της ιδιοτέλειας έχει αυξηθεί.» Ο Carl Cavanagh Hodge το αποκάλεσε «μια από τις πιο κρημνώδεις ενέργειες στην Ευρώπη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» με την οποία «η κυβέρνηση της Βόννης στην πραγματικότητα απαρνήθηκε τη νομιμότητα του υπάρχοντος γιουγκοσλαβικού κράτους και πίεσε άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν το ίδιο». Στο βιβλίο της «Βαλκανική Τραγωδία», η Σούζαν Γούντγουορντ κατέκρινε την «γερμανική μανούβρα» πιέσεων σε άλλα μέλη της EC να αναγνωρίσουν τη Σλοβενία και την Κροατία, και κατέληξε: «Το προηγούμενο που δημιουργήθηκε από αυτόν τον γερμανικό ελιγμό ήταν ότι η αρχή της «αυτοδιάθεσης» θα μπορούσε νόμιμα να διαλύσει πολυεθνικά κράτη, ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής από την ΕΚ ήταν αυθαίρετη, και ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για τους πολιτικούς που είναι αποφασισμένοι να επιτύχουν την ανεξαρτησία ήταν να υποκινήσουν έναν αμυντικό πόλεμο και να κερδίσουν διεθνή συμπάθεια και αναγνώριση”.
Θα ήταν μάλλον αφελές να πιστεύουμε ότι το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο δεν γνώριζε τις συνέπειες των πράξεών του. Παρ’ όλα αυτά, το προπαγανδιστικό φράγμα της σχολής του Γκαίμπελς εναντίον των Σέρβων μπορούσε μόνο να αυξηθεί σε ένταση, με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ να κραυγάζει ότι «η Σερβία πρέπει να γονατίσει», μετά τη διαβόητη «σφαγή του ψωμιού» στο Σεράγεβο, στα τέλη Μαΐου του 1992, για την οποία, μαζί με τους περισσότερους άλλους Δυτικούς διπλωμάτες και ΜΜΕ, κατηγόρησε αμέσως τις Σερβοβόσνιες δυνάμεις, χωρίς στοιχεία, φυσικά. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις, που εκφράστηκαν σε εμπιστευτικές εκθέσεις του ΟΗΕ, ότι οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι «έσφαξαν τον λαό τους» προκειμένου να επιρρίψουν την ευθύνη στους Σέρβους και να εξωθήσουν σε παρέμβαση τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου. Βολικά, η επίθεση πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από συνάντηση πρεσβευτών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στη Σερβία.
Σίγουρα ο Kinkel πρέπει να γνώριζε αυτές τις εκθέσεις και αμφιβολίες. Αλλά παρ’ όλα αυτά οργίασε. Και τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ως επί το πλείστον ακολούθησαν. Φαινόταν ακόμη και τότε ότι η πρόσφατα επανενωμένη πολιτική τάξη της Γερμανίας έψαχνε με λαχτάρα να βρει “Ναζιστές» στο εξωτερικό για να επιδείξει τον φανατικό εκδημοκρατισμό της. Ειδικά αν η ετικέτα μπορούσε να καρφωθεί σε έναν από τους λαούς που υπέστησαν τις περισσότερες απώλειες στα χέρια των στρατών του Χίτλερ.
Εάν ο στόχος της επανενωμένης γερμανικής ελίτ ήταν από την αρχή να ανακτήσουν το καθεστώς της μεγάλης δύναμης –υπό την κάλυψη της ΕΕ, αν ήταν δυνατόν– τότε ήταν απαραίτητο όχι μόνο να αυξηθεί η δύναμη από οικονομική και στρατιωτική άποψη, αλλά και από την άποψη της ήπιας δύναμης. Και το τελευταίο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, κάποια πραγματικό ή κατασκευασμένο υψηλό ηθικό ανάστημα. Για τις φιλοδοξίες της επανενωμένης γερμανικής ελίτ, αυτό προφανώς σήμαινε όχι μόνο διαχωρισμό από τη ναζιστική φρίκη –κάτι που η μεταπολεμική Γερμανία είχε κάνει αξιοθαύμαστα μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου– αλλά και την ικανότητα να φορτώσει ένα παρόμοιο είδος ενοχής στους πρώην – και, όπως φαίνεται, στους μελλοντικούς αντιπάλους και στα θύματα της στο παρελθόν. Πρώτα η Σερβία, και τώρα, όλο και περισσότερο, η Ρωσία.
Χρειάστηκε η Γερμανία σχεδόν τρεις δεκαετίες για να αισθανθεί ότι έχει αποκτήσει αρκετά υψηλό «ηθικό βάθρο» από το οποίο θα μπορούσε να αισθάνεται αρκετά σίγουρη για να ξεκινήσει την θρασύτατη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία εκστρατεία της, κατηγορώντας τη Ρωσία για την ευθύνη για ό,τι πραγματικά συνέβη στον Αλεξέι Ναβάλνι. Στην πορεία, ας μην ξεχνάμε, η Γερμανία όχι μόνο υποστήριξε ανοιχτά το Ουκρανικό πραξικόπημα , αλλά συμμετείχε στη δυτική χορωδία της αντιρωσικής καταδίκης και των κυρώσεων σε σχέση με την Ουκρανία, καθώς και με μια άλλη εξαιρετικά ύποπτη ιστορία δηλητηρίασης- «οι Ρώσοι το έκαναν», στην οποία πρωταγωνίστησαν ο Σεργκέι Σκριπάλ και η κόρη του – οι οποίοι φαίνεται να έχουν βολικά «εξαφανιστεί», αφού η υπόθεση είχε υπηρετήσει την προπαγανδιστική αποστολήτης.
Είναι άλλο πράγμα για μια χώρα με το μέγεθος και τον πλούτο της Γερμανίας να αναζητήσει τη θέση που της αξίζει στον κόσμο. Και είναι κάτι άλλο όταν αυτό γίνεται με τόσο επιθετικό και ανέντιμο τρόπο, γιατί αυτό εγείρει αναπόφευκτα ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα . Εάν μια χώρα υπεύθυνη για δύο παγκόσμιους πολέμους τον περασμένο αιώνα ξεκινήσει μια σκόπιμη εκστρατεία ψεύδους εναντίον προηγουμένων θυμάτων της, είναι ορθό να συμπεράνουμε ότι μπορεί να μπήκε και πάλι σε κίνηση, ή σύντομα θα είναι. Χρησιμοποιώντας άλλα μέσα, αλλά με παρόμοιους στόχους.
Αλεξάνταρ ΠΆΒΙΤς
Ανεξάρτητος αναλυτής και ερευνητής
* Drang Nach Osten: Oρμητική επέκταση προς την Ανατολή και τα σλαβικά εδάφη, υπήρξε το παραδοσιακό όραμα και άθλημα των Γερμανών για τα επιτεύγματα στο οποίο δεν διστάζουν να επαίρονται προκλητικά. ΄Ισως αυτό είχε κατά νουν ο Τσώρτσιλ όταν είπε το αλησμόνητο γνωμικό του: «Τους Γερμανούς πρέπει να τους βομβαρδίζεις κάθε πενήντα χρόνια. Δεν πειράζει αν δεν ξέρεις γιατί. Αυτοί ξέρουν». . .
Πρωτότυπο
Aleksandar PAVIC, strategic culture, 15-12-20
από iskra
Δεν υπάρχουν σχόλια: