Τεράστια ρίσκα και εκκρεμότητες σε όλα τα μέτωπα τους πρώτους μήνες του 2021
Γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος
Τεράστια ρίσκα και εκκρεμότητες σε όλα τα μέτωπα τους πρώτους μήνες του 2021
Το 2020 δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Στη διάρκειά του ζήσαμε, ως πολίτες του κόσμου και ως Έλληνες, πράγματα που έμοιαζαν αδιανόητα, των οποίων η πλήρης αποτίμηση δεν θα γίνει σύντομα, αφού, κατά κάποιον τρόπο, ο κόσμος άλλαξε μέσα σε λίγους μήνες. Πόσο βαθιά και πόσο μόνιμα θα το διαπιστώσουμε στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Εν τω μεταξύ όμως έχουμε μπροστά μας το 2021, το οποίο θα κουβαλήσει όλες τις συνέπειες και τα βάρη της προηγούμενης χρονιάς, αλλά και τις ελπίδες για θεραπεία όλων των πληγών που εκείνη άνοιξε: στη δημόσια υγεία, στην οικονομία, στην Παιδεία και στα ελληνοτουρκικά οι σημαντικότερες.
Η χώρα και η κυβέρνηση έχουν μπροστά τους τόσες προκλήσεις και τόσα εμπόδια ώστε να μοιάζει με ηράκλειο άθλο η υπερπήδησή τους χωρίς νέο κόστος για μια κοινωνία η οποία, γονατισμένη ύστερα από μια δεκαετία μνημονίων, έγινε έρμαιο όχι μόνο μιας σαρωτικής πανδημίας – όπως όλος ο πλανήτης άλλωστε –, αλλά και μιας πρωτοφανούς, ως προς τις τελευταίες δεκαετίες, σε ένταση και διάρκεια τουρκικής επιθετικότητας σε όλα τα μέτωπα.
Η συγκυρία το έφερε, μαζί με τον νέο χρόνο, να ανοίγουν νέα κεφάλαια σε όλα όσα ζήσαμε το 2020.
● Από τη μια έρχονται τα εμβόλια για την επικίνδυνη λοίμωξη Covid-19 να δώσουν μια ελπίδα για αργή, έστω, αλλά πιθανή έξοδο από τον εφιάλτη του νέου κορωνοϊού που σάρωσε τον πλανήτη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία και την παγκόσμια οικονομία εδώ και μια εκατονταετία. Δεν είναι όμως αρκετά για να επουλώσουν τις πληγές που άνοιξε η πανδημία της Covid-19.
● Από την άλλη, στα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Ελλάδα καλείται να αποφασίσει αν θα θυσιάσει ένα μέρος της ανεξαρτησίας που με κόπο κατέκτησε πριν από δύο αιώνες ή αν θέλει και μπορεί να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό, του οποίου η σφοδρότητα της βάζει υπαρξιακά διλήμματα και προβλήματα.
Ας τα δούμε όμως όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά.
Η επάρκεια εμβολίων
Προς το παρόν ο εμβολιασμός για την Covid-19 βρίσκεται στη φάση της επικοινωνιακής καμπάνιας και τις επόμενες μέρες αναμένεται η έναρξη της χορήγησης σε υγειονομικό προσωπικό και ευπαθείς ομάδες. Ωστόσο ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, αφού η προμήθεια των 25 εκατομμυρίων δόσεων αναμένεται ότι – εάν δεν υπάρξουν προσκόμματα – θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο.
Το πρώτο στοίχημα αφορά τον εμβολιασμό περίπου 6 έως 6,5 εκατ. πολιτών, αφού αυτός είναι ο όρος για την επίτευξη της ανοσίας που θα επιτρέψει το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας. Συνεπώς ο κύριος στόχος της κυβέρνησης θα είναι να πείσει το ποσοστό εκείνο του πληθυσμού που είτε έχει μέτριας έντασης επιφύλαξη για τυχόν παρενέργειες των εμβολίων είτε απλώς προτιμά να αφήσει ένα μικρό διάστημα να κυλήσει μέχρι να δει το αποτέλεσμα «στους άλλους».
Το πρώτο στάδιο της καμπάνιας υπέρ του εμβολιασμού έχει εστιάσει στο συναισθηματικής υφής μήνυμα για τη δυνατότητα επανένωσης οικογενειών και οικείων. Προφανώς είναι πολύ σημαντικό να λέμε ότι επιτέλους θα ξανασμίξουμε με τους αγαπημένους μας, με τους οποίους τώρα όλοι βρισκόμαστε σε απόσταση.
Είναι όμως ακόμη πιο σημαντικό – για να επιτευχθεί ο υψηλός στόχος – να καταλάβει ολόκληρη η κοινωνία ότι μόνο η ανοσία θα επιτρέψει την πλήρη λειτουργία της οικονομίας, αφού μόνο αυτή θα διασφαλίσει την επιβίωση των επιχειρήσεων, τα έσοδά τους και τις θέσεις εργασίας. Το βαθύ υφεσιακό αποτύπωμα της πανδημίας και της καραντίνας δημιουργεί τεράστιο ρίσκο για εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και εργαζομένους.
Το εν λόγω στοίχημα γίνεται ακόμη κρισιμότερο εάν υπολογίσουμε ότι την ύφεση του 2020 ενδέχεται να ακολουθήσει μια ακόμη το 2021, ιδιαίτερα εάν πάλι δεν λειτουργήσει ο διεθνής τουρισμός.
Πάντως η έγκαιρη κάλυψη του πληθυσμού σε εμβόλια εξαρτάται από τη διαθεσιμότητά τους. Ήδη η κοινοπραξία Pfizer / BioNTech έχει εμφανίσει καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό πλάνο επειδή δεν μπορούσε να παραγάγει όσα εμβόλια είχε συμφωνήσει. Άραγε θα συμβεί το ίδιο και με άλλες εταιρείες προσεχώς;
Επίσης βλέπουμε ότι ήδη η Γερμανία έχει κάνει παραγγελίες 80 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων από τις Pfizer / BioNTech και τη Moderna επιπλέον από τα 55 εκατομμύρια που της αναλογούν από την κοινή παραγγελία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
● Τι θα γίνει εάν και άλλες χώρες, πλούσιες ή με μεγάλο πληθυσμό, μπουν στην ίδια διαδικασία;
● Η Ελλάδα, με μικρό πληθυσμό και προβληματική οικονομία, είναι δυνατόν να μπει σε ασύμφορους πλειστηριασμούς για την εξασφάλιση διμερών συμβάσεων με τις φαρμακευτικές;
Δεδομένου ότι οι μέχρι τώρα παραγγελίες της Ε.Ε. κρίνονται ανεπαρκείς, ο υπουργός Υγείας της Γερμανίας Γενς Σπαν δήλωσε ότι στη χώρα του θα αυξηθεί η παραγωγή του εμβολίου των Pfizer / BioNTech, αφού η (γερμανική) BioNTech αγόρασε εγκαταστάσεις της Novartis για να τις χρησιμοποιήσει στην παραγωγή του εμβολίου.
Εκπρόσωπος της Κομισιόν σημείωσε ότι οι Pfizer / BioNTech θα παραδώσουν 200 εκατ. δόσεις έως τον Σεπτέμβριο και ότι γίνονται διαπραγματεύσεις για την αγορά άλλων 100 εκατ. δόσεων. Θα καλυφθούν όμως οι ανάγκες;
Η γαλλική εταιρεία Sanofi και η βρετανοσουηδική AstraZeneca κρίνεται ότι δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν το επόμενο εξάμηνο και υπάρχουν ανησυχίες για ολόκληρο το 2021.
● Απομένει η αμερικανική Moderna, της οποίας το εμβόλιο αναμένεται να εγκριθεί από την Κομισιόν στις 6 Ιανουαρίου.
Το σύστημα Υγείας
Όλοι οι αρμόδιοι, πολιτικοί και επιστήμονες, έχουν επισημάνει, πολύ σωστά, ότι ο εμβολιασμός δεν είναι πανάκεια, τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες. Αντιθέτως θα χρειαστεί να συνεχιστούν τα μέτρα πρόληψης, αλλά και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των κρουσμάτων Covid-19.
Συνεπώς η αντιπολίτευση έχει απόλυτο δίκιο όταν λέει ότι η θωράκιση της δημόσιας υγείας απαιτεί και την ενίσχυση του συστήματος Υγείας – όχι μόνο των νοσοκομείων, αλλά και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, η οποία είναι σχεδόν πλήρως εγκαταλελειμμένη. Εδώ τα εμπόδια είναι πολλά και ουσιαστικά και θα χρειαστεί η κυβέρνηση να επιδείξει πολύ ισχυρή πολιτική βούληση – εάν βεβαίως υποθέσουμε ότι τη διαθέτει:
Πρώτον, οι ελλείψεις σε προσωπικό ήταν πολύ μεγάλες και πριν από την πανδημία εξαιτίας της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των δύο πρώτων μνημονίων, άρα η ενίσχυση θα είναι άκρως απαραίτητη ακόμη κι αν εξαφανιστεί ο κορωνοϊός. Το σύστημα δεν είναι ικανοποιητικά στελεχωμένο ούτε καν για τις ανάγκες της «κανονικότητας», πόσο μάλλον για να αντιμετωπίσει μια πανδημία.
● Δεύτερον, υπάρχει τραγική έλλειψη σε τεχνικά μέσα. Αυτή τη στιγμή βαφτίζουμε ΜΕΘ τους... αναπνευστήρες. Επιπλέον δεν μπορούν να μπουν σε λειτουργία θάλαμοι ΜΕΘ που έχουν δωρηθεί στο Δημόσιο από ιδιώτες επειδή δεν υπάρχει ο εξοπλισμός. Υπάρχουν μόνο τα κρεβάτια.
Ο πρωθυπουργός έχει υποσχεθεί ότι θα ενισχύσει το σύστημα, αλλά από την υπόσχεση έως την ενίσχυση υπάρχει μια τεράστια απόσταση, η οποία εμπεριέχει γνώση του συστήματος, σχεδιασμό εις βάθος, χρήμα και – όπως ήδη είπαμε – ισχυρή πολιτική βούληση. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι όλα αυτά υπάρχουν, και μάλιστα στην απαιτούμενη επάρκεια.
Η Παιδεία
Τα αλλεπάλληλα λοκντάουν και η ανεπάρκεια της τηλεκπαίδευσης έχουν δημιουργήσει έναν τεράστιο κίνδυνο δημιουργίας μιας στρατιάς μαθητών με δυσαναπλήρωτα γνωστικά κενά, τα οποία ίσως αποδειχθούν κρίσιμα στην τρέχουσα ή τη μελλοντική προσπάθειά τους για πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Ήδη φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό ότι απαιτείται ένας έκτακτος σχεδιασμός ώστε να γίνει μια αποτελεσματική διαχείριση αυτών των κενών. Το ερώτημα είναι αν αυτός μπορεί να καταρτιστεί εγκαίρως και να εφαρμοστεί απρόσκοπτα.
Τα κλειδιά που «ανοίγουν» την οικονομία
Η πρόβλεψη ότι δεν θα βγάλουμε τη μάσκα τουλάχιστον έως το ερχόμενο «βαθύ» φθινόπωρο – αφού τότε υπολογίζεται ότι ίσως έχει επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανοσίας – αποκαλύπτει την αβεβαιότητα για το άνοιγμα του τουρισμού, που είναι παραπάνω από κρίσιμο για την Ελλάδα, η οποία εξαρτάται ανεπίτρεπτα από αυτόν.
Στην πραγματικότητα το ξεκλείδωμα της οικονομίας και η επανεκκίνησή της από ένα βιώσιμο σημείο εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες:
● Τη διάρκεια του ισχύοντος λοκντάουν και το ενδεχόμενο, ύστερα από ένα άνοιγμα, να υπάρξουν και άλλα μέχρι το καλοκαίρι και το τέλος του εμβολιασμού.
● Τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας ότι μόνο τηρώντας τους κανόνες προφύλαξης από τον κορωνοϊό θα είναι σε θέση να κινείται και να εργάζεται χωρίς περιορισμούς.
● Την ικανότητα της κυβέρνησης να βρίσκει κάθε φορά, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ μέτρων αποτροπής του κορωνοϊού και λειτουργίας της οικονομίας.
● Την αποτελεσματική στήριξη των κλάδων της οικονομίας που πλήττονται σκληρά από την πανδημία.
● Τη στήριξη των εργαζομένων ώστε να διατηρηθεί μια ικανοποιητική μίνιμουμ δυνατότητα κατανάλωσης και ανταπόκρισης σε στοιχειώδεις ανάγκες των νοικοκυριών.
● Τη δυνατότητα να υπάρξει προκαταβολική ενίσχυση των οικονομιών από ευρωπαϊκά κονδύλια με στόχο την αποκατάσταση ζημιών και την υποβοήθηση της ανάκαμψης, διότι το επόμενο φθινόπωρο, οπότε αναμένεται ότι θα προκύψει μια ικανοποιητική ροή ευρωπαϊκού χρήματος, είναι πολύ μακριά.
Όλα αυτά μαζί και το καθένα χώρια είναι όροι για μια επανεκκίνηση με ορίζοντα ανάκαμψης της οικονομίας και την αποφυγή μιας κοινωνικής καταστροφής που θα έχει σωρεία (και πολιτικών) συνεπειών.
Στην κόψη του ξυραφιού εθνικά - μεταναστευτικό
Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση (και κυρίως η χώρα) έχει μπλέξει άσχημα με τους τουρκικούς τσαμπουκάδες στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα δεν μπορεί σε αυτή τη φάση να «κατευναστεί» με χάντρες και καθρεφτάκια του είδους «ευρωπαϊκή προοπτική», με τα οποία όλοι κοροϊδεύαμε εαυτούς και αλλήλους τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το γκουβέρνο διακηρύσσει ότι ποντάρει στην προοπτική ενός διαλόγου που θα οδηγήσει σε συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη ή σε έναν διάλογο που θα οδηγήσει σε έντιμη διευθέτηση «των θαλασσίων ζωνών».
Εντάξει, θα πρέπει να είναι κάποιος εντελώς φαιδρός για να πιστέψει ότι η Τουρκία
● αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάννης, το στάτους των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και των δικαιωμάτων ΑΟΖ σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο,
● συγκρούεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, τις εκβιάζει ποικιλοτρόπως
● και απλώνει το γεωστρατηγικό της πλάνο από το Ναγκόρνο Καραμπάχ μέχρι την Αραβική Χερσόνησο, τη Λιβύη, την Αλγερία και την ανατολική Αφρική
για να καθίσει στο τέλος να μιλήσει με τον Μητσοτάκη και τον Δένδια για έναν... έντιμο συμβιβασμό επί των «θαλασσίων ζωνών».
Συνεπώς η Ελλάδα – και στην παρούσα φάση η κυβέρνηση – θα πρέπει να αποφασίσει με ποιο πλάνο, ποια στρατηγική, ποιους τακτικούς χειρισμούς, ποιες στρατηγικές και τακτικές συμμαχίες θα αντιμετωπίσει την εκτροχιασμένη τουρκική επιθετικότητα.
Μέρος ωστόσο αυτής της επιθετικότητας αποτελεί και επισήμως το μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο έχει απολέσει στον μέγιστο βαθμό την προσφυγική του συνιστώσα και έχει μετατραπεί σε υβριδικό όπλο της Άγκυρας εναντίον πρωτίστως της Ελλάδας και δευτερευόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί πρωτίστως εναντίον της Ελλάδας; Διότι, απλούστατα, η πλήρως οργανωμένη και απολύτως ελεγχόμενη από την Τουρκία αποστολή μεταναστών είτε μέσω του Έβρου είτε μέσω των νησιών εκβιάζει τους Ευρωπαίους μόνο στον βαθμό που εμείς θα τους επιτρέπαμε να περάσουν σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Όσο όμως αυξάνεται ο κίνδυνος για μεγάλες μεταναστευτικές ροές αναλόγως αυξάνονται οι ασφαλιστικές δικλίδες της Ευρώπης για τον εγκλωβισμό των μεταναστών στην Ελλάδα, η οποία μετατρέπεται σταδιακά στο κέντρο διαλογής και διαχωρισμού μεταναστών και προσφύγων και τελικά σε γκέτο μόνιμης «φιλοξενίας» με ευρωπαϊκή επιδότηση σε χρήμα και υλικοτεχνικά μέσα.
Το πρόβλημα λοιπόν παραμένει και εγκλωβίζεται εδώ – και γι’ αυτό ήδη εκτιμάται ότι η Τουρκία το πρώτο εξάμηνο του 2021 θα αυξήσει κατακόρυφα την πίεση και στα νησιά, ύστερα από την οργανωμένη απόπειρα διάσπασης των συνόρων του Έβρου, εν είδει πολιτικοστρατιωτικής εισβολής, το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Η παρτίδα αυτή έχει πολύ μέλλον, η Ελλάδα παραμένει αμήχανη ως προς τη στρατηγική αντιμετώπισης του ζητήματος και είναι βέβαιο ότι αυτή η αμηχανία θα επιφέρει σοβαρά κόστη.
από topontiki
Δεν υπάρχουν σχόλια: