Η μη βία ως πολιτική επιλογή

 


Γράφει ο Θανάσης Γιαλκέτσης

Η Αμερικανίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Μπάτλερ, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της «The Force of Nonviolence» (Verso 2020), συνομίλησε με την Ιταλίδα φιλόσοφο Ντονατέλα ντι Τσέζαρε. Ο διάλογός τους –απόσπασμα του οποίου παρουσιάζουμε στη συνέχεια– δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L’ Espresso.

Στο νέο βιβλίο σας γράφετε ότι «ζούμε σε έναν καιρό μεγάλων φρικαλεοτήτων και παράλογων θανάτων». Αυτή η ορθή διαπίστωση συνοδεύεται από την καταγγελία εκείνης της βίας που διαπράττει το κράτος, το οποίο ασκεί την εξουσία του κάνοντας διακρίσεις σε βάρος των «μη λευκών προσώπων» και ποινικοποιώντας τη διαφωνία. Με τρόπο πολύ θαρραλέο, εσείς αποδομείτε την προκατάληψη της Αριστεράς απέναντι στη μη βία. Και δείχνετε πόσο απατηλή είναι η αυτοάμυνα: επειδή προϋποθέτει ότι υπάρχει ένας ακέραιος, διαφανής εαυτός, ενώ γνωρίζουμε καλά πόσο ο εαυτός αλληλεξαρτάται πάντοτε από τις ζωές των άλλων. Γι’ αυτό, το κίνητρο του στοχασμού σας για τη μη βία είναι η κριτική στην εγωπαθή ηθική. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;

■ Σε πολλές συζητήσεις η μη βία αντιμετωπίζεται σαν ένα ζήτημα ατομικής ηθικής ή σαν μια μη ρεαλιστική και μη εφαρμόσιμη πολιτική θέση. Αν εξετάσουμε τόσο την ηθική όσο και την πολιτική βάση της μη βίας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι απαιτεί μια κριτική του ατομικισμού και απορρίπτει την εκδοχή της πραγματικότητας που επιβάλλεται από τη «realpolitik». Οταν κάποιος από μας δρα με τρόπο βίαιο, δεν στρέφεται μόνον εναντίον των αντικειμένων, των άλλων, των θεσμών και της φύσης, αλλά συντρίβει και τους κοινωνικούς δεσμούς που μας προστατεύουν. Σίγουρα υπάρχουν θεσμοί που μας εκμεταλλεύονται και μας βλάπτουν, καθώς και άλλοι που πρέπει αληθινά να κατεδαφιστούν. Η μη βία μπορεί να περιλαμβάνει όλους τους τύπους στρατηγικών «κατεδάφισης», συμπεριλαμβανομένων της απεργίας, του μποϊκοτάζ κ.ά. Ωστόσο, ακόμη και μια βίαιη πράξη που θεωρείται εργαλειακή φέρνει περισσότερη βία στον κόσμο, τον καθιστά έναν τόπο ακόμα περισσότερο βίαιο. Εξάλλου, η βία που πλήττει τις κοινωνικές μας σχέσεις καταλήγει να είναι ένα πλήγμα ενάντια σε μας τους ίδιους, επειδή επιδεινώνει τις συνθήκες μιας ζωής που αξίζει να βιωθεί. Το να είμαστε μη βίαιοι δεν σημαίνει ότι επιδεικνύουμε την αρετή μας ως άτομα, αλλά μάλλον ότι αναγνωρίζουμε πως καθοριζόμαστε από τις κοινωνικές μας σχέσεις με άλλα ζωντανά πρόσωπα. Σημαίνει, με δυο λόγια, ότι κατανοούμε πως είμαστε όντα εξαρτημένα από σχέσεις και όχι εγωπαθείς υπάρξεις.

■ Εδώ και καιρό έχει καταρρεύσει ο μύθος των Χειμερινών Ανακτόρων. Η βία καταλήγει να χρησιμεύει σε όποιον θέλει να τη χρησιμοποιεί ως απλό εργαλείο. «Μια βίαιη πράξη συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός περισσότερο βίαιου κόσμου», γράφετε. Η μη βία δεν είναι επομένως μια ηθική στάση. Είναι κυρίως μια πολιτική που θα έπρεπε να αναχαιτίζει τη συστημική καταστροφή. Μιλάτε συχνά και για «αντίσταση». Είναι συνώνυμη της μη βίας; Ο όρος «αντίσταση» μου φαίνεται περιοριστικός σε σχέση με αυτό που εννοείτε.

■ Αν σκεφτούμε τη μη βία με νέο τρόπο, όχι πλέον μόνον ως μια φυσική αντίδραση, τότε θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να βλέπουμε ότι ολόκληροι θεσμοί είναι βίαιοι και ότι πρέπει να παλεύουμε για να τους αλλάξουμε ή να τους καταργήσουμε. Το κίνημα για την κατάργηση των φυλακών, για παράδειγμα, καταγγέλλει τη βία αυτού του θεσμού. Οι φυλακές λειτουργούν σαν να ήταν νομιμοποιημένες να τιμωρούν τους έγκλειστους. Η βία που ασκούν όμως δεν διαφέρει από εκείνη που θέλουν να τιμωρήσουν ή να περιορίσουν. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τα κέντρα στα οποία κρατούνται οι μετανάστες σε απερίγραπτες συνθήκες. Θα έπρεπε επομένως να αναρωτηθούμε τι σημαίνει η αναδόμηση αυτών των θεσμών και αυτών των οικονομιών με μη βίαιο τρόπο. Η αντίσταση παραμένει για μένα ένας σημαντικός όρος, επειδή μία όψη της μη βίας είναι η άρνηση να αναπαράγουμε τη βία που υφίσταται ένα άτομο ή μια ομάδα, κλιμακώνοντας έτσι τις βιαιότητες. Βλέπω τη μη βία με το επιθετικό και δημιουργικό της γνώρισμα, αλλά τη βλέπω και ως μια μορφή αντίστασης. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι για μένα «αντίσταση» δεν είναι το μοναδικό όνομα γι’ αυτήν την πολιτική.

■ Αναφέρεστε και στον Γκάντι. Νομίζω ότι υπάρχει σήμερα ένα σημαντικό νέο στοιχείο στον δημόσιο χώρο και αυτό αποτελείται από εκείνους που αποκαλώ «νέους ανυπάκουους». Δεν πρόκειται ωστόσο για την παραδοσιακή πολιτική ανυπακοή, η οποία κατά βάθος δεν έρχεται σε ρήξη με το κράτος δικαίου. Οι «νέοι ανυπάκουοι» κινούνται στα όρια του δημόσιου χώρου, ήδη τον υπερβαίνουν, κλονίζουν την πολιτική του αρχιτεκτονική, αποσταθεροποιούν την κρατοκεντρική τάξη. Δεν είναι τυχαίο που σπεύδουν να βοηθήσουν τους μετανάστες. Γι’ αυτό και η δράση τους ποινικοποιείται.

■ Μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα αυτά τα κινήματα που προσφεύγουν σε ψηφιακά μέσα και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον δημόσιο χώρο για να ανατρέψουν τις πολιτικές που παράγουν ανασφάλεια, ρατσισμό, βία εναντίον των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να βλέπουμε τώρα τις δράσεις τους στον καιρό της πανδημίας, για παράδειγμα τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter που ακολουθούν τα πρωτόκολλα ασφαλείας και είναι ως επί το πλείστον μη βίαιες. Οι νέες ιδέες ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης ήδη δεν γεννιούνται πλέον στην εκλογική πολιτική, αλλά στα μαζικά κινήματα. Οταν ο νόμος γίνεται άδικος –όπως στην περίπτωση της Ευρώπης, που θεωρεί εγκληματία όποιον προσπαθεί να σώσει τις ζωές των μεταναστών-, τότε είναι δίκαιο να γινόμαστε εγκληματίες. Ή ίσως θα έπρεπε να πούμε «εγκληματίες» (εντός εισαγωγικών), δεδομένου ότι είναι ακριβώς ο ίδιος ο νόμος που είναι εγκληματικός.

■ Στο βιβλίο σας διατυπώνετε μια κριτική στην έννοια της «γυμνής ζωής». Συμφωνώ πολύ με την κριτική σας. Αν πούμε ότι οι μετανάστες, που συγκεντρώνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά μήκος των συνόρων της Ευρώπης, είναι «γυμνή ζωή», κινδυνεύουμε να τους εκτοπίσουμε σε μιαν απολιτική άβυσσο, σε μιαν υπαρξιακή ένδεια, από την οποία θα ήταν δύσκολο να διαφύγουν. Για σας οι αποκλεισμένοι παραμένουν ωστόσο πάντοτε σε μια σχέση.

■ Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναρωτηθούμε για την προοπτική στην οποία εγγράφεται η «γυμνή ζωή». Θεωρώ ότι από τη σκοπιά που υιοθετεί ο Αγκάμπεν, εκείνη της κρατικής κυριαρχίας, όσοι είναι «γυμνή ζωή» έχουν στερηθεί όλα τα νόμιμα δικαιώματα, ακόμη και τη συνθήκη του υποκειμένου. Ο νόμος που θα έπρεπε να τους προστατεύει έχει αποσυρθεί ή ανασταλεί με απόφαση του κυρίαρχου. Περιττεύει να πούμε ότι έχω πλήρη επίγνωση αυτών των αποκλεισμών και ότι προφανώς ασκώ κριτική σε αυτούς. Το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρη η σκηνή περιγράφεται ωσάν να υπήρχε ο νόμος από τη μια μεριά και η ζωή από την άλλη. Ωστόσο, εκείνοι που έχουν στερηθεί από διάφορες εξουσίες το νομικό τους status μπορούν αλληλοσυνδεόμενοι να αποτελέσουν μέρος δικτύων αλληλεγγύης, μπορούν να δράσουν πολιτικά και να βρουν τρόπους για να υπερασπίσουν την κινητικότητά τους. Το ότι εγκαταλείφτηκαν από τις κυρίαρχες μορφές της εξουσίας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες μορφές αντίδρασης. […]

από efsyn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.