Η ποιητική εκδοχή ενός σημαντικού πεζογράφου



 Πέτρος Γκολίτσης

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο Βασίλης Βασιλικός (Καβάλα, γ. 1934), Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας (2017), είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος πεζογράφος μας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Ανάμεσα, μάλιστα, στα χίλια βιβλία που πρότεινε στους αναγνώστες της η αγγλική εφημερίδα «The Guardian» (1000 novels everyone must read) στις 21 Ιανουαρίου του 2009, περιλαμβάνονται δύο μόνο ελληνικά: το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη και το «Ζ» του Βασιλικού.

Εχοντας εκδώσει από το 1953 μέχρι σήμερα περισσότερους από 120 αυτοτελείς τόμους βιβλίων (πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, ποίηση) και μια ποιητική ανθολογία από τον «Ρήγα έως τις μέρες μας», η οποία και θα επανεκδοθεί ανανεωμένη, μας παραδίδει τα «Ποιήματα» σε επιμέλεια και ανθολόγηση του Θανάση Νιάρχου.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που χωρίζεται σε δύο ενότητες. «Τα εφηβικά» ποιήματα, της περιόδου 1948-1951, τα οποία και τα χωρίζει σε δύο υποενότητες, «Εμμετρα» και σε «Ελεύθερο στίχο», και τα «Ποιήματα της αυτοεξορίας», 1967-1973.

Ενώ τα ποιήματα της πρώτης ενότητας ξεχωρίζουν με την ευαισθησία, την τρυφερότητα και τη σπιρτάδα τους, αυτά της δεύτερης ενότητας λειτουργούν ως ποιητικοί «συνοψισμοί» της ευρύτερης και της συγκεκριμένης ιστορικής, πολιτικής και διακειμενικής θεώρησής του, και έως τέτοιοι μπορούν να εκληφθούν και ως σύντομες αλλά ουσιαστικές εισαγωγές στο λογοτεχνικό σύμπαν του παγκόσμιου αυτού συγγραφέα.

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τι έγραφε ως έφηβος ο Βασιλικός, μεταξύ των 13-17 χρόνων. Διαβάζουμε στο έμμετρο «Λιόγερμα»: «[…] Κι έτσι να σβήσω απ’ τη ζωή με λίγες αναμνήσεις. / Γαλήνια, όπως το πόθησα, αθόρυβα κι απλά∙ / και τα μαβιά τα σύγνεφα στην κορυφή της δύσης / να σκορπιστούν στο φύσημα κάποιου τρελού βοριά…».

Αξίζει να υπογραμμίσουμε, πέρα από την τρυφερότητα, την παρουσία μιας σπάνιας ευαισθησίας, το μειδίαμά του, τον έλεγχο των μέσων του και τη σταθερή του εποπτεία. Πέρα από τη συγκρότησή του και το τσαγανό του, ο Βασιλικός εμφανίζεται ως ένας αιώνιος, ένας ισόβιος έφηβος.

Στο έμμετρο επίσης ποίημα «Εισαγωγή» βλέπουμε τους εναρκτήριους και καταστατικούς στίχους: «Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι, / τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές. / Περνούμε εμείς∙ έρχονται πίσω άλλοι / κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές».

Προχωρώντας στα ελευθερόστιχα της εφηβείας, κυριαρχεί το στοιχείο του συλλογισμού και των παρατηρήσεων. Ξεχωρίζουμε το «Μεσονύχτι», όπου συναντούμε «ελάχιστα φώτα σπαρμένα» και «τα φώτα της πολιτείας, / που μοιάζουν διαμάντι τριμμένο / πάνω σε σκούρο απλωμένο βελούδο». Με τη σολωμική αυτή ευαισθησία, ήδη από την εφηβεία, ο Βασιλικός φτιάχνει με τα χέρια του και με τον νου του κάτι δικό του. Λειτουργώντας ως κάποιος που εντυπωσιάζεται από τα σχήματα, τη διάρθρωση και την ίδια την παρουσία του κόσμου.

Στα ποιήματα «Το δέντρο» και «Ηλιε μου, Αρταξέρξη μου» («6»), των δύο ενοτήτων αντίστοιχα, μας κερδίζει ο ρυθμός. Οικείος, νεοελληνικός, τον οποίο σμιλεύει και κατέχει ως τεχνίτης που πραγματικά, και εξαρχής, ελέγχει τα μέσα του, έχοντας προαποφασίσει τη στόχευσή του. Σύντομα, αντίστοιχα, δείγματα: «Προχωρούσαμε οι δυο μας αμίλητοι, / βυθισμένοι σε άτονες σκέψεις∙ και τριγύρω στο πάλλευκο σάβανο / τις σβησμένες μας μάντευε λέξεις». Και, το αφιερωμένο στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, «Σήμερα χάιδεψα τους δρόμους / σάμπως μες στ’ όνειρό μου, / κι όπως γυρνούσα, απ’ τους ώμους / ξεκρεμώντας το παλτό μου […]».

Η νεοελληνικότητα, βέβαια, στην οποία αναφερθήκαμε, παίρνει μιαν άλλη διάσταση, γνώριμη, σε ποίημα της ενήλικης «αυτοεξορίας» («7»). «[…] Δροσίνης εγώ / Παλάμιζα τον πόθο μου / για σένα. Ξεπερασμένα / κύματα, βεγγαλικά / του αλλοτινού καιρού. / Τώρα θα πρέπει / να λογαριαστούμε / με τις κουράδες. Υπόνομοι / τσιμεντωμένοι, ώς τη θάλασσα». Ή, απευθυνόμενος στον αυτοκτόνο Γιώργο Μακρή, γράφει: «Δεν πρόφτασες να δεις / […] τους μπάμπουρες ν’ αντανακλούν / πάνω στη μαύρη ράχη τους / τον ήλιο, δίχως καμιά δόξα».

Τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας λειτουργούν ως ρεπορτάζ από διαφορετικές ηλικίες. Προχωρώντας πέρα από το ρεπορτάζ των αιώνων του Καβάφη και τη ματιά στα διάκενα του Αντρέ Ζιντ, ο Βασιλικός, κινούμενος στη βιογραμμή του, καταγράφει και μεταποιεί με τα ακροδάχτυλά του τις εντυπώσεις του και τους στοχασμούς του, που πηγάζουν άμεσα και τρυφερά, σε φωτογραφικά αλυσιδωτά κάδρα.

Παραπέμποντας στο ποίημα «Παιδική ανάμνηση», κλείνουμε με το αντιστικτικό «Λάκα-Σούλι», όπου διαβάζουμε: «Ολα θα ξεχαστούν. Μια μέρα / αγκαλιασμένοι θα βρεθούμε / οι απόδημοι κι οι εδώδιμοι, οι αντιστασιασθέντες κι οι νεκρόφιλοι, / θα πούμε: Ο γέγονε, γέγονε∙ […]». «Τίποτε δεν θα ξεχαστεί. Μια μέρα αντιμέτωποι θα βρεθούμε […] μην ξεχάσεις / την ενδημική οδύνη / για την απόδημη συφορά».

από efsyn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.