Τουριστική Μονοκαλλιέργεια και Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη


Γράφει ο Παναγιώτης Α. Τζανετής

"Να μην γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης" προειδοποιούσε ο Ανδρέας κατά το μακρινό 1980 -παραμονές της εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ και στην κοινή της αγορά.

Στη συνέχεια, το ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε κυρίαρχο πολιτικό εκφραστή της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Σχεδόν μετά από μισό αιώνα και από μια χρεοκοπία, η διάσημη ρήση δεν αποτελεί πια προειδοποίηση αλλά μάλλον περιγραφή της οικονομικής πραγματικότητας.

Σύμφωνα µε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού (WTTC), το ένα τέταρτο της απασχόλησης στην Ελλάδα βασίζεται στον Τουρισμό. Με άλλα λόγια, γίναμε τελικώς τα γκαρσόνια της Ευρώπης!

Ο Ανδρέας αρκέστηκε στην σωστή διάγνωση χωρίς όμως να επιτύχει σπουδαία πράματα στην θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση, τώρα τα «γκαρσόνια» θα πληγούν ασύμμετρα από την συνεχιζόμενη πανδημία, η οποία βάζει φρένο σε κάθε σκέψη μαζικού τουρισμού. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ Μάας ξεκαθάρισε από νωρίς ότι φέτος το καλοκαίρι διακοπές στο εξωτερικό δυστυχώς “δεν προβλέπονται”. Αν όμως δεν προβλέπονται διακοπές, τότε ευλόγως προβλέπεται ύφεση  20%, δηλαδή η υψηλότερη από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ.

Κι ενώ στην Ελλάδα πολλοί ασχολούνται με γερμανικά ρεπορτάζ που αμφισβήτησαν την ακρίβεια των ελληνικών στοιχείων περί πανδημίας, τα αληθώς δυσάρεστα είναι άλλα. Σε χθεσινοβραδινή σύσκεψη της Καγκελαρίου με τους Πρωθυπουργούς των κρατιδίων ακολούθησε συνέντευξη τύπου. Ομόφωνα και ρητά απέρριψαν την ιδέα ανοίγματος των συνόρων για τουριστικούς σκοπούς ενώ στη συνέχεια σε χαλαρό κλίμα άρχισαν να αστειεύονται μεταξύ τους με το πόσο ωραία μέρη διαθέτει καθένας τους στον τόπο καταγωγής του. Διακοπές; Μόνο στο ωραίο εσωτερικό της Γερμανίας!

Μπροστά στην διαφαινόμενη οικονομική καταστροφή και στην εκτίναξη των spreads, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου στρέφουν το βλέμμα προς τις Βρυξέλλες. Ζητούν κοινά ευρωπαϊκά ομόλογα, που θα μειώσουν το κόστος δανεισμού και θα τις προστατεύσουν από τους σπεκουλαδόρους των διεθνών χρηματαγορών. Οι συνοφρυωμένοι Βόρειοι απορρίπτουν όμως κάθε διαμοιρασμό του κόστους και της σχετικής διακινδύνευσης, κουνώντας αυστηρά το δάχτυλο και παραπέμποντας τους ευρωπαίους «τζίτζικες» στην στοργική αγκαλιά της Τρόικας, ως διασφάλιση ότι δεν θα χάσουν τα λεφτά τους.
Αυτό το διαπραγματευτικό τανγκό ξυπνά σίγουρα δυσάρεστες αναμνήσεις σε όλους όσους παρακολούθησαν εκ του σύνεγγυς την ευρωπαϊκή Κρίση Χρέους από το 2009 και έπειτα. Άραγε θα  παρακολουθήσουμε απλώς ένα sequel της κρίσης εκείνης; Θα αναμετρηθούν πάλι τα ίδια, χιλιοειπωμένα, επιχειρήματα περί αλληλεγγύης αφενός και δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αυτονομίας αφετέρου;  
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε, αν η ευθύνη για την υπερβολική έκθεση της ελληνικής οικονομίας στις συνέπειες τις πανδημίας βαραίνει κατά κύριο λόγο το ελληνικό κράτος. Συμβαίνει δηλαδή κάτι ανάλογο με τον υπερδανεισμό και την κακοδιαχείριση που οδήγησε στην κρίση του 2009; Άλλωστε η βάση των επιχειρημάτων του ευρωπαϊκού Βορρά ήταν σταθερά η ίδια: δεν θα πληρώσουμε εμείς, τα δικά σας αμαρτήματα! Άραγε αμάρτησε και πάλι η Ελλάδα; Μήπως τζογάρισε απερίσκεπτα όλο το …εφάπαξ της σε μετοχές της τουριστικής βιομηχανίας; Της αξίζει να ζήσει τις συνέπειες του Κραχ έστω με βάση την προτεσταντική λογική;
 Η ορθή απάντηση βρίσκεται στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης. Αυτές στοχεύουν -ήδη από τις πρώιμες μορφές της- στην δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, ενός χώρου δηλαδή όπου πρώτες ύλες, εργατικό δυναμικό, κεφάλαια και προϊόντα κινούνται ελεύθερα και χωρίς διακρίσεις. Η ελεύθερη αυτή κίνηση επιζητά να κατανείμει τους πόρους εντός της αγοράς στην βάση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κάθε τόπου. Αυτή η κατανομή είναι, στην θεωρία, η βέλτιστη για όλους τους συμμετέχοντες, ακριβώς διότι επιτρέπει την εξειδίκευση της κάθε οικονομίας, που με την σειρά της οδηγεί σε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στις «οικονομίες κλίμακας».
Πως θα μπορούσε μια ορεινή χώρα στην άκρη της ηπείρου να συναγωνιστεί τις μεγάλες παραγωγικές βιομηχανίες του Βορρά εντός της ευρωπαϊκής αγοράς και άρα επί ίσοις όροις, όταν τα κόστη μεταφοράς των προϊόντων στις μεγάλες καταναλωτικές αγορές της Ευρώπης είναι συγκριτικά πολλαπλάσια; Αντίστοιχες σκέψεις κάνανε, επί κανονικών συνθηκών, και οι Γερμανοί ξενοδόχοι, όταν έπρεπε να ανταγωνιστούν τα καλοκαίρια την μοναδική ομορφιά και τη πολιτισμική κληρονομιά της χώρας μας … με κάποια φεστιβάλ λουκάνικων εντόπιας παραγωγής.
Άρα δεν ξαφνιάστηκε κανείς, που χωρίς κάποια διαφορετική μνεία, η τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας γιγαντώθηκε, ενώ οι παραγωγικές της βιομηχανίες σχεδόν εξαφανίστηκαν. Αντιθέτως, η εξέλιξη της Ελλάδας σε μια οικονομία τουριστικής «μονοκαλλιέργειας» αποτέλεσε την πραγμάτωση του ιδανικού της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, Υπήρξε άμεσο και ηθελημένο αποτέλεσμα της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό που έγινε. Αν όμως η σημερινή διάταξη της  οικονομίας συνιστά άμεσο αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην Ενιαία Αγορά, η τυχόν επίκληση ένοχων ελληνικών επιλογών από τους εταίρους θα συνιστούσε μια ακραία και υποκριτική άρνηση της ιδρυτικής ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης.
Καταλήγοντας, η επερχόμενη οικονομική κρίση θα έχει πολλές επιφανειακές ομοιότητες με την απελθούσα. Ωστόσο θα έχει και μια βασική διαφορά: η επιλογή της υπερβολικής έκθεσης μιας ευρωπαϊκής οικονομίας σε έναν και μόνον παραγωγικό τομέα, ήταν και παραμένει εξ ολοκλήρου ευρωπαϊκή. Άρα δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται κι από έναν δίκαιο επιμερισμό του ρίσκου της υπερεξειδίκευσης. Τυχόν άρνηση αυτού, θέτει τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος σε αμφισβήτηση. Ένα παλιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, όπως ο υπουργός Τουρισμού κ Χάρης Θεοχάρης, θα έλεγε πως εάν κάτι τέτοιο συμβεί, πρόκειται να καταστεί εξίσου επίκαιρη μια άλλη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου: «ΕΟΚ, ο λάκκος των λεόντων».
από tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.