«Αντιλαλούν οι φυλακές, τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές»…


Γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος



Πάντα αντιλαλούσαν οι φυλακές στην Ελλάδα και για διαφορετικούς μάλιστα λόγους! Πάντως τα τραγούδια της φυλακής έχουν παμπάλαια καταγωγή, όπως και η ίδια η φυλακή. Στα αρχαία χρόνια, ήταν ο Σωκράτης στη φυλακή και εκεί ήπιε το κώνειο, μόνο και μόνο για να τηρήσει τον άδικο νόμο της πόλης του!

Στα νεότερα χρόνια, ο ήρωας Κολοκοτρώνης κλείστηκε στη φυλακή επειδή έτσι θέλησαν κάποια επίσημα ρεμάλια, δηλαδή σιχαμεροί «τζακάδες» και ταυτόχρονα ξεπουλημένοι εξουσιαστές... Αρκετά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στη φυλακή, όπως για παράδειγμα το «Δώδεκα χρόνια φυλακή».
Το σημερινό σημείωμα αναφέρεται στα ρεμπέτικα της φυλακής και ειδικότερα σ’ αυτά του Γεντί Κουλέ. Τα ρεμπέτικα τραγούδια γεννήθηκαν σε πονηρούς χώρους και θα μπορούσα να πω ότι μήτρες των ρεμπέτικων ήταν κυρίως οι φυλακές και οι τεκέδες. Για το λόγο αυτό, η λέξη «φυλακή» και πολλές φυλακές ονομαστικά, πέρασαν σε ρεμπέτικα τραγούδια. Στο αρχείο μου έχω περί τα 120 τέτοια τραγούδια.
Τα πρωτεία, μακράν, κρατούν οι φυλακές του Γεντί Κουλέ, το Επταπύργιο δηλαδή της Θεσσαλονίκης. Άλλες φυλακές, που πέρασαν σε ρεμπέτικα, είναι οι φυλακές του Συγγρού, του Ωρωπού, της Αίγινας, των Τρικάλων, του Αναπλιού, η Παλιά Στρατώνα, τα Παραπήγματα, ο Μεντρεσές κ.ά. Σημειωτέον ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ρεμπέτικα της φυλακής είναι μικρά «ρεπορτάζ» για τις συνθήκες, την ατμόσφαιρα και τις



Χασικλής με αργιλέ, κρατούμενος στη φυλακή «Παλιά Στρατώνα», 1911

θλιβερές ιστορίες των κρατούμενων‧ μάλιστα είναι περισσότερο αξιόπιστα «ρεπορτάζ» από τα αντίστοιχα -και άνευ εισαγωγικών- τα οποία έβλεπαν (αν, έβλεπαν…) το φως της δημοσιότητας, στις φυλλάδες της εποχής!
Έτσι ακούμε για ναρκωτικά που κυκλοφορούσαν αβέρτα στις φυλακές, με την ανοχή (και τη δωροδοκία;) των κρατούντων. Αμ, πώς! Έχω στο αρχείο μου φωτογραφία του 1911 μέσα από τις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, όπου ένας κρατούμενος -ντάλα μεσημέρι- λιάζεται και φουμέρνει ήσυχος τον αργιλέ του!
Και λέω, ακόμα κι ένας καλόπιστος, πώς να μη σκεφτεί ότι διευθυντής και κρατούντες ήταν καλά λαδωμένοι ή χεσμένοι από το φόβο τους μην πάνε οι φίλοι των κρατουμένων και βιάσουν τις γυναίκες ή τις κόρες τους; Πώς;
Στο τραγούδι-ρεπορτάζ «Φυλακισμένος» (Γ. Δραγάτση-Ογδοντάκη, 1933), ακούμε: Τέσσερα χρόνια φυλακή μες στην «Παλιά Στρατώνα», μπαρμπούτι, μαύρο και σεβντάς, μου σπάσανε το σώμα… Ο μπαγλαμάς και ο λουλάς είναι η παρηγοριά μου, σαν τη φουμάρω τα ξεχνώ τα ντέρτια τα δικά μου…
Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Ήχου
Μανές της φυλακής, παραδοσιακό, Γιώργος Παπασιδέρης 1933.
Να σας γράψω τώρα (για να γελάστε και να κλάψτε, με τα εθνικά μας …κουρέλια) μερικά στιχάκια από ένα τραγούδι, πάλι του Ογδοντάκη, το οποίο κάνει «ρεπορτάζ», αυτή τη φορά στις «Φυλακές του Συγγρού», οι οποίες χτίστηκαν με χρήματα του εθνικού αλήτη Ανδρέα Συγγρού. (Κι όποιος με θεωρεί υπερβολικό στους χαρακτηρισμούς μου, ας μπει στο Γκουνκγλ κι ας ρίξει μία ματιά στα «Λαυρεωτικά» και στο όνομα «Α. Συγγρός»! Και ντροπή σ’ αυτούς, που διατηρούν ακόμα το όνομα της λεωφόρου «Α. Συγγρού», και δε βάζουν ένα άλλο όνομα, όπως Ν. Καζαντζάκη, Κ. Καβάφη, -παγκόσμια, μοναδικά, ονόματα στη λογοτεχνία…-, Γ. Παπανικολάου, Α. Παπαδιαμάντη, Ε. Ροΐδη κ.ά. Ντροπή τους!).



Η πρόσοψη της «Φυλακής Συγγρού» με την ψευδή και υποκριτική επιγραφή

Πάλι κλαυσίγελος…, και που λέτε στο τραγούδι-ρεπορτάζ «Γιάννης ο χασικλής», 1930, ακούμε: Μέσα στου Συγγρού τη φυλακή, βρίσκεις λουλά και τουμπεκί, έχει φίνους χασικλήδες που ‘ναι όλοι μερακλήδες… Ρε συ Γιάννη Αχειλά, γέμισέ μας το λουλά… Κάνε γρήγορα μικρέ, φέρε μας τον αργιλέ! Σε άλλο «ρεπορτάζ» (1926) ακούμε: Μες στου Συγγρού τη φυλακή σκοτώσαν ένα χασικλή… και σ΄ ένα ακόμα (1927): Μες στου Τσιγγρού τη φυλακή εγίνηκε μια συμπλοκή, μέσα σ΄ αυτή τη συμπλοκή λαβώσαν ένα χασικλή…
Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Ήχου
Αντιλαλούν οι φυλακές, Μάρκου Βαμβακάρη, Μάρκος, 1935
Χασίσια, τεκέδες, φόνοι, τραυματισμοί κ.ά. στη φυλακή του «ευεργέτη», μα αυτό δεν ήταν σωφρονιστήριο, αλλά κανονικό διαφθορείο! Μάλιστα ο «πλαστός» Συγγρός, πάνω από την είσοδο της φυλακής του, έγραφε υποκριτικά «ΠΡΟΣΗΚΕΙ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΕΝ ΤΙΜΩΡΙΑ ΟΝΤΙ ΒΕΛΤΙΩΝΙ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ», δηλαδή «Πρέπει κάθε τιμωρημένος να γίνεται καλύτερος»!
Και εγώ, που είμαι πολύ κακόπιστος σε τέτοια θέματα, τι θα σκεφτώ; Μα ότι τα ναρκωτικά τα έβαζαν μέσα οι δεσμοφύλακες! Αν, δηλαδή, δεν τα έμπαζε -για ασφάλεια και έλεγχο- ο ίδιος ο διευθυντής και οι δεσμοφύλακες ήταν τα εσωτερικά βαποράκια! Μη συγκρίνετε με σήμερα, που οι φυλακές είναι σκέτα παρθεναγωγεία και που δεν κυκλοφορεί μέσα ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό… Α, πα πα πα πααα….



Η είσοδος στη φυλακή «Γεντί Κουλέ»

Περνάμε τώρα στις φυλακές του Γεντί Κουλέ. Οι φυλακές του Γεντί Κουλέ, αποκαλούνταν «καταραμένες φυλακές»! Ευτυχώς σήμερα δε λειτουργούν. Αλλά το κτίριο παραμένει και θυμίζει… Και τι ειρωνεία, το Γεντί Κουλέ λειτουργεί σήμερα ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων. Μάλιστα έχω μαγνητοσκοπήσει εκεί μέσα (μπρρρ…) μία σχετική εκπομπή για την ΕΤ3. Το Γεντί Κουλέ δεν το συναντάμε μόνο στα ρεμπέτικα αλλά και σε τουλάχιστον δύο ισπανοεβραίικα-σεφαραδίτικα τραγούδια, αλλά αν ψάξει κάποιος στις άλλες γλώσσες της παλαιότερης Θεσσαλονίκης, θα βρει κι άλλα τραγούδια για το Γεντί Κουλέ.
Τα Κάστρα στη Θεσσαλονίκη, χτίστηκαν μαζί με την πόλη 300 χρόνια περίπου π.Χ. Κατά την τουρκοκρατία χρησιμοποιήθηκαν σα φυλακές, με κρατούμενους εξέχουσες και ηρωικές μορφές του τόπου μας, αλλά και ξένους, οι οποίοι ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι στη σκληρή τουρκική τυραννία. Το 1890 κατασκευάστηκε το κύριο συγκρότημα των φυλακών και λειτούργησε ως φυλακή μέχρι το 1989. Μέχρι τότε, τα απαίσια αυτά μπουντρούμια, εκτός από εγκληματίες, βαρυποινίτες και κάθε είδους σκοτεινές ψυχές, φιλοξένησαν και τους ηττημένους της εμφύλιας σύρραξης. Και 20 χρόνια αργότερα, τους αντιστασιακούς της δικτατορίας των βλαμμένων συνταγματαρχιδίσκων...



Το «Γεντί Κουλέ» με τα τείχη του, το 1700;

Ο ήπιος και σώφρων πατριώτης Λεωνίδας Κύρκος, που ήταν έγκλειστος στο Γεντί Κουλέ την περίοδο της χούντας, έχει πει σχετικά: «Το Γεντί Κουλέ είναι ένα μνημείο της βυζαντινής εποχής και της ανθρώπινης βαρβαρότητας‧ μία έπαλξη για την υπεράσπιση της ελευθερίας και ένα σύμβολο καταπίεσης και απανθρωπιάς». Θέλω να σας παραθέσω τώρα, το πώς έχουν χαρακτηρίσει αυτές τις φυλακές διάφοροι που τις έζησαν ως έγκλειστοι, για να καταλάβετε καλύτερα για τι σας μιλάω. Προσέξτε λέξεις και φράσεις: Κολαστήριο, καταραμένο κάτεργο, άντρο βασανισμών και μαρτυρίου, σύμβολο εξουσίας, τόπος εκτελέσεων, μεσαιωνικό κάτεργο, πανεπιστήμιο εγκλήματος, κόλαση κ.ά.
Γι’ αυτό, τα ρεμπέτικα που γράφτηκαν για το Γεντί Κουλέ είναι πολύ βαριά, αργόσυρτα, θλιμμένα και γεμάτα με απελπισία, πόνο και κλάμα. Έτσι, το Γεντί Κουλέ, για δεκαετίες, ήταν το φόβητρο και το στοιχειό της Θεσσαλονίκης! Ο κόσμος ούτε που το πλησίαζε! Το ότι όλα αυτά δεν τιμούσαν την πατρίδα μας και το ονομαζόμενο σωφρονιστικό της σύστημα, φαίνεται ότι κανέναν υπεύθυνο μπουνταλά δεν ενδιέφεραν. Ούτε που τα σκέφτονταν καν... Και γιατί, άλλωστε;



Βασανιστήρια στο «Γεντί Κουλέ»-σκίτσο κατόπιν περιγραφής, το 1903;

Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός δεν έχει φτάσει ούτε σήμερα στην Ελλάδα και θα έμπαινε τότε στο απάνθρωπο Γεντί Κουλέ; Ο επίσημος τίτλος των φυλακών αυτών ήταν «Εγκληματικαί φυλακαί Επταπυργίου» και η λέξη «εγκληματικαί» μπορούσε να ερμηνευτεί όπως ήθελε ο κάθε αλητήριος εξουσιαστής! Όταν έπεφταν τα μάνταλα και σφράγιζαν οι πόρτες, το Γεντί Κουλέ φάνταζε σαν ένα σαπιοκάραβο που παραπαίει σε φουρτουνιασμένη θάλασσα τη νύχτα, χωρίς καμία ελπίδα σωτηρίας. Ο Τσιτσάνης έγραψε ένα σχετικό τραγούδι, «Τα μάνταλα» (1952).



Ετικέτα του δίσκου 78 στροφών με το «Αντιλαλούν οι φυλακές», του Μάρκου Βαμβακάρη, στη νεότερη ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση, το 1960.

Για τα κελιά στο Γεντί Κουλέ, θα πω, μόνο, ότι ήταν μεσαιωνικά μπουντρούμια με ελάχιστο χώρο, εντελώς σκοτεινά, χωρίς παράθυρο ή άλλο φυσικό φωτισμό, χωρίς αερισμό, χωρίς τουαλέτα και χωρίς κρεβάτι. Δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω ότι εκεί μέσα υπήρχε και το διαβόητο κελί με τον αριθμό 15, ως «απομόνωση», το οποίο ήταν κατασκότεινο και μέσα από το οποίο περνούσε ένας ανοιχτός οχετός!
Μέσα από τον ανοιχτό αυτόν οχετό, περνούσε βεβαίως και η αξιοπρέπεια των εκάστοτε κυβερνώντων, των υπουργών, των διευθυντών και κάθε σχετικού (αλλά απάνθρωπου) εξουσιαστή, καθώς και όλο το σωφρονιστικό σύστημα της φουκαριάρας τριτοκοσμικής πατρίδας μας! Υπάρχουν και σχετικά τραγούδια, όπως το «Κελί μου κατασκότεινο», καθώς και το «Γεντί Κουλέ» του Τσιτσάνη.
Τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο Γεντί Κουλέ είχε αποκαλύψει, ύστερα από θαρραλέα έρευνα, η αντεισαγγελέας Χρυσούλα Μαρία Γιαταγάνα, με ειδική αναφορά της στην εισαγγελία πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία έρευνα δημοσιεύτηκε από τον Κώστα Τσαρούχα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» τον Αύγουστο του 1984. (Συγνώμη που αναφέρω την «Ελευθεροτυπία», αλλά μήπως θα θέλατε να αναφέρω τη μεροληπτική «Καθημερινή»; Έχω ντροπή και φιλότιμο...) Η Γιαταγάνα, λοιπόν, απειλήθηκε από αγνώστους, τόσο η ίδια όσο και η οικογένειά και οι συγγενείς της! Γιατί; Μα γιατί στην έκθεσή της έγραψε με λεπτομέρειες πράγματα, που αν τα ακούσετε θα φρίξετε! Έγραψε λοιπόν:



Ετικέτα του δίσκου 78 στροφών με το «Κελί μου κατασκότεινο», στο όνομα του Καζαντζίδη, με τον ίδιον, το 1959

1. Για εμπορία και χρήση ναρκωτικών μέσα στο Γεντί Κουλέ

2. Για βιασμούς ανηλίκων και νέων

3. Για απάτες, απιστία και γενικά εκμετάλλευση, από ορισμένους δικηγόρους
4. Για παραβάσεις του Αγορανομικού Κώδικα
5. Για βασανισμούς και σωματικές βλάβες
6. Για εργαζόμενους που αναγκάζονταν να υπογράφουν αποδείξεις για μεγαλύτερες ποσότητες υλικών από τις πραγματικές…

Δυστυχώς, για το θάρρος, την ειλικρίνεια, αλλά και τον επαγγελματισμό της, η Γιαταγάνα κυνηγήθηκε, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, μόνο και μόνο επειδή είπε την αλήθεια και ως φαίνεται χάλασε το ραχάτι και την κονόμα κάποιων αλητών! (Όχι, ο ΣΚΑΪ δεν κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα ως υπαίτιους! Πώς του ξέφυγε να το κάνει;) Να τελειώσουμε και λίγο ευχάριστα.
Είπαμε ότι τα ρεμπέτικα για το Γεντί Κουλέ είναι βαριά, θλιμμένα... Όχι, όμως, όλα. Υπάρχει μία εξαίρεση και είναι «Η φωνή του Αργιλέ» (Βαγγέλη Παπάζογλου, 1936). Το χιουμοριστικό ύφος του τραγουδιού δικαιολογείται από το γεγονός ότι η φυλάκιση είναι πλέον παρελθόν, αφού στο τρίτο στιχάκι ακούμε: Τώρα που ‘χω ξεμπουκάρει μέσ’ απ’ το Γεντί Κουλέ, που ’χω βγει δηλαδή απ’ το Γεντί Κουλέ.
Επιμύθιον.

Μόνο έναν μανέ της φυλακής έχω εντοπίσει και είναι …όλα τα λεφτά!

ΜΑΝΕΣ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ, (Παραδοσιακό) Γ. Παπασιδέρης, 1933
Τον άνθρωπο στην φυλακή όλοι τον λησμονούνε,
σαν εκκλησιά στην ερημιά που δεν την λειτουργούνε.


(*) Μάρκου Βαμβακάρη, 1935
από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.