Σύνοδος G7 - Το "δίκαιο" διεθνές εμπόριο του Τραμπ...
Γράφει ο Κώστας Μελάς
Στην πρώτη του συνάντηση με την Μέρκελ το 2017, ο πρόεδρος Τραμπ είχε δηλώσει με στόμφο ότι «δεν είμαι υπέρ του προστατευτισμού, είμαι υπέρ του "δίκαιου" διεθνούς εμπορίου». Αντιθέτως η καγκελάριος είχε υποστηρίξει, όπως πάντα, ότι το "ελεύθερο" εμπόριο αποτελεί την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό πίσω από τις έννοιες "δίκαιο" και "ελεύθερο" διεθνές εμπόριο κρύβονται εμπορικά συμφέροντα, τα οποία συνεχίζουν να καθορίζουν τις πολιτικές των δύο κυβερνήσεων. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά στη Σύνοδο των G7 στο Μπιαρίτς της Γαλλίας.
Οι έννοιες "δίκαιο" και "ελεύθερο" διεθνές εμπόριο είναι κανονιστικές και ως τέτοιες χρήζουν ορισμού. Χωρίς να ορισθούν, οι διακηρύξεις τέτοιου τύπου παραμένουν κενές νοήματος. Αυτό προφανώς απαιτεί την χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων και συνεπώς προϋποθέτει σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι εξ αντικειμένου αλήθεια. Βεβαίως, τα όσα υποστηρίζουν οι Τραμπ και Μέρκελ αντιστοιχούν με το πώς οι δύο αντιλαμβάνονται τα συμφέροντα των χωρών τους στη συγκεκριμένη φάση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Και βεβαίως δεν αποτελούν κάτι το νέο στην ιστορία του διεθνούς εμπορίου.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια μικρή ανασκόπηση των δύο θεωρητικών αντιλήψεων και τα επιχειρήματα που κάθε μια από αυτές χρησιμοποιεί. Η φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου έχει εξελιχθεί σε μορφή και περιεχόμενο. Από τις απλές σκέψεις των κλασικών οικονομολόγων, Adam Smith και David Ricardo έχουμε το υπόδειγμα Heckscher-Ohlin-Samuelson και άλλες περίπλοκες νεοκλασικές διατυπώσεις.
Σύμφωνα με αυτές, η εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων στη ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και η συμμετοχή μιας εθνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο επιτρέπει στις χώρες να εξειδικευτούν. Να εξάγουν εκείνα τα αγαθά, στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εισάγοντας ταυτόχρονα εκείνα στα οποία δεν έχουν. Η οικονομική αυτή εξειδίκευση που επέρχεται μέσω του ελεύθερου εμπορίου μεγιστοποιεί την εθνική και διεθνή ευημερία, δίνει ώθηση στην μεγέθυνση και στην παραγωγική αποδοτικότητα της εγχώριας οικονομίας, ενώ παράλληλα διευκολύνει την αποδοτική χρήση των σπανιζόντων πόρων του κόσμου.
Πολιτικές προστατευτισμού
Ταυτόχρονα, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου ενισχύει τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές και κατ’ επέκταση ωφελεί τους καταναλωτές, μειώνοντας τις τιμές και προσφέροντας τους μια διευρυμένη κλίμακα επιλογών. Επίσης, το ελεύθερο εμπόριο ενθαρρύνει τη διάδοση της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας με ευεργετικά αποτελέσματα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ταυτοχρόνως, διασφαλίζει τις προοπτικές για σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης.
Ωστόσο, είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων δεν επικαλείται λόγους ισότητας και ίσης διανομής των ωφελειών από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυξημένης αποδοτικότητας και μεγιστοποίησης του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου. Στη βάση των διανεμητικών αυτών συνεπειών του ελεύθερου εμπορίου επικεντρώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλελεύθερη και στην εθνικιστική θεώρηση του εμπορίου.
Οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού, από τους μερκαντιλιστές του 17ου και 18ου αιώνα έως τους σύγχρονους οικονομικούς εθνικιστές, παρά τη διαφορετικότητα του θεωρητικού υπόβαθρου που επικαλούνται για τη θεμελίωση των απόψεων τους, τάσσονται υπέρ μιας παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή έχει ως στόχο να ελέγξει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
Επίσης, έχει ως στόχο να κρατήσει τις εγχώριες αγορές κλειστές στο διεθνή ανταγωνισμό, μέσω της θέσπισης εισαγωγικών δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα. Στην κατηγορία των προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα εντάσσονται ενδεικτικά οι ποσοτικοί περιορισμοί, οι εθελοντικοί περιορισμοί εξαγωγών, οι πριμοδοτήσεις, οι φορολογικές ρυθμίσεις και οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες.
Μόνο για τις νηπιακές βιομηχανίες
Οι οπαδοί του προστατευτισμού, χωρίς να απορρίπτουν τελείως το διεθνές εμπόριο, το αντιμετωπίζουν με μια δεδομένη επιφύλαξη. Η συνήθης επιχειρηματολογία τους είναι ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές εξυπηρετούν σκοπούς προστασίας βιομηχανιών που έχουν ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια, αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης με την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και με την προφύλαξη από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών.
Επίσης, υποστηρίζουν ότι οι προστατευτικές πολιτικές αποτελούν αποτελεσματικό μηχανισμό οικονομικής ανάπτυξης με την υιοθέτηση μιας στρατηγικής υποκατάστασης των εισαγωγών και συμβάλλουν στη βελτίωση των όρων του εμπορίου για τη χώρα που τις επιβάλει. Η χώρα αυτή, ωστόσο, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο των αντιποίνων από την πλευρά των εμπορικών της εταίρων.
Μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις αναγνωρίστηκε η βασιμότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων, πολλές φορές ο πραγματικός στόχος που επιδιώκεται μέσω των προστατευτικών πολιτικών είναι η προφύλαξη ορισμένων αναποτελεσματικών βιομηχανικών κλάδων από το διεθνή ανταγωνισμό. Ωστόσο, το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ του οικονομικού εθνικισμού και των προστατευτικών πολιτικών πρωτοδιατυπώθηκε από τον Alexander Hamilton και στη συνέχεια έγινε αποδεκτό όχι μόνο από τους εθνικιστές.
Ακόμα και οι φιλελεύθεροι αποδέχονται τα προστατευτικά μέτρα ως εξαίρεση στην ανωτερότητα του ελεύθερου εμπορίου και μόνο για την προστασία των νηπιακών βιομηχανιών. Δηλαδή, των βιομηχανιών που αν προστατευτούν προσωρινά θα ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανταγωνιστικότητά τους και θα γίνουν αρκετά ισχυρές για να επιβιώσουν στις παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, παρά τη βασιμότητα της συγκεκριμένης αιτιολογίας συχνά τα προστατευτικά μέτρα αποκτούν ένα πιο μόνιμο χαρακτήρα, γεγονός που αλλοιώνει τον δικαιολογητικό λόγο της θέσπισης τους.
Μορφή ιμπεριαλισμού
Στο πλαίσιο της κριτικής που ασκείται κατά της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, οι υπέρμαχοι του οικονομικού εθνικισμού θεωρούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου ως μια πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ισχυρού. Όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν τη στρατηγική του ελεύθερου εμπορίου μόνον μετά την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους, η οποία επιτυγχάνεται υπό καθεστώς προστασίας και κρατικού ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας.
Η βάση της κριτικής τους αυτής στηρίζεται στο κόστος του διεθνούς εμπορίου για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη. Το κόστος κυμαίνεται από την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ως την αυξημένη τρωτότητα της εθνικής ευημερίας απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων. Συγκεκριμένα, οι οπαδοί του εμπορικού προστατευτισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο με τις πιο αναπτυγμένες χώρες συνιστά μια μορφή ιμπεριαλισμού, ο οποίος επιφέρει την εξάρτηση των υπανάπτυκτων από τις αναπτυγμένες χώρες. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι η οικονομική τους ανάπτυξη θα επέλθει μόνο μέσω μιας εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και όχι μέσω των ελεύθερων αγορών.
Στις πιο αναπτυγμένες χώρες, η κριτική των υπέρμαχων του προστατευτισμού για το ελεύθερο εμπόριο εν μέρει τροφοδοτείται από παρανοήσεις:
- Πρώτον από το ότι το ελεύθερο εμπόριο υποθάλπει δόλιες και αθέμιτες πρακτικές από την πλευρά των εμπορικών εταίρων, οι οποίες (κατά την άποψη των πολέμιων του ελεύθερου εμπορίου) επηρεάζουν αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της δεδομένης χώρας.
- Δεύτερον από το ότι το ελεύθερο εμπόριο, ως μια ειδικότερη έκφανση της παγκοσμιοποίησης, ευθύνεται για την αυξανόμενη ανισότητα στους μισθούς, συνιστά απειλή για τις θέσεις εργασίας, για τα ημερομίσθια, για την κοινωνική πρόνοια, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια: