Γιατί δεν στέκουν οι δικαιολογίες της Τουρκίας για την εισβολή
Γράφει ο Κώστας Βενιζέλος
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη για 45 χρόνια κατοχή σημαντικού τμήματος της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις στηρίχθηκαν στον τουρκικό ετσιθελισμό να εφαρμόσει τα διαχρονικά σχέδια της Άγκυρας, αλλά και στην ανοχή που επέδειξε σε μεγάλο βαθμό η λεγόμενη διεθνής κοινότητα.
Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος
Η Τουρκία επιχείρησε σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο να «νομιμοποιήσει» την παράνομη και εγκληματική της αυτή ενέργεια.
Αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας στηρίχθηκε σε ένα ψέμα, το οποίο, ενώ δεν είχε νομική κάλυψη τόσα χρόνια, συντηρήθηκε για να μην ανατραπεί η παρανομία. Από ποιους; Από τους «συνήθεις» υπόπτους, τους Αγγλοαμερικανούς, αλλά και από την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να διεκδικήσει το δίκαιό της.
Η Τουρκία επικαλείται μέχρι σήμερα τις συμφωνίες του 1960 για να καλύψει το έγκλημά της. Επιχειρήματα για να αντιμετωπιστούν οι τουρκικοί ισχυρισμοί υπάρχουν πολλά. Υπάρχει επί τούτου και διεθνής βιβλιογραφία, που δεν την έχουν επικαλεστεί σχεδόν ποτέ οι εκάστοτε διαχειριστές του Κυπριακού. Ο δρ Κύπρος Χρυσοστομίδης, στο βιβλίο του «Το κράτος της Κύπρου στο διεθνές δίκαιο» (εκδόσεις Σακκούλα, Αθήνα, 1994), καταρρίπτει τους τουρκικούς ισχυρισμούς. Αναλύει τη Συνθήκη Εγγυήσεως και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ενισχύει τη θέση του με αναφορές από διεθνολόγους κι άλλους εμπειρογνώμονες.
Όπως αναφέρει, επειδή η Τουρκία βασίζει αποκλειστικά τον ισχυρισμό της για τη νομιμότητα της στρατιωτικής της επέμβασης στην Κύπρο στη Συνθήκη Εγγύησης, πριν αναλυθεί το άρθρο IV πρέπει να λεχθεί πως υπάρχουν και άλλες διατάξεις άλλου άρθρου της Συνθήκης που πρέπει να προταχθούν για περισσότερη συζήτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης, οι Εγγυήτριες Δυνάμεις «εγγυώνται την ανεξαρτησία», εδαφικήν ακεραιότητα και ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου ως και την δημιουργηθείσαν διά των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος αυτής κατάστασιν» και να εμποδίζουν και την ένωσή της με άλλο κράτος ή τον διαμελισμό της.
Ένα από το θεμελιώδη και μη τροποποιήσιμα άρθρα του Συντάγματος είναι και το άρθρο 185 που προβλέπει:
«1. Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.
»2. Η καθολική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ΄ οιουδήποτε άλλου κράτους ή η χωριστική ανεξαρτησία αποκλείονται».
Διαπιστώνεται αβίαστα από τα γεγονότα πως η Τουρκία ελέγχεται τουλάχιστον σε τρία σημεία να παραβιάζει το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης:
Απέτυχε να επαναφέρει ή να επιζητήσει να επαναφέρει την κατάσταση πραγμάτων που εγκαθιδρύθηκε στην Κύπρο, με βάση τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος της Δημοκρατίας του 1960. A fortiori επανέφερε, επέτρεψε και συνεχίζει να επιτρέπει τον διαχωρισμό του εδάφους της Δημοκρατίας από το 1974 και μετά αναγνωρίζοντας επίσημα την ανακήρυξη ξεχωριστής «ανεξαρτησίας» σε εδάφη της Δημοκρατίας που έθεσε υπό τον έλεγχό της με το θεμελιώδες άρθρο 185 του Συντάγματος της Κύπρου. Απέτυχε να εμποδίσει εδαφικό διαχωρισμό, ή δραστηριότητα που τείνει να προωθήσει τέτοιο διαχωρισμό.
Το άρθρο IV της Συνθήκης Εγγύησης
Ο δρ Κύπρος Χρυσοστομίδης επικαλείται το άρθρο του R. St. J. Mc Donald, ο οποίος υποστηρίζει τη θέση πως, αν δει κανείς αντικειμενικά το άρθρο IV της Συνθήκης Εγγύησης, υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, αναλύει το συμβατό της διάταξης αυτής με τον Χάρτη. Συζητεί αναλυτικά και όλες τις θέσεις που μέχρι τότε είχαν εκπροσωπηθεί στη σχετική βιβλιογραφία και όλα τα επιχειρήματα εκ μέρους της τουρκικής πλευράς. Καταλήγει ως σε πρώτο συμπέρασμα πως το άρθρο IV της Συνθήκης Εγγύησης είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 2(4) του Χάρτη, στον βαθμό που θεωρήθηκε πως εξουσιοδοτεί ένα κράτος να επεμβαίνει σε άλλο κράτος για άλλο λόγο εκτός από την άσκηση «του εγγενούς δικαιώματος ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας» (σελ. 128).
Είναι προφανές πως διευθετήσεις ασυμβίβαστες με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, μολονότι δεν θεωρούνται αυτόματα άκυρες, εντούτοις υποχωρούν γιατί οι διατάξεις του Χάρτη (άρθρο 103) υπερισχύουν και αποκλείουν την εφαρμογή τέτοιων άλλων, ασυμβίβαστων με τον Χάρτη, διευθετήσεων.
Ο R. St. J. Mc Donald, σύμφωνα με τον Κύπρο Χρυσοστομίδη, αναλύοντας σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια το άρθρο 51 του Χάρτη, εξετάζει την πιθανότητα επίκλησης από την Τουρκία του δικαιώματος «αυτοάμυνας» για την προστασία των Τουρκοκυπρίων, παραπέμπει μεταξύ άλλων στον D.W. Bowett και στον I. Brownlie. Ο πρώτος απορρίπτει την επίκληση του δικαιώματος για την προστασία μη υπηκόων και ο δεύτερος υποστηρίζει πως γενικά το δικαίωμα αυτοάμυνας κράτους για προστασία υπηκόων του έχει ήδη καταργηθεί από το 1940 και ρητά με την υιοθέτηση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Απορρίπτει επίσης με σαφήνεια και την ύπαρξη σχετικού δικαιώματος «συλλογικής αυτοάμυνας» υπό τις συνθήκες του 1974. Όπως συναφώς επισημαίνει ο Κύπρος Χρυστοστομίδης, αυτή ακριβώς είναι σήμερα η γενικά παραδεκτή θέση, που δεν μπορεί να ανατραπεί με κανένα επιχείρημα υπέρ νομιμότητας της εισβολής του 1974.
Η δεύτερη φάση της εισβολής
Ο Κύπρος Χρυσοστομίδης αναφέρεται στις δύο φάσεις της εισβολής. Η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής έγινε από 20-23 Ιουλίου και οι τουρκικές δυνάμεις κατέβαλαν το 2% του εδάφους (κάποια τμήματα και κατά την εκεχειρία). Στις 23 Ιουλίου, αναφέρει ο δρ Χρυσοστομίδης, ανέλαβε την άσκηση των προεδρικών καθηκόντων ο Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960, αντικαθιστώντας τον Πρόεδρο Μακάριο, λόγω απουσίας του από την Κύπρο. Η πραξικοπηματική ανατροπή της συνταγματικής τάξης είχε ήδη αποτύχει και είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις στη Γενεύη με τη μορφή διεθνούς διάσκεψης… (σελ. 130).
Έτσι, ενώ κατά γενική ομολογία η συνταγματική ομαλότητα επανήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως προέβλεπε και η Συνθήκη Εγγύησης, στις 14 Αυγούστου 1974 οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των τουρκικών δυνάμεων συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα να θέσει υπό τον έλεγχο της 36,4% της εδαφικής επικράτειας της Κύπρου, που σήμαινε και το 80% περίπου της οικονομίας της και ταυτόχρονα τον εκτοπισμό 200.000 περίπου Ελληνοκυπρίων που κατοικούσαν στην περιοχή που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα.
Την ίδια ώρα, σε έκθεση της Επιτροπής για Εξωτερικές Υποθέσεις του Βρετανικού Κοινοβουλίου του 1987 σημειώνονται τα εξής: «Είναι η γνώμη μας –που πασιφανώς συμμερίζεται και το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας– ότι η επέκταση και εμπέδωση της τουρκικής κατοχής τον Αύγουστο του 1974 και μετά ήταν παράνομη, τόσο με βάση τη Συμφωνία του 1960, όσο και των διατάξεων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του γενικού διεθνούς δικαίου».
Δεν καταγγέλθηκε η Συνθήκη Εγγυήσεως
Είναι πρόδηλο πως η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ήταν παράνομη, δεν μπορούσε να νομιμοποιηθεί σε καμία περίπτωση από τις Συμφωνίες του 1960 και πολύ περισσότερο από τον Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό αποτελούσε εξαρχής ένα ηθικό πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς, που δεν αξιοποιήθηκε ποτέ. Το συζητάμε μεταξύ μας, ενώ σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, είναι η ίδια που ακολουθείτο πριν το 1974, πριν από την εισβολή. Κουβέντα μεταξύ εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων για τα συνταγματικά. Και το θέμα της κατοχής;
Το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία δεν κατήγγειλε τη Συνθήκη Εγγυήσεων το 1974 μετά την εισβολή. Καμία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της κι αυτό είναι πρόδηλο. Η Τουρκία, μάλιστα, έχει προχωρήσει ένα βήμα περισσότερο και εισέβαλε στο νησί και κατέχει τμήμα του παράνομα. Η Κυπριακή Δημοκρατία νομιμοποιείτο να καταγγείλει τη Συνθήκη, έχοντας νομικά και πολιτικά επιχειρήματα. Για να γίνει τούτο, χρειάζονται τόλμη, σχεδιασμός και όραμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: