Οι ψυχολογικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου


Γράφει ο Γιώργος Θωμαΐδης

Πριν λίγες ώρες, οι ΗΠΑ, επέδωσαν τελεσίγραφο στην Τουρκία, μια αρχή βαριών κυρώσεων λόγω της επιμονής της να αγοράσει τους S-400 από τη Ρωσία. Αυτό που πριν μήνες ή χρόνια ήταν απίθανο, τώρα είναι γεγονός.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

 Για τον κλυδωνιζόμενο Ελληνισμό, της ατελούς Ευρώπης, στον ασταθή μεσογειακό κόσμο, αχνό ίχνος στις μετατοπιζόμενες πλάκες του παγκόσμιου γεωπολιτικού, δημογραφικού, πολιτισμικού, κλιματολογικού, οικονομικού και τεχνολογικού σκηνικού, η στιγμή είναι μοναδική.

Η Τουρκία, με δική της επιλογή αρχιεχθρός μας επί μισό αιώνα πια, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, είναι σε ρήξη με την κεφαλίδα της Δύσης και το Ισραήλ, ενώ η Ελλάδα είναι σύμμαχος τους στη Μεσόγειο και ο έσχατος σχετικά σταθερός και δυτικότροπος πυλώνας, από την Αυστρία ως την Κίνα.
Συγχρόνως, όμως, η Τουρκία διατηρεί ισχυρότατα ερείσματα στη Δύση και μπορεί να ζητήσει –και να λάβει- διευθετήσεις για μια αποστασιοποίησή της από τη Ρωσία. Σε σχέση με ποιον; Όπως όλα δείχνουν, σε σχέση με την Ελλάδα και τη Κύπρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο, στα ενεργειακά κοιτάσματα. Αυτό μπορεί να υποθέσει κανείς από τις δηλώσεις περί «μοναχοφάηδων Ελλήνων», του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στους Δελφούς και από τις –καλών προθέσεων μάλλον- παροτρύνσεις του Αμερικανού πρέσβη για συνεννόηση με την Τουρκία, όταν φάνηκε φως στη σχέση Άγκυρας – ΗΠΑ.
Και η Ελλάδα; Η ανέμελη, πυρίκαυστος, θερινή προεκλογική Ελλάδα, βρίσκεται κατά άσχημη σύμπτωση, σε φάση αλλαγής ηγεσίας, ακόμη πιο αποσταθεροποιητικής από αυτήν του 1996, στην κρίση των Ιμίων. Όταν, η Τουρκία, εκμεταλλεύτηκε την αλλαγή κυβερνητικού σχήματος και έχοντας εκτιμήσει σωστά την περιορισμένη ικανότητα εμπλοκής με αμυντικούς σχεδιασμούς της ελληνικής ηγεσίας και την απειρία της, έπληξε την ως τότε αδιαμφισβήτητη σειρά ελληνικών νησίδων στο Αιγαίο.
Το 1996, όμως, δεν είχαμε αλλαγή κυβέρνησης, ενώ τόσο η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας όσο και του υπουργείου Εξωτερικών καθώς και όλος ο κρατικός μηχανισμός, ήταν ενιαίος, σχετικά έμπειρος και σταθερός ακόμη, ενώ από τα παρασκήνια έστω, υπήρχαν «πατρικές» φιγούρες, όπως αυτές των Ανδρέα Παπανδρέου και Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αυτές τις μέρες αντίθετα, μέρος της αντιπολίτευσης ετοιμάζεται για την «Επαναφορά των Βουρβώνων», ενώ της κυβέρνησης για την «αναδίπλωση» της επανάστασης». Βαθιά αμοιβαία περιφρόνηση χωρίζει τις δυο παρατάξεις και ποινικές δίκες εκκρεμούν μεταξύ τους. Σε επίπεδο κοινωνίας, ο φανατισμός είναι βαθιά διχαστικός και η πόλωση κατανέμεται μεταξύ των ανώτερων και μέσων στρωμάτων από τη μια (τα οποία συνήθως αποφεύγουν την πρώτη γραμμή) και των (πλειοψηφικών) φτωχότερων στρωμάτων, τα οποία συνήθως πάνε στην πρώτη γραμμή του και θα κληθούν σε επιστράτευση- με τα δεύτερα να φοβούνται για τη μοίρα τους, εάν επικρατήσουν πλήρως τα πρώτα.

Αρχηγοί που απέφυγαν τη στράτευση

Συγχρόνως, και οι δυο αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων απέφυγαν ή «μαλάκωσαν» τη στράτευση και περιβάλλονται από συμβούλους χωρίς καν εμπειρία στράτευσης. Αντίθετα, το 1996, τόσο ο πρωθυπουργός Σημίτης είχε περάσει από συνωμοτική δράση και φυλάκιση (ασχέτως των λαθών του κατά την κρίση των Ιμίων), ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Παπανδρέου, είχε επιτυχώς ηγηθεί της κρίσης του 1987 και στη δεξιά, υπήρχαν άνθρωποι όπως ο Μητσοτάκης και άλλοι, που να αποτελούν –πεπερασμένο έστω- λαϊκό πολεμικό παράδειγμα.
Δεν υπάρχει καλύτερη ευκαιρία για την Τουρκία, από τη στιγμή της μετάβασης από τη μία κυβέρνηση στην άλλη, μέσα στην πόλωση των εκλογών, ώστε να επιχειρήσει μια αμφισβήτηση, σε ένα ή περισσότερα σημεία του Αιγαίου. Αυτή την εικόνα τρωτότητας, επιδεινώνει η απουσία χιλιάδων νέων από τη χώρα: Όπως γνωρίζουμε από την εποχή των Ιμίων, το 1996, υπήρξαν χιλιάδες κλήσεις γονέων προς τους αποδήμους για να μην επιστρέψουν και στρατευθούν. Αν αυτό συνέβαινε στην οικονομικά ισχυρότερη, κοινωνικά πλέον συνεκτική και ευαίσθητη Ελλάδα του 1996, μόνο να υποθέσουμε μπορούμε τι θα συμβεί σήμερα.
Ακόμη περισσότερο, η αύξηση των μοναχοπαιδιών, η φθορά των υποδομών, η πτώση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η τεχνολογική επιτάχυνση και η εξαιρετική οικονομική μεγέθυνση του αντιπάλου, έχουν δημιουργήσει χάσμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, προξενεί την απορία: Πότε η Τουρκία θα επιλέξει να μας πλήξει για να λύσει οριστικά τις διαφορές της, αν όχι τώρα;
Η Ελλάδα συνεπώς, καλείται να επιλέξει: Θα αναθέσει τα υπουργεία Αμύνης και Εξωτερικών σε κομματικά στελέχη που τώρα φέρονται ως υπεύθυνα ή θα επιλέξει να τα αναθέσει στους ικανότερους, είτε νέους στην πολιτική, είτε μακριά από βαθιές κομματικές εξαρτήσεις. Καλείται να επιλέξει, εάν θα αξιοποιήσει τη μεταβατική κυβέρνηση, για να κάνει σωστές αναθέσεις αυτών των υπουργείων και απολύτως ομαλή, συνεργατική μετάβαση στην εξουσία και να ανοίξει μια λίστα, ανάλογη αυτής του 2009, ώστε να επιλέξει για τις δημόσιες θέσεις τους ικανότερους –όντως αυτή τη φορά.
Καλείται να δείξει στα πλειοψηφικά, φτωχά στρώματα ότι δεν κινδυνεύει η επιβίωσή τους και ότι δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουν το μέτωπο, διότι η «ελίτ» δεν θα ευωχείται στην Αθήνα ή στο εξωτερικό. Εκατό χρόνια μετά τις εκλογές του 1920, η κρισιμότητα είναι σχεδόν ανάλογη. Ας ελπίσουμε ότι το κατανοούμε, διότι οι Τούρκοι το έχουν σίγουρα μάθει. Ο,τι γράφτηκε κατά του ενός ή του άλλου εφήμερου πολιτικού, είναι ασήμαντο εμπρός στο μακροπρόθεσμο εθνικό καλό και στις ευθύνες μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.