Πώς επηρεάζεται η Τουρκία από τις κυρώσεις στο Ιράν


Γράφει ο Κώστας Ράπτης

Πρόσφατα μόλις ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας Νιχάτ Ζεϊμπκτσί απευθυνόμενος σε μεγάλη ομάδα Τούρκων επιχειρηματιών στην Άγκυρα εξέφραζε την πεποίθηση ότι η διεθνής συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η εξ αυτής άρση των κυρώσεων προσέφερε, σε ό,τι αφορά τις τουρκο-ιρανικές οικονομικές σχέσεις, σημαντικές ευκαιρίες στους τομείς της ενέργειας, των πετροχημικών, του πετρελαίου, των κατασκευών, του λιανικού εμπορίου, του τουρισμού, των logistics και καθιστούσε εφικτό τον στόχο αύξησης του διμερούς όγκου εμπορίου στα 30 δισ. δολάρια.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

Λίγες εβδομάδες μετά, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία του 2015 και να επιβάλει εκ νέου κυρώσεις στο Ιράν και κατ’ επέκταση στα τρίτα μέρη που συναλλάσσονται με την Ισλαμική Δημοκρατία διαμορφώνει ένα νέο τοπίο για τις τουρκικές επιχειρήσεις.
Βέβαια, οι τουρκικές επενδύσεις και συναλλαγές με το Ιράν δεν είχαν δείξει κάποιον ισχυρό αντίκτυπο της συμφωνίας του 2015. Ο ετήσιος όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών μειωνόταν διαρκώς από το 2012, οπότε είχε φτάσει τα 22 δισ. δολάρια εξαιτίας των εξαγωγών χρυσού από την Τουρκία προς την Ιράν. Παρότι, η υποχώρηση αυτή μπορεί να αποδοθεί αρχικά στις κυρώσεις και τις πολιτικές εντάσεις περί τη Συρία και το Ιράκ, ωστόσο και μετά την άρση των κυρώσεων το διμερές εμπόριο υποχώρησε από τα 9,8 δισ. το 2015 στα 9,7 δισ. το 2016, ενώ και το 2017 δεν ξεπέρασε τα 10,7 δισ. δολάρια.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφειλόταν στον μεγάλο ανταγωνισμό από ξένες εμπορικές αντιπροσωπείες (συνολικά 4000) που έσπευσαν στο Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων. Ακόμη και το άνοιγμα του τετραώροφου Τουρκικού Εμπορικού Κέντρου στην Τεχεράνη δεν μετέβαλε τη συνολικά αρνητική εικόνα.
Τα προβλήματα δεν περιορίζονται στον ανταγωνισμό. Η Τουρκία δεν διαθέτει την προηγμένη τεχνολογία στους στρατηγικούς τομείς του πετρελαίου και των πετροχημικών που κυρίως αναζητά το Ιράν. Η Ισλαμική Δημοκρατία από την άλλη, διατηρεί αρκετά γραφειοκρατικά εμπόδια για την πρόσβαση Τούρκων εξαγωγέων και καθυστερεί την έκδοση των σχετικών αδειών, την ίδια ώρα που οι Ιρανοί δεν έχουν πρόβλημα να αναζητούν προϊόντα και από εναλλακτικούς προμηθευτές.
Παρά τις σχετικές επαφές και συζητήσεις, οι δύο χώρες δεν έχουν συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, αλλά συμφωνία προτίμησης, που αφορά ποσοστώσεις για 125 τουρκικά βιομηχανικά προϊόντα με μειωμένους δασμούς και 140 αγροτικά προϊόντα. Οι προσπάθεια να αυξηθούν τα προϊόντα με μειωμένους δασμούς σε 400 δεν έχουν στεφθεί μέχρι τώρα με επιτυχία.
Περαιτέρω ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί η ειδική βαρύτητα που έχουν στην ιρανική οικονομία τα boyad, ήτοι τα θρησκευτικά-φιλανθρωπικά κληροδοτήματα, που διεκδικούν μεγάλο μερίδιο στις συναλλαγές και τα επενδυτικά εγχειρήματα. Από την άλλη, σε καθεστώς κυρώσεων αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν και πεδίο για αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ιράν.
Κατά τον Ταγίπ Ερντογάν, "στο τέλος οι ΗΠΑ θα χάσουν” από την αμφισβήτηση της διεθνούς συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Προς το παρόν πάντως, κυριαρχεί από τουρκικής πλευράς η ανησυχία για τις επιπτώσεις των νέων εξελίξεων, ιδίως στο φόντο των ευρύτερων εντάσεων που έχουν δημιουργηθεί στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις: πρβ. τις "σκιές” ως προς την πώληση των μαχητικών F-35, σε συνδυασμό με την αντιπαράθεση για την προμήθεια ρωσικών πυραυλικών συστοιχιών S-400 από την Τουρκία.
 Ο Ζεϊμπεκτσί έχει υποστηρίξει ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να αυξήσει από 9% σε 15% το ποσοστό των απευθείας συναλλαγών στα εθνικά νομίσματα, δηλ. δίχως καταφυγή σε ξένο συνάλλαγμα και με παράκαμψη του συστήματος πληρωμών SWIFT που επηρεάζεται άμεσα από τις κυρώσεις. Ωστόσο, ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στην Άγκυρα είναι το ότι ακόμη και στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν ότι η λύση δεν είναι η αντίσταση στις αμερικανικές επιλογές, αλλά η επαναπροσέγγιση με τον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ.
Ίσως πάλι, κυριότερη πηγή ανησυχίας της τουρκικής πλευράς να είναι ότι αυτή τη φορά οι ΗΠΑ μάλλον δεν θα είναι εξίσου διατεθειμένες να κάνουν τα στραβά μάτια σε παραβιάσεις των κυρώσεων προς το Ιράν. Αντίθετα, στο καθεστώς μέχρι το 2015, η Τουρκία λειτουργούσε κατεξοχήν ως ενδιάμεσος σε αρκετές συναλλαγές της Τεχεράνης με το εξωτερικό. Τώρα είναι πιθανό η Τουρκία να μη χαίρει της ίδιας ανοχής από αμερικανικής πλευράς και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τις ιρανοτουρκικές οικονομικές σχέσεις.
Το ζήτημα των παλαιότερων παραβιάσεων των κυρώσεων επανήλθε στο προσκήνιο με την καταδίκη από αμερικανικά δικαστήρια του Χακάν Ατίλα, αντιπροέδρου της τουρκικής κρατικής τράπεζας HalkBank. Ο Ατίλα είχε συλληφθεί από τις αμερικανικές αρχές τον Μάρτιο του 2017 και είχε κατηγορηθεί για παραβίαση των κυρώσεων απέναντι στο Ιράν στην περίοδο πριν το 2015. Μάλιστα, οι αγορές τώρα αναμένουν με αδημονία ποια θα είναι η κλίμακα των προστίμων που θα επιβληθούν από τις αμερικανικές αρχές στη HalkBank και άλλες τουρκικές τράπεζες για παραβίαση των κυρώσεων.
Η καταδίκη του Ατίλα συνδέεται άλλωστε με την υπόθεση του Τουρκο-Ιρανού εμπόρου χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, κεντρικού προσώπου στις διμερείς συναλλαγές κατά την περίοδο της των κυρώσεων. Το 2013 ο Ζαράμπ είχε συλληφθεί στο πλαίσιο μεγάλης δικαστικής έρευνας για ζητήματα διαφθοράς. Τότε ο Ερντογάν είχε μιλήσει για "δικαστικό πραξικόπημα" και είχε κατηγορήσει την οργάνωση του Φετουλάχ Γκιουλέν για αυτό.
Όμως, τρία χρόνια αργότερα ο Ζαράμπ συνελήφθη ξανά, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ, καθώς οι αμερικανικές αρχές τον κατηγόρησαν για παραβίαση των κυρώσεων στο Ιράν. Μάλιστα στη νομική ομάδα υπεράσπισής του συμμετείχε ακόμη και ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, πολιτικός σύμμαχος του Τραμπ, που προσπάθησε να διαπραγματευτεί μια ανταλλαγή υποδίκων που θα εξασφάλιζε την επιστροφή του Ζαράμπ στην Τουρκία.
Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή απέτυχε και ο Ζαράμπ εντέλει προχώρησε σε συμφωνία με τις αμερικανικές διωκτικές αρχές και μετετράπη σε προστατευόμενο μάρτυρα κατηγορίας του Ατίλα στη Νέα Υόρκη. Μόνο που η κατάθεσή ενέπλεξε στην υπόθεση υψηλόβαθμους Τούρκους υπουργούς σε δωροδοκίες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, και προσωπικά τον ίδιο τον Ερντογάν, ως πηγή εντολών για συναλλαγές που παραβίαζαν τις κυρώσεις. Μάλιστα, δεν είναι οι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι η αποτυχία της τουρκικής κυβέρνησης να αποτρέψει αυτή την κατάθεση είναι ενδεικτική της υποχώρησης της δυνατότητας της Τουρκίας να επηρεάζει την αμερικανική πολιτική και διπλωματία.
Πηγή, μέσω tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.