Κώστας Καρυωτάκης: ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ



Ὦ μεγάλε Ζακύνθιε,

τῶν ᾠδῶν σου τὰ μέτρα,
ὑψηλά, σοβαρά,
τοὺς ἀγῶνες ἐκάλυπτον
ἐκτεταμένους.


Τῆς δουλείας τὰ βάρβαρα

σκοτάδια κατεξέσχισεν,
ὅταν ἐγράφη πύρινος,
ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων
(καὶ ἡ ἀρετή σου).


Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

Ὡς ἥλιος, ἀνάβαν

τὸν Ὄλυμπον, ἐστάθη

πάνω εἰς γυμνὰ χωράφια,
εἰς ἀνθισμένα ἐρείπια,
γνώριμον κλέος.


Ἀλλὰ τὸ θεῖον ἔναυσμα

ἡ φωνή σου δὲν εἶναι
τώρα πλέον. Μᾶς ἔρχεται
μακρινὸς καὶ παράταιρος
ἦχος τυμπάνου.


Ὁλόκληρος αἰών,

χείμαρρος, τὴν Ἑλλάδα,
ταραγμένος, ἐσάρωσεν
ἀπὸ τὰ ἰδανικά σου,
τὴν οἰκουμένην.


Κράτει, λοιπόν, ὦ γέροντα,

τὴν ἐπιτύμβιον πλάκα.
Τὸ πεπαλαιομένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.


Ἤ, ἂν προτιμᾷς, ἐξύμνησον

ἀντὶς γεγυμνωμένων
ξιφῶν, ὅσα μαστίγια
πρὸς θρίαμβον ἐπισείονται
τῶν καφενείων.


Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι,

ἀμὴ τὴν ἐξουσίαν
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον,
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.


Τὶς δάφνες τοῦ Σαγγάριου

ἡ Ἐλευθερία φορέσασα,
γοργὰ ἀπὸ μίαν χεῖρα
σ᾿ ἄλλην περνᾷ καὶ σύρεται,
δούλη στρατῶνος.


Καθώς, ὅταν τὴν εὔκολον

λείαν ἀποκομίσει,
φεύγει, διστάζει, κι ἔπειτα
σὲ μία γραμμὴν ἑλίσσεται
πλῆθος μυρμήγκων,


μεγάλα προπορεύονται

ἔντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ἀκολουθοῦσι,
μὲ φορτίο ἐλαφρότερο,
μικρότερα ἄλλα,


καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους

τὸ παιδάκι ποὺ στέκει
νὰ γελᾷ τὸν ἀγῶνα των,
καὶ δὲν βλέπουν ὅτι ὕψωσε
τώρα τὸ πέλμα -


οὕτω τὴ χώρα νέμεται

ἡ στρατιὰ τῆς ἤττης,
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν,
ἄτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονοῦσα.


Ἀλλὰ τί λέγω; Θρήνησε,

θρήνησε τὴν πατρίδα,
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της,
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.


Μικράν, μικράν, κατάπτυστον

ψυχὴν ἔχουν οἱ μάζαι,
ἰδιοτελῆ καρδιάν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.