Η Αναλφάβητη Αμερική, Γράφει ο βραβευμένος με Pulitzer δημοσιογράφος Chris Hedges
Σχόλιο
Ιστολογίου: Ένα προφητικό άρθρο που αξίζει πραγματικά. Το εξαιρετικό είναι ότι
αν και μιλάει για την αμερικανική κοινωνία λέει τόσα πολλά για όλο τον δυτικό
κόσμο.
Σε ένα πράγμα μόνο έπεσε έξω.
Την ζημιά δεν μας την έκανε τελικά η "χριστιανική δεξιά" αλλά η ανανεωτική "αριστερά".
Επιμέλεια
Μετάφρασης ο Γιώργος του Κλικ
Σχόλιο
του strategic-culture: Ο Chris Hedges (1) είναι σε
διακοπές και θα επιστρέψει στο γράψιμο της εβδομαδιαίας στήλης του “Truthdig” στις 5
Σεπτεμβρίου. Στο μεταξύ αναδημοσιεύουμε κάποια από τα παλιά άρθρα του. Αυτό εμφανίστηκε αρχικά στις 10 Νοεμβρίου 2008.
Ζούμε
σε δύο Αμερικές. Η μια Αμερική, τώρα η
μειοψηφία, λειτουργεί στον εγγράμματο κόσμο της εκτύπωσης (ΣτΜ, του γραπτού
λόγου). Μπορεί να αντιμετωπίσει την
πολυπλοκότητα και έχει τα πνευματικά εργαλεία για να διαχωρίζει την ψευδαίσθηση
από την αλήθεια. Η άλλη Αμερική, η
οποία αποτελεί την πλειοψηφία, υπάρχει σε ένα σύστημα πιστεύω που δεν βασίζεται
στην πραγματικότητα. Αυτή η Αμερική,
που εξαρτάται από την πληροφόρηση μέσα από την επιδέξια χειραγώγηση εικόνων, έχει
αποκοπεί από την κουλτούρα της ενημέρωσης που βασίζεται στον γραπτό λόγο. Δεν μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Ενημερώνεται μέσα από
απλοϊκές, παιδιάστικες αφηγήσεις και
κλισέ. Περιέρχεται σε σύγχυση
από ασάφειες, μικρολεπτομέρειες και ενδοσκοπήσεις. Αυτό το χάσμα, περισσότερο
από τη φυλή, την τάξη ή το φύλο, περισσότερο από τον αγροτικό ή τον αστικό
διαχωρισμό, του πιστεύοντος ή του μη πιστεύοντος, του κόκκινου ή του μπλε, έχει
χωρίσει τη χώρα σε ριζικά διαφορετικές, αγεφύρωτες και ανταγωνιστικές
οντότητες.
Υπάρχουν
πάνω από 42 εκατομμύρια Αμερικανοί ενήλικες, το 20 τοις εκατό από τους οποίους
κατέχει απολυτηρίου λυκείου, οι οποίοι δεν μπορούν να διαβάσουν, καθώς και 50
εκατομμύρια που διαβάζουν σε ένα επίπεδο τέταρτης ή πέμπτης δημοτικού. Σχεδόν
το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας είναι αναλφάβητο ή μόλις εγγράμματο. Και ο αριθμός τους αυξάνεται κατά περίπου 2
εκατομμύρια τον χρόνο. Αλλά ακόμη και εκείνοι που υποτίθεται ότι είναι
εγγράμματοι υποχωρούν σε μεγάλους αριθμούς σε αυτήν την ύπαρξη που βασίζεται
στην εικόνα. Το ένα τρίτο των
αποφοίτων λυκείου, μαζί με το 42 τοις εκατό των αποφοίτων πανεπιστημίου, δεν
διάβασαν ποτέ ένα βιβλίο από τότε που τελείωσαν το σχολείο. Το ογδόντα τοις εκατό των οικογενειών στις
Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο χρόνο δεν αγόρασε ένα βιβλίο.
Οι
αγράμματοι σπάνια ψηφίζουν, και όταν ψηφίζουν το κάνουν χωρίς την δυνατότητα να
λαμβάνουν αποφάσεις που βασίζονται σε πληροφορίες υπό μορφή κειμένου. Οι
αμερικανικές πολιτικές εκστρατείες, οι οποίες έχουν μάθει να μιλούν με την
παρήγορη επιστημολογία των εικόνων, αποφεύγουν τις πραγματικές ιδέες και την
πολιτική, καταφεύγοντας σε φθηνά συνθήματα και καθησυχαστικές προσωπικές
αφηγήσεις. Η πολιτική προπαγάνδα
μεταμφιέζεται τώρα σε ιδεολογία. Οι πολιτικές
εκστρατείες έχουν γίνει μια εμπειρία. Δεν απαιτούν γνωστικές ή αυτοκριτικές
δεξιότητες. Έχουν σχεδιαστεί για να
πυροδοτούν ψευδο-θρησκευτικά αισθήματα ευφορίας, ισχύ και συλλογική σωτηρία. Οι καμπάνιες που πετυχαίνουν είναι
προσεκτικά κατασκευασμένα ψυχολογικά εργαλεία που χειραγωγούν άστατες δημόσιες
διαθέσεις, συναισθήματα και παρορμήσεις, πολλές από τις οποίες είναι
υποσυνείδητες. Δημιουργούν μια δημόσια
έκσταση που ακυρώνει την προσωπικότητα και προωθεί μια κατάσταση αδιαφορίας. Μας ωθούν σε ένα αιώνιο παρόν. Εξυπηρετούν ένα έθνος που ζει τώρα σε μια
κατάσταση μόνιμης αμνησίας. Είναι το
στυλ και η αφήγηση, όχι το περιεχόμενο ή η ιστορία ή η πραγματικότητα, που
τροφοδοτούν τις πολιτικές και τις ζωές μας. Προτιμούμε
τις χαρούμενες αυταπάτες. Και αυτό
λειτουργεί επειδή ένα τόσο μεγάλο μέρος του αμερικανικού εκλογικού σώματος,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που θα έπρεπε να ξέρουν, ψηφίζουν τυφλά βάσει
συνθημάτων, χαμόγελων, εικόνων χαρούμενων οικογενειακών στιγμών, αφηγήσεων, και
εικονικής αντίληψης για την ειλικρίνεια και την ελκυστικότητα των υποψηφίων.
Μπερδεύουμε το πως αισθανόμαστε με την γνώση.
Οι
αναλφάβητοι και οι ημι-εγγράμματοι, μόλις τελειώσουν οι εκστρατείες, παραμένουν
ανίσχυροι. Πάλι δεν μπορούν να
προστατεύσουν τα παιδιά τους από τα δυσλειτουργικά δημόσια σχολεία. Πάλι δεν μπορούν να κατανοήσουν τους
ληστρικούς όρους των δανείων, τους δαιδάλους των έγγραφων υποθηκών, τις
συμφωνίες πιστωτικών καρτών και τα πιστωτικά όρια κεφαλαίου που τους οδηγούν σε
κατασχέσεις και πτωχεύσεις. Εξακολουθούν
να παλεύουν με τις πιο βασικές αγγαρείες της καθημερινής ζωής, από την ανάγνωση
οδηγιών σε μπουκαλάκια φαρμάκων έως την συμπλήρωση τραπεζικών εντύπων, εγγράφων
για δάνεια αυτοκινήτων και χαρτιών για το επίδομα ανεργίας και την ασφάλιση. Παρακολουθούν ανήμποροι και ανίκανοι να κατανοήσουν
εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας να καταστρέφονται. Είναι όμηροι των “επώνυμων προϊόντων”, της
μάρκας. Οι μάρκες συνοδεύονται από
εικόνες και συνθήματα. Οι εικόνες και
τα συνθήματα είναι το μόνο που καταλαβαίνουν. Πολλοί τρώνε σε εστιατόρια fast food, όχι μόνο επειδή
είναι φθηνά, αλλά επειδή μπορούν να παραγγείλουν από εικόνες και όχι από μενού. Και εκείνοι που τους εξυπηρετούν, επίσης,
ημι-αγράμματοι ή αγράμματοι, πατούν τις παραγγελίες σε ταμειακές μηχανές των
οποίων τα πλήκτρα σημαδεύονται από σύμβολα και εικόνες. Αυτός είναι ο σπουδαίος νέος κόσμος μας.
Οι
πολιτικοί ηγέτες στην μετα-εγγράμματη κοινωνία μας δεν χρειάζεται πλέον να
είναι ικανοί, ειλικρινείς ή τίμιοι. Το
μόνο που χρειάζεται είναι να φαίνεται ότι έχουν αυτές τις ιδιότητες. Πάνω απ' όλα χρειάζονται μια ιστορία, μιαν
αφήγηση. Η πραγματικότητα της αφήγησης
είναι άνευ σημασίας. Μπορεί να είναι
σε πλήρη αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά. Η συνέπεια και η συναισθηματική απήχηση της
ιστορίας είναι υψίστης σημασίας. Η πιο
βασική δεξιότητα στο πολιτικό θέατρο και την καταναλωτική κουλτούρα είναι το
τέχνασμα. Εκείνοι που είναι καλύτεροι
σε τεχνάσματα πετυχαίνουν. Όσοι
δεν κατέχουν την τέχνη του τεχνάσματος
αποτυγχάνουν. Σε μια εποχή εικόνων και
ψυχαγωγίας, σε μια εποχή στιγμιαίας συναισθηματικής ικανοποίησης, δεν ζητάμε
ούτε θέλουμε ειλικρίνεια. Ζητάμε να
μας καλομάθουν και να μας διασκεδάσουν με κλισέ, στερεότυπα και μυθικές
αφηγήσεις που μας λένε ότι μπορούμε να είμαστε όποιος θέλουμε να είμαστε, ότι
ζούμε στη σπουδαιότερη χώρα της Γης, ότι είμαστε προικισμένοι με ανώτερα ηθικά
και φυσικά προτερήματα και ότι το ένδοξο μέλλον μας είναι προκαθορισμένο, είτε
λόγω των χαρακτηριστικών μας ως Αμερικανοί, είτε επειδή είμαστε ευλογημένοι από
το Θεό, είτε λόγω και των δύο.
Η
ικανότητα να μεγεθύνονται αυτά τα απλά και παιδαριώδη ψέματα, να
επαναλαμβάνονται και να έχουν υποκατάστατα που να τα επαναλαμβάνουν σε
ατελείωτους γύρους κύκλων ειδήσεων, δίνει στα ψέματα αυτά την αύρα της μη
αμφισβητούμενης αλήθειας. Μας τροφοδοτούν επανειλημμένα
με λέξεις ή φράσεις όπως “ναι, μπορούμε” (ΣτΜ, το “yes, we can” του Ομπάμα),
“αντικομφορμιστικό”, “αλλαγή”, “υπέρ της ζωής”, “ελπίδα” ή “πόλεμος κατά της
τρομοκρατίας”. Είναι ωραίο να μην σκέφτεσαι. Το
μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απεικονίζουμε αυτό που θέλουμε, να
πιστεύουμε στους εαυτούς μας, και να επικαλούμαστε αυτές τις κρυφές εσωτερικές
μας δυνάμεις, είτε θείες είτε εθνικές, που κάνουν τον κόσμο να συμμορφώνεται με
τις επιθυμίες μας. Η πραγματικότητα
δεν είναι ποτέ εμπόδιο στην ανέλιξη μας.
Το Princeton Review (ΣτΜ, εταιρεία που
παρακολουθεί και παρέχει υπηρεσίες για την εισαγωγή στην 3βάθμια εκπαίδευση
στις ΗΠΑ) ανέλυσε τις καταγραφές των τηλεμαχιών Gore-Bush του 2000, των τηλεμαχιών
Clinton-Bush-Perot του 1992, των τηλεμαχιών Kennedy-Nixon του 1960 και των
δημόσιων συζητήσεων των Lincoln-Douglas το 1858. Εξέτασε αυτές τις
συζητήσεις κάνοντας χρήση ενός
τυποποιημένου τεστ λεξιλογίου που υποδεικνύει το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης
που απαιτείται για έναν αναγνώστη ώστε να κατανοήσει το κείμενο. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων του 2000,
ο George W. Bush μίλησε σε επίπεδο Έκτης Δημοτικού (6.7) και ο Al Gore σε
επίπεδο Πρώτης Γυμνασίου (7.6). Κατά
τις συζητήσεις του 1992, ο Bill Clinton μίλησε σε επίπεδο Πρώτης Γυμνασίου
(7.6), ενώ ο George HW Bush (ΣτΜ, πατέρας του G
W Bush) μίλησε σε επίπεδο Έκτης Δημοτικού (6.8), όπως και ο H. Ross Perot (6.3). Κατά τις
συζητήσεις μεταξύ John F. Kennedy και Richard Nixon,
οι υποψήφιοι μίλησαν στην γλώσσα που χρησιμοποιείται στην Πρώτη Λυκείου (10). Κατά τις συζητήσεις των Abraham Lincoln και
Stephen A. Douglas οι βαθμολογίες ήταν
αντίστοιχα 11,2 και 12,0. Με λίγα
λόγια, η σημερινή πολιτική ρητορική έχει σχεδιαστεί για να είναι κατανοητή σε
ένα 12χρονο παιδί ή σε έναν ενήλικα με ένα επίπεδο ανάγνωσης της Έκτης
Δημοτικού. Είναι προσαρμοσμένο σε αυτό
το επίπεδο αντίληψης, επειδή οι περισσότεροι Αμερικανοί μιλούν, σκέφτονται και
διασκεδάζουν σε αυτό το επίπεδο. Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο ο σοβαρός κινηματογράφος και το θέατρο και άλλες
σοβαρές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, καθώς και εφημερίδες και βιβλία, ωθούνται στο
περιθώριο της αμερικανικής κοινωνίας. Ο Βολταίρος ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος
του 18ου αιώνα. Σήμερα το πιο διάσημο
"πρόσωπο" είναι ο Μίκυ Μάους.
Στον
μετα-εγγράμματο κόσμο μας, από τη στιγμή που οι ιδέες είναι απρόσιτες, υπάρχει
ανάγκη για συνεχή ερεθίσματα. Τα νέα,
η πολιτική συζήτηση, το θέατρο, η τέχνη και τα βιβλία δεν κρίνονται με βάση την
δύναμη των ιδεών τους, αλλά με βάση την ικανότητα τους να διασκεδάζουν.
Πολιτιστικά προϊόντα που μας αναγκάζουν να εξετάσουμε τους εαυτούς μας και την
κοινωνία μας καταδικάζονται ως ελιτίστικα και αδιαπέραστα. Η Hannah Arendt προειδοποίησε ότι η
αγοραιοποίηση του πολιτισμού οδηγεί στην υποβάθμιση του, ότι αυτή η αγοραιοποίηση
δημιουργεί μια νέα κατηγορία διασημοτήτων της διανόησης οι οποίοι, αν και καλά
διαβασμένοι και πληροφορημένοι οι ίδιοι, βλέπουν τον ρόλο τους στην κοινωνία
σαν κεντρικό στο να πείσουν τις μάζες ότι ο “Άμλετ” μπορεί να είναι εξίσου
διασκεδαστικός με το "The Lion King" (ΣτΜ, φιλμ κινουμένων σχεδίων)
και ίσως και εξίσου εκπαιδευτικός. “Ο πολιτισμός”,
έγραψε, “καταστρέφεται προκειμένου να υποκύψει στην ψυχαγωγία".
“Υπάρχουν
πολλοί μεγάλοι συγγραφείς του παρελθόντος που επιβίωσαν αιώνες λήθης και
παραμέλησης”, έγραψε η Arendt, "αλλά εξακολουθεί να είναι ένα ανοικτό ερώτημα το
εάν θα είναι σε θέση να επιβιώσουν μιας διασκεδαστικής εκδοχής του τι είχαν να
πουν".
Η
αλλαγή από μια κοινωνία βασισμένη στον γραπτό λόγο σε μια κοινωνία που
βασίζεται στην εικόνα έχει μεταμορφώσει το έθνος μας. Τεράστια τμήματα του πληθυσμού μας, ειδικά
εκείνοι που ζουν στην αγκαλιά της χριστιανικής δεξιάς και της καταναλωτικής
κουλτούρας, είναι εντελώς αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Στερούνται της ικανότητας να ψάξουν για την
αλήθεια και να τα βγάλουν πέρα ορθολογικά με τα αυξανόμενα κοινωνικά και
οικονομικά μας δεινά. Επιδιώκουν
σαφήνεια, ψυχαγωγία και τάξη. Είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν βία για
να επιβάλουν αυτή την σαφήνεια στους άλλους, ειδικά σε εκείνους που δεν μιλούν
όπως μιλούν οι ίδιοι και σκέφτονται όπως νομίζουν. Όλα τα παραδοσιακά εργαλεία των
δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης της ψύχραιμης επιστημονικής και ιστορικής
αλήθειας, των γεγονότων, των ειδήσεων και της ορθολογικής συζήτησης, είναι
άχρηστα μέσα σε έναν κόσμο που δεν έχει την ικανότητα να τα χρησιμοποιεί.
Καθώς
πέφτουμε προς μια καταστροφική οικονομική κρίση, μια κρίση που ο Μπαράκ Ομπάμα
δεν μπορεί να σταματήσει, θα υπάρξουν δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών που θα
πεταχτούν αμείλικτα στην άκρη. Καθώς
τα σπίτια τους θα κατάσχονται, καθώς οι θέσεις εργασίας τους θα χάνονται, καθώς
θα αναγκάζονται να κηρύξουν πτώχευση και να βλέπουν τις κοινότητες τους να
καταρρέουν, θα βουλιάξουν ακόμη περισσότερο στην παράλογη φαντασία. Θα οδηγηθούν προς λαμπερές και αυτοκαταστροφικές
αυταπάτες από τους σύγχρονους Pied Pipers (ΣτΜ, από τον θρύλο των αδελφών
Γκριμ, “Ο Αυλητής του Χαμελίν”), – τους εταιρικούς διαφημιστές, τους
τσαρλατάνος κήρυκες, τις τηλεοπτικές διασημότητες των ειδήσεων, τα γκουρού της
αυτολύτρωσης, την βιομηχανία της ψυχαγωγίας μας και τους πολιτικούς δημαγωγούς
μας – οι οποίοι θα προσφέρουν όλο και περισσότερο παράλογες μορφές απόδρασης.
Οι
βασικές αξίες της ανοικτής κοινωνίας μας, η ικανότητα να σκεφτόμαστε μόνοι μας,
να βγάζουμε ανεξάρτητα συμπεράσματα, να εκφράζουμε διαφωνία όταν η κρίση μας
και η κοινή λογική υποδεικνύουν ότι κάτι είναι λάθος, να κάνουμε αυτοκριτική,
να αμφισβητούμε την εξουσία, να κατανοούμε τα ιστορικά γεγονότα, να
διαχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα, να υποστηρίζουμε την αλλαγή και να
αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν και άλλες απόψεις, διαφορετικοί τρόποι ύπαρξης, που
είναι ηθικά και κοινωνικά αποδεκτοί,
πεθαίνουν. Ο Ομπάμα
χρησιμοποίησε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην πρεκλογική καμπάνια για να
προσελκύσει και να χειραγωγήσει αυτόν τον αναλφαβητισμό και αυτόν τον
ανορθολογισμό προς όφελος του, όμως αυτές οι δυνάμεις θα αποδειχθούν η πλέον
θανατηφόρα νέμεση του, μόλις συγκρουστούν με την φοβερή πραγματικότητα που μας
περιμένει.
(1) Ο
Chris Hedges, βραβείο Pulitzer, είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβιστής.
Έχει συγγράψει 11 βιβλία μεταξύ των οποίων το μπεστ σέλερ “Days of Destruction,
Days of Revolt” (2012). Τα άρθρα του εμφανίζονται σε πολλά προοδευτικά blogs
μεγάλης επισκεψιμότητας ενώ ο ίδιος διαχειρίζεται την ιστοσελίδα Truthdig όπου και
αρθρογραφεί. Ήταν ανταποκριτής στην Κεντρική Αμερική, Μέση Ανατολή, Αφρική και
Βαλκάνια. Εργάστηκε για πολλές μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά. Έχει διδάξει
στο Columbia University, New York University, Princeton University και
University of Toronto. Τώρα διδάσκει σε κρατούμενους των φυλακών υψίστης
ασφαλείας στο New Jersey.
Πηγή: washingtonsblog μέσω strategic-culture
Δεν υπάρχουν σχόλια: