Θύματα και πάλι τα παιδιά;
της Αθανασίας Πέτσα*
Αφήνοντας (για λίγο) στην άκρη τον τρόπο
με τον οποίο ήρθαν οι μετανάστες στη χώρα μας, γεγονός είναι ότι η Ελλάδα από
πέρασμα για την κεντρική Ευρώπη, μετατράπηκε σε τελικό προορισμό, χωρίς βέβαια
να ερωτηθεί κανείς γι’ αυτό, ούτε οι Έλληνες, αλλά ούτε και οι μετανάστες, εκ
των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία δεν είχε καμιά επιθυμία να παραμείνει στην
Ελλάδα.
Τώρα λοιπόν, καλούμαστε όλοι να
αποδεχτούμε ως δεδομένη αυτήν την κατάσταση και να δούμε πώς θα την
διαχειριστούμε. Και καλούμαστε, από ποιους; Μα, φυσικά, από αυτούς που όχι μόνο
δεν έκαναν τίποτα για να την αποτρέψουν, αλλά αντιθέτως, την υποδαύλισαν,
θέτοντας ουσιαστικά υπό καθεστώς ομηρίας, τόσο τους νεοεισελθέντες στη χώρα
μας, όσο και τον ελληνικό λαό. Αλλά, είπαμε, αυτά θα τα αφήσουμε για λίγο στην
άκρη, για να εξετάσουμε τα προβλήματα που έχουν αρχίσει να ανακύπτουν από τις
προσπάθειες ενσωμάτωσης των προσφύγων – μεταναστών.
Ένα από αυτά τα ζητήματα, είναι και η
κάλυψη των παιδιών των μεταναστών σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Εννοείται ότι, όπως και όλα όσα αφορούν
τους πρόσφυγες, έτσι και αυτό, έχει αφεθεί στην αποκλειστική σχεδόν αρμοδιότητα
των ΜΚΟ. Εκεί πέφτουν τα κονδύλια, αυτές αποφασίζουν πώς θα τα διαχειριστούν.
Τι υπηρεσίες θα παρέχουν, τι ειδικότητες χρειάζονται να προσλάβουν, όπως και τι
εθνικότητας θα είναι οι ειδικοί. Από την πλευρά του κράτους, ο έλεγχος και ο
συντονισμός της κατάστασης είναι, ουσιαστικά, υποτυπώδης.
Τώρα όμως, που μπαίνουμε στη λογική της
μόνιμης εγκατάστασης αυτών των ανθρώπων στη χώρα μας, γίνεται φανερό ότι δεν
μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες. Και ποιος καλείται να συνδράμει για να
«βγάλει το φίδι από την τρύπα»; Ποιος άλλος από το «κακό» Δημόσιο.
Έτσι, έχουν ξεκινήσει ήδη οι πιέσεις
προς τις δημόσιες παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, να οργανωθούν με σκοπό την
εξυπηρέτηση των προσφυγόπουλων. Για το σκοπό αυτό, έχουν ήδη ξεκινήσει οι
συσκέψεις στις διάφορες ΥΠΕ (Υγειονομικές Περιφέρειες) ανά την Ελλάδα, μεταξύ
των ΥΠΕαρχών και των Δ/ντων – υπευθύνων των παιδοψυχιατρικών (π/ψ) δομών.
Αυτή τη στιγμή, ο αριθμός των προσφύγων
που έχει εγκατασταθεί είναι περί τις 28.000, ενώ δεν είναι γνωστός ο αριθμός
των παιδιών ανάμεσά τους και, πολύ περισσότερο, πόσα από αυτά πιθανώς χρήζουν
π/ψ εκτίμησης, καθώς δεν υπάρχει ακόμα τέτοια καταγραφή από τις ΜΚΟ. (http://www.iefimerida.gr/news/285804/59230-oi-prosfyges-kai-oi-metanastes-se-oli-tin-ellada-pinakas)
Ο φορέας που συντονίζει τις υπηρεσίες
από πλευράς του κράτους είναι το ΕΚΕΠΥ. Πρόεδρος του ΕΚΕΠΥ είναι ο Ν.
Παπαευσταθίου, αγρονόμος – τοπογράφος, με ειδίκευση στη Γεωπληροφορική και
εξαιρετικά ενδιαφέρον βιογραφικό: http://www.protothema.gr/greece/article/502256/o-nikos-papaeustathiou-neos-dioikitis-tou-ethnikou-kedrou-epiheiriseon-ugeias/
Διευθύντρια του ΕΚΕΠΥ Βορείου Ελλάδας
είναι η Τζίνα Λεπτοκαρίδου, ακτινολόγος (τουλάχιστον αυτή είναι από το χώρο της
υγείας).
Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν 2
Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (του ΨΝΘ και του Νοσ. Παπανικολάου), υπάρχουν
παιδοψυχιατρικά τμήματα στα νοσοκομεία Ιπποκράτειο και ΑΧΕΠΑ, υπηρεσίες ψυχικής
υγείας για παιδιά και εφήβους στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας Δυτ. και Κεντρ. Τομέα,
που ανήκουν στο ΨΝΘ, όπως επίσης και τα ιατρεία του ΠΕΔΥ. Με εξαίρεση τις 2
«κλειστές» μονάδες βραχείας νοσηλείας που λειτουργούν στο Ιπποκράτειο και το
Παπανικολάου, οι οποίες πραγματοποιούν τις ανάλογες εφημερίες και μπορούν να
δεχτούν επείγοντα περιστατικά, οι υπόλοιπες δομές λειτουργούν ως «εξωτερικά
ιατρεία» με προγραμματισμένα ραντεβού, σχεδόν αποκλειστικά για διάγνωση.
Λόγω της ελλιπούς στελέχωσης των
υπηρεσιών, σε συνάρτηση με το εύρος της γεωγραφικής κάλυψης (στη Θεσσαλονίκη
έρχεται πληθώρα περιστατικών από όλη τη Β. Ελλάδα) αλλά και το ευρύ φάσμα
διαταραχών που απευθύνονται εκεί (αναπτυξιακές, νοητικές, ψυχιατρικές,
μαθησιακές, κ.ά.) υπάρχουν λίστες αναμονής, οι οποίες μπορεί να κυμαίνονται από
3 μέχρι και πάνω από 6 μήνες. Ήδη και με την υπάρχουσα κατάσταση, οι
περισσότερες υπηρεσίες βρίσκονται σ’ έναν διαρκή αγώνα, προσπαθώντας να
εξυπηρετήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα τα περιστατικά, ώστε να μην αυξάνεται
υπερβολικά ο χρόνος αναμονής, αλλά και χωρίς να καταφύγουν σε λύσεις που θα
ήταν εις βάρος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών – μιλάμε για την ψυχική
υγεία παιδιών και εφήβων!
Ο χρόνος αναμονής είναι βέβαια κάτι
δυσάρεστο για τα παιδιά και τους γονείς τους, αλλά τις περισσότερες φορές δεν
αποτελεί και τόσο σημαντικό παράγοντα για την πορεία της κατάστασής τους. Η
συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών που απευθύνονται σε αυτά τα κέντρα σε
καμία περίπτωση δεν αποτελείται από επείγοντα περιστατικά. (Επείγον στην
ψυχιατρική, χαρακτηρίζεται ένα περιστατικό όταν ο «ασθενής» μπορεί να γίνει
επικίνδυνος για τον εαυτό του ή τους άλλους.) Παρ’ όλα αυτά, ήδη από το
ξεκίνημα της συζήτησης για το πώς θα μπορέσουν να εξυπηρετηθούν τα παιδιά των
μεταναστών από τις ιατροπαιδαγωγικές υπηρεσίες, υπάρχουν πιέσεις να δεσμευτούν
αυτές προκαταβολικά, ότι θα δέχονται τα περιστατικά αυτά ως επείγοντα και κατά
παράβαση της λίστας αναμονής. Και μάλιστα, χωρίς να υπάρχει καμιά πληροφόρηση
ούτε για τον αριθμό, ούτε για το είδος των πιθανών, υπό εξέταση
διαταραχών.
Κάποια από τα προβλήματα που πρέπει να
ληφθούν υπόψιν και να αντιμετωπιστούν, είναι τα παρακάτω.
Για την αξιολόγηση της ψυχικής
κατάστασης ενός ανθρώπου, είναι πολύ σημαντικό ο ειδικός να είναι βαθύς γνώστης
της κουλτούρας και της νοοτροπίας του εξεταζόμενου. Σ’ αυτόν τον τομέα, ο
πολιτισμικός παράγοντας είναι όχι απλώς σημαντικός, αλλά καθοριστικός.
Συμπεριφορές που για τον δυτικό άνθρωπο αποτελούν ενδείξεις ψυχοπαθολογίας, σε
άλλες κοινωνίες είναι αποδεκτές ή ακόμα και επιθυμητές. Ένα απλοϊκό παράδειγμα:
η αποφυγή της βλεμματικής επαφής στις διαπροσωπικές συναλλαγές, στη δική μας
κοινωνία είναι ένδειξη κοινωνικής αδεξιότητας και αποτελεί, μεταξύ άλλων, ένα
από τα χαρακτηριστικά του αυτισμού. Σε κάποιες κοινωνίες όμως, αποτελεί δείγμα
σεβασμού προς τον συνομιλητή! Και ένα παράδειγμα ακόμα, πραγματικό. Υπήρξε
περίπτωση σε κάποια παιδοψυχιατρική υπηρεσία, που ο πατέρας του παιδιού (που
ζει στη Γερμανία) απαγόρευσε στη γυναίκα του (που μένει σε κάποιο hot spot) να φέρει το παιδί για εξέταση, για να μην εκτεθεί σε
ανδρικά βλέμματα. Αυτό είναι μέρος της κουλτούρας τους, αλλά με μια «δυτική»
ματιά, θα μιλούσαμε μάλλον για σοβαρή ψυχοπαθολογία, τόσο του πατέρα που
απαγόρευσε, όσο και της μητέρας που υπάκουσε στην απαγόρευση αυτή.
Το εμπόδιο της γλώσσας είναι επίσης πολύ
σημαντικό σε αυτήν την περίπτωση – πολύ πιο σημαντικό απ’ ότι σε άλλους
ιατρικούς τομείς. Ένας παθολόγος, για να κάνει διάγνωση, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αντικειμενικές μετρήσεις
της σωματικής κατάστασης του ασθενούς του, οι πληροφορίες που χρειάζεται είναι
πολύ συγκεκριμένες και μπορεί να καλυφθεί με έναν καλό διερμηνέα. Ένας
ψυχολόγος όμως, ή ψυχίατρος κατά τη διαγνωστική συνέντευξη παίρνει πληροφορίες
όχι μόνο από το τι λέει ο «ασθενής», αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο το
λέει, τις λέξεις που επιλέγει και το «βάρος» (συναισθηματικό, ψυχολογικό) που
αυτές μεταφέρουν και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία είναι πολύ δύσκολο, αν όχι
αδύνατο, να «περάσουν» ακόμα και με την καλύτερη μετάφραση. Και φυσικά, σε κάθε
περίπτωση, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του διερμηνέα είναι αδύνατο να
ελεγχθεί από τον ειδικό που κάνει την εξέταση, ο οποίος καλείται να την
θεωρήσει δεδομένη.
Το οποίο μας φέρνει στο επόμενο, πολύ
σημαντικό πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν αυτές οι υπηρεσίες. Το
ποιοι είναι αυτοί που συνοδεύουν τα παιδιά. Είτε είναι παιδιά που έχουν έρθει
με την οικογένειά τους, είτε είναι μόνα τους (και είναι πολλά τα «ασυνόδευτα»)
στις υπηρεσίες έρχονται πάντα με τη συνοδεία κάποιου υπαλλήλου ή αλληλέγγυου των
ΜΚΟ, ο οποίος βοηθά στα διεκπεραιωτικά ζητήματα, αλλά αναλαμβάνει και τη
διερμηνεία και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτός θα είναι κάποιος ψυχολόγος,
ή ειδικός συναφούς κλάδου. Για να καταλάβουμε ποιο είναι εδώ το πρόβλημα, ας
σχηματίσουμε την εξής εικόνα: Φέρνουμε πρώτα στο νου μας τον τρόπο με τον οποίο
διαχειρίζονται οι ΜΚΟ και όσοι περιστρέφονται γύρω τους, το θέμα των
μεταναστών. Φέρνουμε τώρα στο νου μας τα άτομα που δουλεύουν και συνεργάζονται
με αυτές, διαποτισμένα με τις ιδεοληψίες του «αντιρατσισμού», του
«αντιφασισμού», «αντικρατισμού» και λοιπών «αντι». Τώρα, βάζουμε τον εαυτό μας
στη θέση αυτού που προσπαθεί να εξηγήσει στον υπάλληλο της ΜΚΟ, ότι το
περιστατικό που συνοδεύει δεν είναι επείγον και θα πρέπει να μπει σε μια, ας
πούμε, 4μηνη λίστα αναμονής, ή ότι δεν χρήζει νοσηλείας, οπότε και δεν μπορεί
να παραμείνει στο τμήμα… Ούτε ψύλλος στον κόρφο του!
Τα παιδιά αυτά έχουν ζήσει έντονες,
τραυματικές καταστάσεις, οι οποίες είναι λογικό και αναμενόμενο να έχουν
επηρεάσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ψυχική τους κατάσταση και τη
συμπεριφορά τους. Δυστυχώς όμως, με την είσοδό τους στην Ελλάδα και την
παραμονή τους στα hot spot, συνεχίζουν να ζουν σε ένα περιβάλλον, το οποίο όχι μόνο δεν βοηθά στην
«θεραπεία» τους, αλλά αντιθέτως επιβαρύνει επιπλέον την κατάστασή τους. Θα
μπορούσε κανείς με σχετική ευκολία και ασφάλεια, να υποθέσει ότι ένας μεγάλος
αριθμός αυτών των παιδιών πάσχει από το «σύνδρομο μετατραυματικού στρες». Και
αν έρθουν στην υπηρεσία, αυτή μπορεί να είναι μια συνηθισμένη διάγνωση. Ωραία.
Το διαγνώσαμε. Και τώρα, τι; Τι μπορείς να προτείνεις για την αντιμετώπισή του,
αν πρώτα δεν αρθούν οι αιτίες που το προκαλούν, αν το παιδί δεν ζει σε ένα
ήρεμο και ασφαλές περιβάλλον, όπου θα μπορεί, με τη βοήθεια και των ειδικών, να
επουλώσει σιγά σιγά τις πληγές του;
Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε
ότι στη Θεσσαλονίκη, αλλά το ίδιο πιστεύουμε ότι συμβαίνει και παντού, τα
παιδιά και οι γονείς που έχουν χρησιμοποιήσει τις ιατροπαιδαγωγικές και
παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι, κατά κανόνα, οι
εργαζόμενοι σε αυτές απέχουν παρασάγγες από την κακή «δημοσιοϋπαλληλίστικη»
νοοτροπία και ότι κάνουν τα ανθρωπίνως δυνατά, ώστε να διατηρήσουν ένα,
τουλάχιστον, ικανοποιητικό επίπεδο παροχής υπηρεσιών προς τους ανθρώπους που το
έχουν ανάγκη, μέσα σε ένα αντίξοο (οικονομικά, νομικά και πολιτικά) περιβάλλον.
Επιπλέον, στις υπηρεσίες αυτές ήδη εξυπηρετείται ένας μεγάλος αριθμός
παλαιότερων μεταναστών, διαφόρων εθνικοτήτων και ουδέποτε έχει υπάρξει υπόνοια
διάκρισης εις βάρος τους.
Επίσης, ποτέ καμία δημόσια,
παιδοψυχιατρική υπηρεσία δεν αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον οποιονδήποτε διαμένει
μόνιμα ή με προσωρινή ρύθμιση στην περιοχή ευθύνης της. Ούτε έχει το δικαίωμα
να αρνηθεί, ούτε είναι μέσα στις προθέσεις της. Είναι όμως υποχρέωση των
επαγγελματιών ψυχικής υγείας να επισημαίνουν τις ελλείψεις του συστήματος, όπως
και τα προβλήματα που παρουσιάζονται κάθε φορά που πρέπει να αντιμετωπιστεί μια
νέα κατάσταση. Χρειάζεται οργάνωση, σωστός σχεδιασμός και ενίσχυση των
υπηρεσιών, ώστε να διασφαλιστεί τόσο η επιστημονική
εγκυρότητα των διαδικασιών, όσο και, κυρίως, η σωστή αντιμετώπιση των αναγκών
των παιδιών.
*Η Αθανασία Πέτσα είναι Ειδική
Παιδαγωγός – μέλος του ΕΠΑΜ Τ.Ο. Θεσσαλονίκης
ΠΗΓΗ:epamthess
Δεν υπάρχουν σχόλια: