Άντε στο στρατό και σκάσε! Δε θέλω κουβέντα.
Τα αόρατα
νήματα της συλλογικής παράκρουσης στην πολιτισμένη Εσπερία
Γράφει η Χρυσαλλίδα
Εδώ στην Ευρώπη,
πάει πια κάμποσος καιρός που οι πόλεις έχουν γίνει πια ένα μεγάλο Πανόπτικο,
όμοιες με εκείνο το κυλινδρικό κτήριο των φυλακών με τα κελιά γύρω γύρω και τον
δεσμοφύλακα στο κέντρο που εφηύρε ο Jeremy Bentham το 1787. Στο
αρχιτεκτονικά θαυμαστό Πανόπτικο, το φως έμπαινε με τέτοιον τρόπο από τα
παράθυρά των κελιών ώστε η παραμικρή κίνηση του φυλακισμένου να γίνεται
αντιληπτή από τον δεσμοφύλακα.
Έτσι ζούμε πια κι
εμείς εδώ, στην πολιτισμένη γαλλική ριβιέρα, κάμερες από δω, κάμερες από κει,
ούτε σταρ του Χόλυγουντ να είμασταν… άσε δε αν πιούμε ένα ποτηράκι το βραδάκι
και τολμήσουμε να ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα με κανένα φίλο (που να έχει το
χρόνο να ανταλλάξει κουβέντα και όχι sms) στο
μισό τετραγωνικό μέτρο αυλής μπροστά από το διαμέρισμα… τα κεφάλια των γειτόνων
ξεπροβάλλουν, σαν σαύρες μέσα από τις τρύπες, με τους βολβούς των ματιών έξω,
αν υπάρχουν μαζί μας δε και τίποτα παιδιά που παίζουν κανένα παιχνίδι χαθήκαμε,
εκεί είναι που οι βολβοί των ματιών εξωκοίλουν και το στόμα στρέφεται σε μια
αποτρόπαια γκριμάτσα με την διχαλωτή γλώσσα να κρέμεται. Όταν οι κάμερες λοιπόν
δεν σε πιάνουν, οι γειτόνοι κάνουν την ίδια δουλειά μια χαρά: στέκονται πίσω
από τα μισάνοιχτα παντζούρια τους μισοκρυμμένοι μισοφανεροί, με την αποτρόπιαια
αυτή γκριμάτσα και παρατηρούν, χωρίς να μιλάνε. Είναι σαν να σου λένε « ξέρεις ότι σε
βλέπω και το ξέρεις » κι εσύ
τότε αυθόρμητα χαμηλώνεις ακόμα κι άλλο την ήδη χαμηλή φωνή σου και όταν την
χαμηλώσεις τόσο που να μην ακούγεσαι ο φίλος σου κάνει νόημα και σου λέει « στείλτο μου με sms ».
Στην ηλιόλουστη
τούτη ριβιέρα έχει μαζευτεί ένας δυσανάλογος αριθμός ηλικιωμένων κυρίων και
κυριών, που κούτσα κούτσα άλλοι με μπαστούνι άλλοι με κανένα σκυλάκι, άλλοι σε
καροτσάκι που το σπρώχνει καμιά φιλιππινέζα ή ουκρανέζα ή πορτογαλλέζα, όλοι
όμως ζαρωμένοι σα σταφίδες κορινθίας και με μπόλικη πικροχολιασμένη κακία, κατηφορίζουν
καθημερινώς προς την παραλιακή για να κάνουν την βολτίτσα που τους έχει
συστήσει ο γιατρός ώστε να ζήσουνε ακόμα καμιά εξηνταριά χρονάκια. Όλος αυτός ο
καλός κόσμος --που δεν ενοχλεί κανέναν, τι θέλετε πια κι εσείς, να μην
καλοπεράσουν και οι γέροι, τι τώρα τι σε λίγο, όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, ας
πάμε τουλάχιστον χορτάτοι-- ρίχνει την ψήφο του στο φασιστικό κόμμα, έτσι
δείχνουν οι κατά καιρούς δημοσκοπήσεις. Ε, πώς θα έχουμε καθαρούς δρόμους
δηλαδή, να περνάνε τα σκυλάκια, να μη σκοντάφτουν τα μπαστούνια, να κυλάνε τα
καρότσια, να μπορεί ο ήλιος να λάμπει χωρίς να σκουντουφλάνε οι αχτίδες του
πάνω σε μαυριδερά πρόσωπα και ακαταλαβίστικες γλώσσες…
Εμπορικά κέντρα,
ψηλές πολυκατοικίες, τσιμέντο και μπουλντόζες εισβάλλουν και ξεκάνουν τις
τελευταίες γειτονιές όπου υπήρχε ζωή της γειτονιάς, δέντρα, πορτοκαλιές,
λεμονιές, γιασεμί, δάφνη και βασιλικός, καμιά κιθάρα και λίγη συμπάθεια. Οι
ορδές των γερόντων με σορτσάκι που σουλατσάρουν στην παραλιά έχει καταφθάσει
εδώ από άλλα κλίματα και γεωγραφικά πλάτη και όλοι αυτοί ζητούν στουντιος και δυάρια
για να στεγάσουν την πικρόξυνη μοναξιά τους. Αυτοί είναι οι υπ'αριθμόν ένα
δικαιούχοι του ήλιου αφού για να απολαύσεις το αστέρι αυτό του γαλαξία μας
πρέπει να έχεις στη διάθεσή σου λεπτά, και όταν λέω λεπτά δεν εννοώ λεφτά αλλά
λεπτά της ώρας –που στο τέλος βέβαια είναι το ίδιο με τα λεφτά-- και τα λεπτά
της ώρας είναι χρόνος –θα μου πείτε αυτό το ξέρουμε-- ναι αλλά ο χρόνος του
καθενός που δεν είναι ακόμα χούφταλο (και εννοείται, πλούσιο χούφταλο γιατί άμα
είσαι φτωχό δεν έχεις για να πάρεις το στουντιάκι) είναι σίγουρα πουλημένος,
υποθηκευμένος ή μισθωμένος σε κάποιον αφεντικό έναντι χρηματικής αμοιβής
–κοινώς δουλειά. Δηλαδή με λίγα λόγια, ή θα φάω ή θα δω τον ήλιο, ή θα ταΐσω τα
παιδιά μου ή θα τα πάω να δουν τι είναι η θάλασσα. Έτσι λοιπόν από την μια
μεριά, στις ηλιόλουστες ακτές οι έχοντες χρόνο στο παρόν αλλά όχι στο μέλλον
και από την άλλη στα μπουντρούμια του σκοτεινού και βροχερού βορρά –γραφεία,
μετρό, εργοστάσια-- οι έχοντες χρόνο στο μέλλον αλλά όχι στο παρόν, ώσπου να
γίνουν κι αυτοί μια μέρα γέροι και να μπορέσουν πια, με λεπτά και λεφτά, να
σουλατσάρουν κάτω από κάποιο γαλάζιον ουρανό.
Σ' αυτή τη
μοιρασιά του σύμπαντος μην τύχει και κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό της
γαλλικής ριβιέρας τίποτα παιδιά βάλουν ξαφνικά τις φωνές στο δρόμο… α, όχι,
τέτοια πράγματα είναι απαράδεχτα, να πάτε κυρία μου στο Καλαί, στην Βρέστη,
στην Αλσατία, τι διάολο, τόσους νομούς έχει η Γαλλία, εδώ βρήκατε να κάνετε
παιδιά ο ουρανός ετούτος ανήκει σε άλλους. Έκανα λοιπόν το λάθος να βγω με
παιδί που κλαίει έξω στο δρόμο κι έμαθα ότι εδώ σε τούτον το πολιτισμένο τόπο άμα
δεν κάνεις το σκασμένο να βγάλει τον σκασμό σε τρία δευτερόλεπτα οι καλοί
γειτόνοι ανησυχούν πολύ μήπως το καημένο το δίχρονο έχει πέσει θύμα βιασμού,
εκμετάλλευσης, ξυλοδαρμού, ή τρομοκρατικής ενέργειας εκ μέρους του κακού γονιού
και είναι έτοιμοι να καλέσουν τον Σπάιντερμαν, ε, συγνώμη, την DASS ήθελα να πω, την
σπουδαία εκείνη κρατική υπηρεσία που παίρνει τα παιδιά από τους κακούς γονείς
και τα χώνει σε ένα ιδρυματάκι, τι είπατε σας θυμίζει Στάλιν; όχι λάθος κάνετε
είμαστε σε άλλο χρόνο και τόπο για συνέλθετε λιγάκι, και το οποίο ιδρυματάκι
μετά τα προωθεί για « υιοθεσία » σε άλλους, « καλούς » γονείς αχ τι
ωραία, και μάλιστα επι πληρωμεί, αχ ακόμα ωραιότερα έτσι παίρνεις και σκλαβάκι
και μισθό.
Αμπαρωθείτε
λοιπόν μέσα και βγάλτε τον σκασμό, το έξω είναι για άλλους, το είπαμε, δικαίωμα
στον ήλιο δεν έχουνε όλοι, πώς ήταν άλλοτε το δικαίωμα της ψήφου, οι έχοντες
συμπληρώσει μια άλφα ηλικία και κατέχοντες περιουσιακά στοιχεία, έτσι είναι πώς
να το κάνουμε!
Σχολεία είπατε;
αν υπάρχουν σχολεία εδώ στην Κυανή Ακτή; Ναι, πώς. Και νηπιαγωγεία, και
δημοτικά και γυμνάσια με κάγκελα και σίδερα τρία μέτρα και ηλεκτροφόρα σύρματα,
λόγω ασφαλείας, εννοείται, τι νομίζατε καλέ ότι τρελαθήκαμε να αφήσουμε την
παιδεία να γίνεται έτσι με ανοιχτές πόρτες. Αλλά βιβλιοπωλεία όμως γιοκ.
Τίποτα. Καμιά δημοτική βιβλιοθήκη φυτοζωεί που και που… Α ! και ένα καινούριο
ωραίο μεγάλο μαγαζί έχει ανοίξει ακριβώς απέναντι από δυο σχολικά συγκροτήματα,
από την μια ο παιδικός σταθμός και από την άλλη το δημοτικό και το γυμνάσιο,
έτσι φάτσα κάρτα, όλος αυτός ο καλός κόσμος, μικρός και μεγάλος, κατεβαίνοντας
τον δρόμο στέκεται και κοιτάζει αυτό το ολόασπρο και λαμπερό μαγαζί που, α, τι
βλέπω, έχει κάρτ ποστάλ απ' έξω και βιβλία μέσα, δερματόδετα κιόλας… « μπαμπά έτσι ήταν
τα βιβλιοπωλεία που μου λες στα παραμύθια ; », θα ρωτάνε τα
παιδάκια… « ε, ναι
παιδί μου, κάπως έτσι ».
Στέκομαι απέξω και διαβάζω « EGLISE DE SCIENTOLOGIE » τρίβω τα μάτια μου και
ξαναδιαβάζω, μήπως με έχει πειράζει ο ήλιος την Κυανής Ακτής κι έχω
παραισθήσεις… μα πού διάολο είμαστε, στην Αμερική ; Και τότε θυμάμαι πως και σε κάποιο άλλο στενό είχε
πάρει το μάτι μου την ίδια ταμπέλα. Δύο εκκλησίες σιαντολογίας στο κέντρο μιας
πόλης 400.000 κατοίκων ; Μωρέ
μπράβο, πρόοδος, κλείνουν τους μοσκέδες και ανοίγουν εκκλησίες τέτοιες, άσπρες
και γυαλιστερές, γεια σου ρε γαλλική σημαία, όλο αδερφοσύνη, ισότητα κι
ελευθερία, αλλά μη φορέσετε κανένα μαντήλι στο κεφάλι γιατί σας πήρε και σας σήκωσε
και θα φωνάξουνε όχι μόνο την DASS αλλά το
στρατό και θα σας βάλει μέσα και θα σας πει πως έχετε πάρει κι εσείς
χρηματοδότηση από τους διεθνείς τρομοκράτες για να αγοράσετε τη μπούρκα που
φορείτε… μα τι λέτε, το μαντήλι της γιαγιάς μου είναι, λευκαδίτισσα ήταν η
καημένη, για να την θυμάμαι το φοράω που και που…
Αμερική είπες ; Για δες που
λίγο πιο κάτω περνώ και ξαναπερνώ από ένα γωνιακό μαγαζάκι που έχει στη βιτρίνα
κάτι ωραία Καλάζνικοφ και κάτι παραλλαγές και περίστροφα άλφα άλφα σε όλα τα
μεγέθη, α, να, βλέπω και καραμπίνες… απ' όλα έχει ο μπαχτσές. Η πόρτα
ορθάνοιχτη, σαν να λέει μπείτε μέσα, όχι τί νομίζετε σαν τα σχολεία δεν είναι,
δεν έχει ούτε κάγκελα ούτε τριπλοκλειδωμένες πόρτες, να έτσι κάνεις και τους
λες καλημέρα παιδιά και ρωτάς και πόσο έχει ένα οκτάσφαιρο, έτσι για κάθε
ενδεχόμενο. Καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο πάνω, μέσα στο δρόμο, μια ταμπέλα με
ένα στρατιώτη με το ωραίο Καλάζνικοφ, να σε χαρώ, και γράφει « οδός τάδε,
είμαστε ανοιχτοί και τον Αύγουστο », ήθελα
να του πω, πάει ο Αύγουστος ρε μπάρμπα, βγάλτη πια την ταμπέλα για τον
Αύγουστο, βάλε Σεπτέμβρη, Οκτώβρη, βάλε όλο το χρόνο τέλος πάντων, 365
μέρες...θα καταλάβουμε !
Ναι, ναι, βέβαια,
ο πολιτισμός προχωρεί εδώ στην Εσπερία πάμε όλο και πιο δυτικά μέχρι να μας
καταπιεί η νύχτα. Και θα πρέπει να πούμε ότι το μέλλον των παιδιών μας είναι
ένα. Όχι, δύο δηλαδή τα εξής : το ένα
ανεργία και το άλλο λαμπρή καριέρα στο στρατό. Ποιόν στρατό ; Μα εκείνον που
σε πληρώνουνε. 15.000 νέες θέσεις, έτσι λένε οι διαφημίσεις, τρέξε κι εσύ, μη
χάσεις. Και να δείτε τι διαφημίσεις ! Α, παλικάρια
και κορίτσια πρώτης, όμορφα, νέα, όλο μούσκλια και σεξ απήλ, ντυμένα με
παραλλαγή και με ένα πολυβόλο αγκαλιά. Με το βλέμμα χαμένο στο υπερπέραν, τι να
αντικρίζουν άραγε ; Θα τους
κρεμάσανε καμιά οθόνη με πόκεμον που τρέχουνε, ώσπου να βγει η φωτογραφία. Και
η λεζάντα ; Οι
λεζάντες θέλετε να πείτε, αφού η πόλη είναι γεμάτη με τεθωρακισμένα
διαφημιστικά ταμπλώ που δεν μουτζουρώνονται ούτε σκίζονται : « Έρχομαι από
μακριά και πάω μακριά » τι να
του πει κανείς αυτού του έρμου με το βλέμμα της αγελάδας, θα είναι δεν θα είναι
δεκαοκτώ χρονών, πού πας να φας το κεφάλι σου... ή « Όρεξη για
περιπέτεια ; Έλα στο
στρατό να ανακαλύψεις τον πραγματικό σου εαυτό » δηλαδή
δείξε το ζώο που έχεις μέσα σου ή « Πάθος για ελευθερία, όρεξη για
περιπέτεια ». Ωραίο
μέλλον, κάτσε να σε φάω δηλαδή.
Και αν κάνετε πως
δεν βλέπετε τα ταμπλό αυτά στις στάσεις των λεωφορείων, ε γιατί πως να το
κάνουμε δεν πάμε όλοι δα με λεωφορείο, ή στο δρόμο, θα τα δείτε στα τραπέζια
των καφέ. Ορισμένα καφέ της πόλης, απέναντι από τα δικαστήρια για παράδειγμα σε
αντάλλαγμα γενναιόδωρων ανταμοιβών υποθέτω, έχουν αντικαταστήσει τα εμπριμέ
χαρτιά κάτω από το τζάμι του τραπεζιού με τέτοιου είδους διαφημίσεις. Ε, τι να
πούμε τώρα, ότι μέχρι και ο καφετζής ανησυχεί για το μέλλον σου παιδί μου, άντε
στο στρατό και σκάσε ! Δε θέλω κουβέντα.
Νίκαια, 24 Σεπτεμβρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια: