Η εποχή της μετάβασης



Του Γιώργου Ρακκά

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας αποτελούν επιμέρους όψεις της διαδικασίας που σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα ιστορική εποχή. Αφορά σε μια μετάβαση πλανητικών διαστάσεων την υποχώρηση της δυτικής πρωτοκαθεδρίας και την επανεμφάνιση των ευρασιατικών αυτοκρατορικών δυνάμεων (πρωτίστως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία) σε ρόλο νέων αυτόνομων, και ανταγωνιστικών ως προς αυτήν πόλων του παγκόσμιου συστήματος.

Η εξέλιξη αυτή προκαλεί καθοριστικές αλλαγές στις περιφέρειες της Ευρώπης που βρίσκονται στα σημεία τριβής μεταξύ του παλιού και των νέων πόλων ισχύος του παγκόσμιου συστήματος. Η Ουκρανία βιώνει αυτήν την μεταβολή ήδη από το 2014, οπότε και μεταβάλλεται σε διαμφισβητούμενη ζώνη, για να καταστεί το πεδίο ενός ολοκληρωτικού πολέμου από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 κι έπειτα. Δεν είναι όμως η μόνη. Άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία ή η Τσεχία αντιμετωπίζουν και αυτές την επανεμφάνιση του ρωσικού επεκτατισμού, άρα, μια ιστορική απειλή για την δική τους εθνική ακεραιότητα και κυριαρχία, και το ίδιο συμβαίνει στην Σκανδιναβία, με την Φινλανδία και την Σουηδία.

Έτσι μόνον μπορεί να ερμηνευτεί η πρωτοβουλία των δύο τελευταίων χωρών να εγκαταλείψουν την ιστορική τους ουδετερότητα, και να σπεύσουν να υποβάλλουν αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή η παλλαϊκή αντίσταση του ουκρανικού έθνους, δίνει έναυσμα για την ευρύτερη αφύπνιση της Ανατολικής Ευρώπης –πλην της Ουγγαρίας ή της Σερβίας στα Βαλκάνια, οι οποίες ακόμα μετεωρίζονται μεταξύ της Δύσης και της Ευρασίας.

Οι χώρες αυτές τείνουν να δημιουργήσουν μια διακριτή ομάδα, στο εσωτερικό της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ, η οποία όχι μόνον απαιτεί να ληφθούν δραστικότερα μέτρα για την αντιμετώπιση του ρωσικού αναθεωρητισμού. Αλλά είναι και πιο αποφασιστική ως προς τις αξίες και τις αρχές (εθνική αυτοδιάθεση, δημοκρατία, κράτος δικαίου) που προτάσσουν απέναντί του, μια στάση που διαμορφώνεται μέσα από πραγματικότητες ευρύτατων εθνικών συσπειρώσεων. Φυσικά, αυτό που διακρίνει την Φινλανδία ή την Πολωνία, από την Γαλλία ή την Γερμανία είναι το γεγονός ότι οι πρώτες τείνουν να αποκτήσουν συνείδηση της μεθοριακής τους θέσης –ότι βρίσκονται μέσα στις εστίες της νέας γεωπολιτικής αντιπαράθεσης– και συνακόλουθα του ακριτικού τους ρόλου.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Ελλάδα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Ωστόσο μόνον εν μέρεικαθώς όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια από την μία μεριά όντως τα σημάδια μιας αντίστοιχης γεωπολιτικής κίνησης στην ευρύτερή μας περιοχή εκδηλώνονται ολοένα και πιο έντονα. Από την άλλη όμως, η εγχώρια ελληνική πραγματικότητα, η ατζέντα της πολιτικής ζωής, εν τέλει, η κοινωνική και πολιτική συνείδηση υστερεί, παραμένει σε αδράνειες, αδυνατεί ακόμη να συντονιστεί με τις προκλήσεις των καιρών…

Η Τουρκία και η Δύση

Πολλοί αναλυτές αποδίδουν την απίστευτη όξυνση στα ελληνοτουρκικά στην δεινή οικονομική κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της Τουρκίας, και στο ότι το καθεστώς Ερντογάν αντιμετωπίζει εξαιτίας της μια άνευ προηγουμένου δημοσκοπική κατάρρευση η οποία και θέτει εν αμφιβόλω την παραμονή του στην εξουσία έπειτα από το 2023. Η σύνδεση εσωτερικής κρίσης και κλιμάκωσης των επεκτατικών τάσεων προς τα έξω, έχει αναμφίβολα βάση –αποτελεί εξ άλλου διαχρονικό στοιχείο της τουρκικής πολιτικής ζωής. Ωστόσο δεν θα πρέπει να την βλέπουμε μονάχα ως εκτόνωση, αλλά ως ‘φυγή προς τα μπροστά’, δηλαδή ως μια απόπειρα ολοκλήρωσης τάσεων που λειτουργούν εδώ και χρόνια μέσα στην Τουρκία.

Η σημερινή όξυνση έχει να κάνει με την ολοκλήρωση μιας πορείας αυτονόμησης της Τουρκίας από την Δύση. Ούτως ή άλλως αυτό είναι το μεγάλο εγχείρημα του Ερντογάν κατά την πολυετή διακυβέρνηση της χώρας. Στα χρόνια του, οι οικονομικές, πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις με την Κεντρική Ασία, την Κίνα, την Ρωσία, και την Αφρική εκτοξεύθηκαν μετατοπίζοντας συνολικά την Τουρκία έξω από τη Δύση.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση να αφορά στην Αφρική. Το εμπόριο των αφρικανικών κρατών με την Τουρκία εκτοξεύθηκε από τα 3 δισ.$ το 2003 στα 26 δισ.$ το 2021, ενώ οι ξένες άμεσες επενδύσεις της Τουρκίας φτάνουν πλέον τα 10 δισ. Οι τουρκικές αερογραμμές διατηρούν δρομολόγια για 61 διαφορετικούς προορισμούς σε 40 αφρικανικές χώρες, ενώ, οι αφρικανικές πρεσβείες στην Άγκυρα αυξήθηκαν από 10 το 2008 σε 37 το 2001, την ίδια στιγμή που η Τουρκία διατηρεί 43 στην Αφρική έναντι 12 πριν δύο δεκαετίες.

Η επέκταση της Τουρκίας στην Αφρική, δεν είναι άσχετη από την απομάκρυνση της από τη Δύση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το τουρκικό καθεστώς πηγαίνει στην Μαύρη Ήπειρο κραδαίνοντας τα σκήπτρα ενός εργαλειοποιημένου και υποκριτικού αντι-ιμπεριαλισμού.

Με παρόμοιο τρόπο, η αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων της Τουρκίας με την Ρωσία και την Κίνα έχει ως προϋπόθεση την γεωπολιτική απαγκίστρωση της Τουρκίας από την Δύση –η Κίνα, έχει φτάσει με στοιχεία του 2020 να είναι ο 2ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας μετά την Γερμανία (συνολικό ύψος εμπορίου 24 δισ.$) [πηγή], ενώ σε ό,τι αφορά στη Ρωσία, οι οικονομικές σχέσεις απογειώνονται κάθε φορά που η γεωπολιτική της αντιπαράθεση με τη Δύση οξύνεται, όπως το 2014 με τις –ανεπαρκείς– απ’ ό,τι φάνηκε κυρώσεις της Δύσης για την προσάρτηση της Κριμαίας, και την εγκαθίδρυση αποσχιστικών κινημάτων στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ αλλά και τώρα, με τις κυρώσεις του 2022.

Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: Σταδιακά, και με την εξαίρεση της Γερμανίας, η οικονομική σχέση της Τουρκίας με την Δύση έχει ως κύρια πλευρά της τις εξαγωγές, δηλαδή συνιστά μια προβολή της παραγωγικής δυναμικής της Τουρκίας, ενώ η κύρια πλευρά της οικονομικής της σχέσης με την Κίνα ή την Ρωσία έχει ως κύρια πλευρά της τις εισαγωγές–μάλιστα σε γεωπολιτικά κρίσιμα προϊόντα, όπως είναι οι φυσικοί πόροι ή τα προϊόντα και τα εξαρτήματα της πολεμικής βιομηχανίας.

Με λίγα λόγια, η Τουρκία εξαρτά την γεωπολιτική της ισχυροποίηση από την στροφή της προς τον Ευρασιατικό και Αφρικανικό χώρο, ενώ φιλοδοξεί να προβάλει την νέα της ισχύ προς την Δύση.

Η μετατόπιση αυτή, δημιουργεί το αντίστοιχο κλίμα στο εσωτερικό της χώρας. Είναι πολύ χαρακτηριστική πρόσφατη έρευνα του German Marshall Fund για τις στάσεις και τις αντιλήψεις της τουρκικής κοινής γνώμης στα ζητήματα εθνικής στρατηγικής της χώρας. Σύμφωνα με αυτήν, στην ερώτηση ‘με ποιόν θα πρέπει να συνεργαστεί η Τουρκία γύρω από τα διεθνή ζητήματα’, το 33% απάντησε με την Ε.Ε., ένα 26% δήλωσε ότι πιστεύει πως η Τουρκία θα πρέπει να δρα μόνη της, ένα 6,8% με την Κίνα, ένα 5,3% με τη Ρωσία, και μόλις ένα 4,7% με τις ΗΠΑ. Σε σχέση με το 2021, μειώθηκαν σημαντικά τα ποσοστά εκείνων που προσβλέπουν σε συνεργασία με την Ε.Ε. (από 37% – 4 μονάδες), ενώ άλλες 9 αυξήθηκαν (από 15,9%) για την θέση υπέρ της αυτόνομης πορείας. Η Κίνα παρέμεινε σταθερή, ενώ η Ρωσία έχασε 9 μονάδες (14,7%), και οι ΗΠΑ άλλες 5. Αθροιστικά, όσοι πιστεύουν ότι η Τουρκία μπορεί να συνεργαστεί με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ προσεγγίζουν το 37,8%, ενώ εκείνοι που πιστεύουν ότι η Τουρκία μπορεί να δράσει μόνη της, σε συνεργασία με την Κίνα και την Ρωσία, είναι επίσης στο 37%.

Δεν είναι όμως μόνο ‘από τα κάτω’, στην κοινωνική συνείδηση, που εκφράζεται η γεωπολιτική στροφή της Τουρκίας. Ανάλογα φαινόμενα εκδηλώνονται και ‘από τα πάνω’ στο πεδίο της κρατικής ιδεολογίας.

Πρόσφατα, κυκλοφόρησε στην Τουρκία το νέο βιβλίο ιστορίας της τελευταίας, 12ης τάξης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που έχει ως θέμα του την Σύγχρονη Τουρκική και Παγκόσμια Ιστορία. Σύμφωνα με τον Νίκολας Ντάνφορθ, επισκέπτη ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ, το βιβλίο αυτό «ενσωματώνει την κυρίαρχη ιδεολογία της Τουρκίας σε ένα εντελώς καινούργιο εθνικιστικό αφήγημα [που] συνθέτει αντιθετικές τάσεις του τουρκικού αντι-ιμπεριαλισμού προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα συνεκτική προσέγγιση των τελευταίων 100 χρόνων». Σε αυτό, γίνεται μια απόπειρα επανασύνθεσης του ισλαμισμού, του τουρκισμού, και του κεμαλισμού υπό το πρίσμα της ιστορικής αντίθεσης των τουρκικών συμφερόντων με τη Δύση, που αναδεικνύεται στο κυρίαρχο ερμηνευτικό κλειδί της πορείας της Τουρκίας μέσα στον 21ο αιώνα.

Χαρακτηριστικό, για το νέο πνεύμα που σφυρηλατείται στην Τουρκία στις μέρες μας, η παρουσίαση του ιστορικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Κεμάλ –ο οποίος άλλοτε φιγουράριζε ως σύμβολο και καθοδηγητής μιας διαδικασίας επιτυχούς εκδυτικισμού της χώρας. Τώρα γίνεται ο ηγέτης ενός ‘εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα’ (sic!) που «κατάφερε το πρώτο μεγάλο πλήγμα εναντίον του ιμπεριαλισμού στον 20ο αιώνα», και ο οποίος «με τον ρόλο του στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, και τις πολιτικές, οικονομικές, και πολιτιστικές επαναστάσεις που καθιέρωσε μετά τη λήξη του, συνέστησε ένα παράδειγμα για τα υπανάπτυκτα και τα αποικιοποιημένα έθνη».

https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2022/05/pic-1-danforth-paper.jpg
Από το σχολικό βιβλίο της 12ης Τάξης: Ο Κεμάλ ως πρωτοστάτης των… αντιαποικιακών κινημάτων

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ισμέτ Ινονού, εκθειάζεται καθώς κατάφερε να επιτύχει την ουδετερότητα της Τουρκίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –και γενικώς, η ανεξαρτησία της Τουρκίας αντιμετωπίζεται από την οπτική του σχολικού εγχειριδίου από την σκοπιά της αποστασιοποίησης της χώρας από την ιμπεριαλιστική Δύση.

Φυσικά, η ιστορική αυτή αναπλαισίωση συντελείται προκειμένου να χτιστεί το ιδεολογικό και το πολιτικό υπόβαθρο του σημερινού, νέου ρόλου της Τουρκίας. «Η ‘τουρκική σύνθεση της προβολής ισχύος και της αντι-αποικιακής κριτικής’», γράφει ο Νίκολας Ντάνφορθ, «γίνεται εξαιρετικά εμφανής –και αποτελεσματική– στην περίπτωση της Αφρικής. Η Άγκυρα αυτοπαρουσιάζεται ως ‘απελευθερωτικός παράγοντας’, την ίδια στιγμή που παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια, εγκαθιστά στρατιωτικές βάσεις, και πουλάει όπλα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ηπείρου».

Και την ίδια στιγμή, η σύνθεση του κοσμικού και του θρησκευτικού ιστορικού υπόβαθρου της Τουρκίας σε ένα νέο αφήγημα, διευκολύνει τις προθέσεις του να καταστεί ένα νέο καθολικό αφήγημα που αποσκοπεί σε μια γενική μετατόπιση στους προσανατολισμούς της τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Δεν προορίζεται για να ταυτιστεί με τον ‘νέο-οθωμανισμό’ αλλά όπως σημειώνει ο Ντάνφορθ «μπορεί εύκολα να υιοθετηθεί και κατά την μετα-Ερντογανική εποχή».

Δεν είναι τυχαία, ως προς αυτό, η ρητορική που υιοθετούν από κοινού κυβέρνηση και αντιπολίτευση εναντίον της Ελλάδας. Πριν από λίγες ημέρες, ο επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλισντάρογλου ανάρτησε μια δήλωση στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter, όπου σημείωνε μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι ΗΠΑ έχουν γεμίσει την Ελλάδα με αμερικανικές βάσεις. Η στόχευσή τους είναι ξεκάθαρη». Πρόκειται για την μόνιμη επωδό του Ερντογάν, του Τσαβούσογλου και των υπολοίπων Τούρκων αξιωματούχων, και απηχεί ακριβώς σε αυτήν την αντιδυτική τοποθέτηση.

Σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα επιλέγεται από τις ΗΠΑ ως το κύριο όχημα μιας απόπειρας στρατιωτικής περικύκλωσης που σκοπό έχει να αποτρέψει την τουρκική απαγκίστρωση από την Δύση. Ούτως ή άλλως στο πλαίσιο αυτού του νέου αφηγήματος, οι Έλληνες –τόσο σε ό,τι αφορά στο 1821 όσο και κατά την μικρασιατική εκστρατεία του 1919-1922– αντιμετωπίζονται ως τα κατ’ εξοχήν ενεργούμενα του ιμπεριαλισμού, και η εθνική τους αυτοδιάθεση αποτελεί τον δούρειο ίππο μέσα από τον οποίον ο ιμπεριαλισμός επιδιώκει να χειραγωγεί την Τουρκία.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ισχύει κάτι πολύ διαφορετικό. Προκειμένου η Τουρκία να επιτύχει την ανάδυσή της ως αυτόνομο πόλο του διεθνούς συστήματος, απαιτείται να αποκαταστήσει το στάτους της ως δύναμης που γεφυρώνει την Ανατολή με τη Δύση. Ωστόσο αυτή της η προοπτική προσκρούει στην ελληνική κυριαρχία, που αποτρέπει προβολή της τουρκικής ισχύος προς τα δυτικά της Μεσογείου και τα Βαλκάνια. Ο ελληνικός αγώνας για την ανεξαρτησία, εξ άλλου, ήταν η εξέλιξη εκείνη που άρχισε να ξηλώνει τον ιστό της οθωμανικής κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό της σκέλος, και την μετέβαλε στον ‘μεγάλο ασθενή’, ενώ τώρα, είναι η ελληνική κυριαρχία που αποτρέπει την αποκατάσταση αυτού του ρόλου.

Η Ελλάδα και η γεωπολιτική μετάβαση: Παράθυρο ευκαιρίας  

Δεν είναι μόνον η ιστορική πραγματικότητα, ωστόσο, που τεκμηριώνει την ανταγωνιστική σχέση της Ελλάδας με μια Τουρκία που επιμένει στον διαχρονικό της επεκτατισμό. Αποδεικνύεται και από την παρούσα τροπή των γεγονότων.

Είθισται να θεωρείται ότι ο παρών κύκλος της τουρκικής επιθετικότητας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είχε ως σημείο αφετηρίας της την υβριδική-μεταναστευτική επίθεση στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020. Προηγήθηκε, όμως, η υπογραφή του τουρκολυβικού μνημονίου (27/11/2019) για την οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο. Σε εκείνο το σύμφωνο διαφαίνεται για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα και έμπρακτα ότι η προβολή ισχύος της Τουρκίας στη Μεσόγειο την οδηγεί αναπόφευκτα στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Η σύναψη του συμφώνου θα σημάνει συναγερμό στην ελληνική πλευρά· όχι μόνο θα σπεύσει να χρησιμοποιήσει κάθε διπλωματικό μέσο για να το καταστήσει άκυρο, αλλά θα προχωρήσει η ίδια στην διευθέτηση των θαλασσίων περιοχών δικαιοδοσίας με την Αίγυπτο (υπογραφή στο Κάιρο, 6/8/2020) που καταργεί εν τοις πράγμασι την τουρκολυβική συμφωνία.

Ήταν, όντως, η πρώτη ελληνική ενέργεια έπειτα από πολλά χρόνια που έσπευδε με ενεργητικό τρόπο να αμφισβητήσει την απόπειρα δημιουργίας αρνητικών γι’ αυτήν τετελεσμένων από την Τουρκία.

Φυσικά η Τουρκία συνεχίζει να υποστηρίζει την εγκυρότητα του τουρκολυβικού μνημονίου, ωστόσο, εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι η κίνηση της Ελλάδας δεν αμυνόταν μόνον των θεμελιωδών δικαιωμάτων της, προχωρούσε αντίθετα στην αξιοποίησή τους για την περαιτέρω προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή.

Η συμφωνία ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου θα συμβεί εν μέσω ενός ακόμη επεισοδίου ναυτικής κλιμάκωσης πέριξ και εντός των θαλασσίων περιοχών που αποτελούσαν το αντικείμενό της, μια πρόκληση που επίσης η Ελλάδα δεν άφησε αναπάντητη, και κατάφερε να τη διαχειριστεί δίχως η Τουρκία να κερδίσει κάτι από τον εκβιασμό της.

Το γεγονός, ότι η Ελλάδα υπερασπίστηκε ενεργητικά την επικράτειά της –για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες κατευναστικών αντιδράσεων– σηματοδότησε μια στροφή η οποία δεν είχε μόνον γεωπολιτικά οφέλη. Στο θετικό προηγούμενο που δημιουργήθηκε, η Ελλάδα θα υπογράψει δύο άκρως σημαντικές –γεωπολιτικά και οικονομικά– συμφωνίες για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από το Ισραήλ (EuroAsia Interconnector, 8/3/2021) και την Αίγυπτο (31/3/2019), που θα διέρχεται από την κυπριακή και την ελληνική επικράτεια.

Επιπροσθέτως, η απογείωση της ελληνικής διπλωματικής δραστηριότητας για την θωράκιση των ελληνικών θέσεων από την τουρκική υπονόμευση, που την έφερε σε σημείο να υπογράφει, πέραν των σχετικών με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, σημαντικές συνεργασίες με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Σαουδική Αραβία, την Ελληνογαλλική αμυντική και στρατιωτική συμφωνία, καθώς και την αναβάθμιση της αντίστοιχης ελληνοαμερικανικής, αποτέλεσαν όλες κινήσεις που έδωσαν μεσοπρόθεσμα σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα: 4 δισ.$ οι συμφωνίες επενδύσεων με τα ΗΑΕ, μεγάλη συμφωνία διασύνδεσης δεδομένων με την Σαουδική Αραβία, που εάν υλοποιηθεί καθιστά την Ελλάδα κόμβο δεδομένων ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ‘νεκρανάσταση’ και περαιτέρω προώθηση –δοθείσης και της κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και η κατ’ αντιπαράθεση απόφαση της Ε.Ε. να απεξαρτηθεί ενεργειακά– του αγωγού EastMed, επίσης, ανάδειξη της Αλεξανδρούπολης όχι μόνον σε σημαντικό στρατιωτικό κόμβο του ΝΑΤΟ, αλλά και ενεργειακό.

Υπενθυμίζουμε όλα τα παραπάνω, καθώς πιστεύουμε ότι συνιστούν εξελίξεις οι οποίες κρύβουν μέσα τους ένα νέο μοτίβο εκσυγχρονισμού, γεωπολιτικής και διπλωματικής αναβάθμισης της χώρας, το οποίο διαφεύγει από την πεπατημένη των προηγούμενων δεκαετιών.

Το κεντρικό αξίωμα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού ήταν πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του υποτιθέμενου τέλους των εθνικών κρατών η ανόρθωση της χώρας προϋποθέτει τον παραμερισμό της γεωπολιτικής και την εγκατάλειψη της αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Για τον εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του 1990, η υπενθύμιση της τουρκικής απειλής χαρακτήριζε «την Ελλάδα της μιζέριας», ενώ η «ισχυρή Ελλάδα» προϋπέθετε την αποδοχή μιας μεταεθνικής πραγματικότητας που όριζε τον κανόνα της ελληνοτουρκικής φιλίας, συνεργασίας, ει δυνατόν συγκυριαρχίας σ’ ένα περιβάλλον όπου υποτίθεται ότι το εμπόριο θα υποκαθιστούσε τον πόλεμο, με συνέπεια «να έχει παρέλθει η εποχή των κανονιοφόρων».

Στο αντίθετο συμπέρασμα οδηγεί η πρόσφατη εμπειρία ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, με την σημαντική διπλωματική, γεωπολιτική και οικονομική αναβάθμιση η οποία ήλθε ως απόρροια της στροφής της ελληνικής πλευράς από τον κατευνασμό στην αποτροπήΤίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί εάν η Ελλάδα υποχωρούσε στους τουρκικούς εκβιασμούς. Για τον απλούστατο λόγο ότι η χώρα μας θα είχε εκχωρήσει τον ενεργητικό αυτόν ρόλο στην Τουρκία, οπότε θα συμμετείχε από πίσω της, ως αδύναμος και παραπληρωματικός εταίρος στα σχήματα συνεργασίας που θα είχε επιβάλει εκείνη για λογαριασμό της, στη Δύση, τη Βόρεια Αφρική ή τη Μέση Ανατολή.

Η αποτροπή, επομένως, δημιουργεί ένα ‘παράθυρο ευκαιρίας’ που δεν αφορά μόνο στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής αλλά και ευρύτερα στην οικονομική (και κατ’ επέκτασιν κοινωνική) κατάσταση της χώρας, καθώς και στην γενική διεθνή θέση και το κύρος που απολαμβάνει στο παγκόσμιο σύστημα, και ιδίως στην ευρύτερη γειτονιά μας την Ανατολική Μεσόγειο, την Βόρειο Αφρική και την Μέση Ανατολή.

Το ίδιο εξ άλλου, θα μπορούσε να διαπιστωθεί και σχετικά με τον εξοπλιστικό μαραθώνιο στον οποίο έχει επιδοθεί η ελληνική πλευρά προκειμένου να καλύψει το χαμένο έδαφος της μνημονιακής δεκαετίας. Και σε αυτό το πεδίο, μια ανορθωτική δυναμική έρχεται από τα έξω προς τα μέσα. Οι αγορές μας από την Γαλλία, ενισχύουν σημαντικά τον ρόλο των ελληνικών υποκατασκευαστικών εταιριών στην γαλλική πολεμική βιομηχανία, υπό το πρίσμα της ελληνο-ισραηλινής αμυντικής συνεργασίας η σχολή Πολεμικής Αεροπορίας της Καλαμάτας μεταβάλει την πόλη της Πελοποννήσου σε εκπαιδευτικό κόμβο μιας ευρύτερης συμμαχίας κρατών της Μεσογείου κ.ο.κ.

Μέσα σε αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων, οι κραταιές για δεκαετίες βεβαιότητες της ύστερης μεταπολίτευσης καταρρίπτονται με πάταγο. Κι αυτό όχι μόνον σε ό,τι έχει να κάνει με τον εθνομηδενιστικό, παρασιτικό εκσυγχρονισμό, αλλά και τον τρόπο που οριζόταν σε αντιδιαστολή με αυτόν οι αντιεκσυγχρονιστικές τοποθετήσεις.

Η δια της αποτροπής ενίσχυση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, δεν προκαλεί την παρέκκλιση και την αποξένωση της Ελλάδας μέσα στους συλλογικούς σχηματισμούς που έχει επιλέξει να ενταχθεί (ΕΕ-ΝΑΤΟ), πόσο μάλλον την αποχώρηση από αυτούς. Δημιουργεί αντίθετα δυναμική επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης που έχει η χώρα μαζί τους, ώστε η θέση της εντός τους να μην είναι τόσο ετεροβαρής όσο ήταν την εποχή που η Ελλάδα ευχαριστούσε τις ΗΠΑ για το φιάσκο των Ιμίων, ή που παράδερνε από μνημόνιο σε μνημόνιο για να αντιμετωπίζεται ως ζητιάνος της Ευρώπης.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, βλέπουμε ότι η μεταβολή και της Ελλάδας στον νοτιοανατολικό ακρίτα της Δύσης, κατ’ αντιστοιχία με την Ανατολική Ευρώπη και την Σκανδιναβία, δημιουργεί νέες δυναμικές για τη χώρα. Μέσα από αυτές τις εξελίξεις, η οποίες θα πρέπει να σημειώσουμε συμβαίνουν ταυτόχρονα με άλλες, αρνητικές που αυξάνουν το ρίσκο για την ελληνική πλευρά, διαφαίνεται για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες η δυνατότητα μιας γενικευμένης μετάβασης της χώρας σε ισχυρότερη θέση από εκείνην που κατείχε από την Κυπριακή Καταστροφή του 1974.

Το να μιλήσει κανείς, έτσι, για ένα ‘μοντέλο Φινλανδίας’, δεν αποτελεί σήμερα ονειροφαντασία: Μια χώρας με οικονομία ποιοτικής παραγωγής και υψηλών τεχνολογιών, υψηλό βαθμό δημοκρατίας και πολιτικών ελευθεριών, σημαντικού διεθνούς κύρους. Που αντιμετωπίζει έναν εξίσου επεκτατικό και αναθεωρητή γείτονα, επιλέγει να μην αγνοεί αυτήν την απειλή, επενδύει στη λογική του πολίτη-οπλίτη, και ορθώνει σήμερα ένα τείχος αποτροπής στις αξιώσεις του συνειδητοποιώντας τον ακριτικό ρόλο που διαδραματίζει μέσα στην νέα πολυπολικότητα.

Η Ελλάδα και η γεωπολιτική μετάβαση: Αναντιστοιχία του εσωτερικού πεδίου

Το κρίσιμο πεδίο ωστόσο, για την Ελλάδα είναι το εσωτερικό. Οι εξελίξεις σε αυτό θα κρίνουν εάν ολοκληρωθεί η μεταστροφή της εθνικής στρατηγικής προς την κατεύθυνση της αποτροπής, πράγμα που είναι πρωταρχική όπως είδαμε προϋπόθεση ώστε η χώρα να εκμεταλλευτεί το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται. Και οι συνθήκες στο πεδίο αυτό είναι δυσμενείς όσο σε κανένα άλλο.

Είναι γνωστό από την ιστορία πως γεωπολιτικές μεταβάσεις αναλαμβάνονται από ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες-πανεθνικά μέτωπα –‘ιστορικά μπλοκ’ κατά την προσφιλή έννοια του Αντόνιο Γκράμσι τα οποία συγκροτούνται όταν «η σχέση μεταξύ των διανοουμένων και του λαού-μαζών, μεταξύ των ηγετών και των καθοδηγούμενων, μεταξύ των αρχόντων και των αρχόμενων βασίζεται σε μια οργανική σύνδεση κατά την οποία το παθιασμένο συναίσθημα γίνεται κατανόηση, και άρα γνώση…» (Prison Notebooks [Τετράδια της Φυλακής], τομ. ΙΙ, σελ. 177, Columbia University Press 1996).

Ωστόσο στην σημερινή Ελλάδα οι πολιτικές ελίτ δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ούτε εκλογικεύσει τις διαστάσεις της αποτροπής. Ότι δηλαδή προϋποθέτει ένα εγχείρημα γενικής ανόρθωσης σε όλα τα πεδία που η εσωτερική δυναμική της χώρας χωλαίνει, όπως είναι η παιδεία, η παραγωγή, το δημογραφικό, η ενεργειακή αυτοδυναμία, ή πάλι η θεμελιώδης κρίση εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει μια μεγάλη μερίδα του λαϊκού σώματος έναντι των θεσμών, κάτι που έρχεται ως απότοκο του εκφυλισμού της μεταπολιτευτικής πολιτικής σκηνής.

Και σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο το λαϊκό σώμα, αλλά και σημαντικές μερίδες του πολιτικού κόσμου παραμένουν εκτεθειμένοι στις σειρήνες του μικροελλαδισμού, που στις μέρες μας εκφράζεται κυρίως μέσω της καθήλωσης στα ιδεολογικά κλίσε της μεταπολίτευσης.

Από την μια μεριά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εστιάζει περισσότερο στην διαχειριστική αντιμετώπιση των πολλαπλών κρίσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Ταυτόχρονα χωλαίνει ιδιαιτέρως στα πεδία της ιδεολογικής και πολιτικής κινητοποίησης, άρα, της διεύρυνσης των υφιστάμενων κοινωνικών συμμαχιών που είναι αδύναμες και για να φέρουν σε πέρας μια μεγάλη κλιμάκωση με την Τουρκία, αλλά και για την περαιτέρω προώθηση των απαιτούμενων ανορθωτικών μεταρρυθμίσεων.

Λείπει η ώθηση ενός οράματος που θα υπερβεί τα κομματικά στεγανά, και η πηγή του προβλήματος εντοπίζεται στις πολιτικές καταβολές της παρούσας κυβερνητικής σύνθεσης, καθώς, σημείο αφετηρίας της είναι η σύμπραξη της φιλελεύθερης δεξιάς με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ –δυνάμεις που αμφότερες τις προηγούμενες δεκαετίες διαποτίστηκαν από την λογική του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και από την παγκοσμιοποιητική εθνομηδενιστική ιδεολογία.

Μιας ιδεολογίας που από τον χαρακτήρα της, και την φύση των αλλαγών που προωθούσε, ενέτεινε κατά τις τελευταίες δεκαετίες το χάσμα αναμεταξύ των ελίτ και του κοινωνικού κορμού. Κατά συνέπεια, τώρα που απαιτείται πανεθνική κινητοποίηση, αυτή η αδυναμία εκδηλώνεται καταφανώς στην δυστοκία της κυβέρνησης για να την επιτύχει. Ενώ, όποια εμπιστοσύνη καταφέρνει να αποσπάσει είναι γιατί επιδιώκει συνεχώς να αντιδιαστέλλεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, και την κάκιστη εμπειρία που έμεινε στον κόσμο από την καταστροφική του διακυβέρνηση, ή στην έκδηλη αμηχανία του ΠΑΣΟΚ να ανυψωθεί σε δύναμη εθνικής πολιτικής.

Κι όμως, επειδή τα όσα συμβαίνουν σε επίπεδο παγκόσμιου συστήματος με την ανάδυση του ευρασιατικού άξονα, ακόμα, την πανδημία και την εντεινόμενη οικολογική κρίση συνεπάγονται μια βίαιη ανατροπή της παγκοσμιοποίησης, τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα στην Δύση έρχονται να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση συνθλιπτικών οικονομικών και εισοδηματικών πιέσεων.

Κάτι που η Ρωσία ή η Τουρκία γνωρίζουν πολύ καλά, γι’ αυτό και σπεύδουν να εκβιάσουν την Δύση με την ενεργειακή, την επισιτιστική ή την μεταναστευτική κρίση. Εκβιασμοί που δείχνουν να πιάνουν ακριβώς διότι όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι ηγεσίες δυσκολεύονται να συσπειρώσουν την κοινωνική βάση γύρω από ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αρχών, και αξιών, και άρα να την καταστήσουν ανθεκτικότερη στις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις.

Ή λοιπόν, η κυβερνώσα παράταξη θα επανεξετάσει και ιδεολογικά –όχι μόνον διαχειριστικά– το κυριότερο θέσφατο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, ότι η οικονομική, θεσμική, τεχνολογική, και κοινωνική ανόρθωση της χώρας είναι εγχείρημα αντιθετικό με την προάσπιση και την ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας ή σύντομα θα βρεθούν να πιέζονται από μια ποικιλόμορφη αντιπολίτευση η οποία εκκινώντας από ποικίλες ιδεολογικές αφετηρίες θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί την τεράστια οικονομική και κοινωνική πίεση της συγκυρίας.

Η σημερινή εκδοχή της «μικρής πλην τίμιας Ελλάδας» και του μικροελλαδισμού καταδεικνύεται και στο γεγονός ότι η μηδενιστικού χαρακτήρα ηγεμονία της αριστεράς στα πανεπιστήμια αναδεικνύει σε υπέρτατο πολιτικό ζήτημα την παρουσία της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους αδιαφορώντας για την ίδια την επιβίωση της χώρας, που παίζεται αυτές τις στιγμές απέναντί στον τουρκικό επεκτατισμό. (Και εδώ βέβαια ευθύνεται και η κυβέρνηση που δοκιμάζει να την αμφισβητήσει μόνον κατασταλτικά, όχι οραματικά προκρίνοντας έναν άλλο εθνικό ρόλο του πανεπιστημίου ως θεματοφύλακα της κοινωνικής κινητικότητας, της παραγωγικής και μορφωτικής ενδυνάμωσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της καλλιέργειας του μεγάλου εθνικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει ο Ελληνικός Πολιτισμός).

Απέναντι στην προοπτική σημαντικής γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας, δεξιοί και αριστεροί προκρίνουν το καταστροφικό ιδεολόγημα του «μη-δεδομένου», που θέλει την Ελλάδα να αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ της Δύσης και της Ευρασίας και να καμώνεται την ουδετερόφιλη, παραιτούμενη επί της ουσίας από τον ακριτικό της ρόλο. Η άποψη αυτή, εστιάζει και εκμεταλλεύεται στο έπακρο την υπαρκτή αμφιταλάντευση των μεγάλων δυτικών Δυνάμεων –κυριότερα της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών– έναντι της Τουρκίας. Παραβλέπει, ωστόσο, τρία πολύ κρίσιμα στοιχεία: Πρώτον, ότι η ειδική σχέση Τουρκίας – Γερμανίας είναι ιδιαίτερη και διαχρονική, και υφίσταται έξω από το συλλογικό πλαίσιο της Δύσης· δεύτερον, ότι στις ΗΠΑ διεξάγεται αυτήν την στιγμή μια έντονη αντιπαράθεση σε σχέση με το τι θέση θα τηρήσει η χώρα έναντι της Τουρκίας, η οποία έχει την δική της πολύ κατατοπιστική σημειολογία: οι φορείς της ‘σκληρής ισχύος’, όπως κατ’ εξοχήν είναι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, έχουν ήδη προετοιμαστεί για το σενάριο  απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τη Δύση, μεταφέροντας το κέντρο βάρος της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από το Ιντσιρλίκ, στον στρατιωτικό-ενεργειακό κόμβο της Αλεξανδρούπολης, ενώ οι φορείς της ‘ήπιας ισχύος’ –κατ’ εξοχήν η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντηπάρτμεντ που παραμένει ακόμα δέσμια της παγκοσμιοποιητικής λογικής, αφήνει ακόμα ανοιχτή την πόρτα για την μεταστροφή της Τουρκίας· τρίτον, ενώσω η Δύση αμφιταλαντεύεται η Ρωσία έχει αποφασίσει «με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει», παρέχοντας πυρηνική τεχνογνωσία στην Τουρκία (και μαζί με την Κίνα, κάθε άλλη εξοπλιστική διευκόλυνση) ώστε να ολοκληρώσει αυτή την απαγκίστρωσή της από την Δύση, και άρα να υλοποιήσει το ηγεμονικό της όραμα στην ευρύτερη περιοχή.

Και βέβαια είναι η καταστροφική εργαλειοποίηση, για άλλη μια φορά, της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Γιατί σήμερα η αντιπολίτευση επιδίδεται αναφερόμενη σε αυτήν σε έναν στείρο και γενικόλογο αντικυβερνητισμό, που ποτέ δεν καταλήγει να αντιπροτείνει κάποιο συγκεκριμένο οικονομικό σχέδιο για την αντιμετώπισή της, που μπορεί πάντοτε να φέρει μεσοπρόθεσμα και όχι άμεσα αποτελέσματα. Καταλήγει, έτσι, να καλλιεργεί και πάλι την εντύπωση στην κοινωνία περί μιας ανύπαρκτης εύκολης διεξόδου. Ενώ η βάση αυτού του νέου κύματος οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης δεν είναι άλλη από την βίαιη διάρρηξη της παγκοσμιοποίησης από την πανδημία, των γεγονότων της Ουκρανίας, και της όξυνσης της προκλητικότητας των Τούρκων, την οποία η Ελλάδα πληρώνει βαριά επειδή το παρασιτικό οικονομικό της μοντέλο δεν έχει την παραμικρή ανθεκτικότητα ενώπιον των κλυδωνισμών αυτού του τύπου.

Αντί, επομένως, να πιέζεται η κυβέρνηση προκειμένου να αξιοποιήσει στο έπακρο τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, ή εκείνους των εθνικών και κοινωνικών επενδύσεων προκειμένου να θωρακιστεί το ελληνικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο τόσο έναντι της διεθνούς αστάθειας, όσο και έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, αφήνεται να παίζει εν ου παικτοίς, προσβλέποντας στο σενάριο της κατάρρευσης της, εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής καθίζησης.

Το χειρότερο, ενισχύει τον εθισμό της κοινωνίας σε μια λογική μισθολογικών ή επιδοματικών διεκδικήσεων, σε μια στιγμή που παίζεται πραγματικά η ύπαρξη της χώρας, και κλειδώνει η φυσιογνωμία που θα πάρει το μέλλον κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Προφανώς, «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Η κυβέρνηση δυσκολεύεται να ολοκληρώσει την πορεία που η ίδια αναγκάστηκε να ακολουθήσει από την άνοιξη του 2020, η αντιπολίτευση αντί να την πιέσει να προχωρήσει μπροστά, την τραβάει προς τα πίσω. Ας ελπίσουμε ότι ο Ερντογάν, δηλαδή η στρατηγική μετατόπιση της Τουρκίας σε τροχιά ανοιχτής σύγκρουσης με την Ελλάδα, θα αφυπνίσει την κοινωνία, θα κινητοποιήσει περισσότερο τα υγιή της κομμάτια και αντανακλαστικά, εξαναγκάζοντας την πολιτική τάξη να αλλάξει ρότα. Ειδάλλως….

από ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.