Μια κρίση εμπιστοσύνης



 Γράφει η Jane Harman

Όταν ο Τζο Μπάιντεν ορκιστεί πρόεδρος τον Ιανουάριο, θα κληρονομήσει δυο προκλήσεις που κανείς δεν θα ζήλευε: ένα ανησυχητικό τοπίο εθνικής ασφάλειας και μια κατακερματισμένη κοινότητα πληροφοριών. Χωρίς αμφιβολία, ο δικός του Λευκός Οίκος θα βιαστεί να σβήσει τις προφανείς πυρκαγιές, είτε η απειλή είναι η αυξανόμενη ένταση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ είτε είναι η επικείμενη λήξη της πυρηνικής συνθήκης New START.

Όμως η δεύτερη, βραδείας καύσης κρίση είναι από πολλές απόψεις η πιο επικίνδυνη. Εάν ο Μπάιντεν θέλει η προεδρία του να πετύχει στην εξωτερική πολιτική, πρέπει να αποκαταστήσει την ακεραιότητα στην διαδικασία εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, έτσι ώστε οι καθημερινές κρίσεις να μην παραγκωνίσουν την σωστή στρατηγική που βασίζεται στις καλές πληροφορίες. Πριν ενεργήσουν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων, πρέπει να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα σχετικά με τις προθέσεις και τις ικανότητες των αντιπάλων καθώς και των εταίρων τους.

Ποτέ δεν ήταν εύκολο να παραχθεί πολιτική χωρίς καλές πληροφορίες˙ σήμερα, η λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών είναι τόσο απαραίτητη όσο ήταν πάντοτε. Εξαιρετικοί κίνδυνοι εσφαλμένου υπολογισμού κρύβονται μόλις μια ίντσα προς τα αριστερά ή τα δεξιά κάθε επιλογής πολιτικής. Ωστόσο, οι υπηρεσίες κατασκοπείας των ΗΠΑ είναι βυθισμένες στην χειρότερη κρίση εμπιστοσύνης και λογοδοσίας που έχει δει το έθνος μετά τον πόλεμο στο Ιράκ. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει πολιτικοποιήσει την διαδικασία [απόκτησης και ανάλυσης] πληροφοριών με τρόπους μεγάλους και μικρούς, υπονομεύοντας την ακεραιότητα της λήψης αποφάσεων εθνικής ασφάλειας και την πίστη του κοινού σε αυτήν. Πόσες φορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι Αμερικανοί αναρωτήθηκαν αν η χώρα τους ήταν λίγα λεπτά μακριά από τον πόλεμο με το Ιράν, προσπαθώντας να διαβάσουν τα τραπουλόχαρτα για να μαντέψουν τις προθέσεις του καθεστώτος;

Η ζημιά μπορεί να διορθωθεί. Η επιδιόρθωση της θα απαιτήσει δέσμευση και προσοχή, εμπορεύματα σε ανεπαρκή προσφορά σε οποιαδήποτε διοίκηση (για να μην αναφέρουμε στον Λόφο του Καπιτωλίου). Αυτό που θα χρειαστεί ο νέος Λευκός Οίκος είναι μια καλά καθορισμένη ατζέντα από την αρχή -μια σαφή αίσθηση των περιοχών στις οποίες έχει γίνει η μεγαλύτερη ζημιά, καθώς και των χώρων όπου θα πρέπει να μπει το φως του ήλιου. Μόνο τότε θα μπορούν οι Αμερικανοί και ο υπόλοιπος κόσμος να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη τους στην αμερικανική κοινότητα πληροφοριών.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Από την αρχή, η πορεία θα καθοριστεί από την ομάδα που θα αναλάβει τα ηνία. Αν και δεν ήταν ο πρώτος Λευκός Οίκος που προσπάθησε να στελεχώσει την κοινότητα πληροφοριών με πιστούς, ο Τραμπ προσπάθησε να το κάνει ιδιαίτερα επιθετικά. Η διοίκηση απέρριψε δημόσιους υπαλλήλους καριέρας, εγκατέστησε υποψήφιους που δεν θα επιβίωναν από μια επαφή με την διαδικασία έγκρισης τοποθετώντας τους σε ρόλους δράσης, και επιτέθηκε στην ανεξαρτησία των ελεγκτικών και των συμβουλευτικών οργάνων. (Αυτό περιελάμβανε μια εκκαθάριση στο Συμβούλιο Αμυντικής Πολιτικής, το οποίο σάρωσε εμένα και άλλους από την δικομματική συμβουλευτική επιτροπή του Υπουργού Άμυνας). Το αποτέλεσμα ήταν να σπαρθεί η διαδικασία των πληροφοριών με κομματικές σκέψεις. Οι αναφορές που κινδύνευαν να εξοργίσουν ανώτερους αξιωματούχους έγιναν πιο ήπιες, παρέκλιναν, ή καταργούνταν˙ οι πληροφοριοδότες είχαν παγώσει λόγω της απειλής αντιποίνων. Εν τω μεταξύ, οι μη- ή οι υπο-ελεγμένες πληροφορίες παρέκαμπταν τις δυσκολίες της παραδοσιακής διαδικασίας ανάλυσης με το να ταξιδεύουν από έναν πολιτικά διορισμένο στον άλλο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τους ψευδείς ισχυρισμούς [1] ότι η Ουκρανία παρενέβη στις εκλογές του 2016: αυτές οι φήμες εξαπλώθηκαν στον και μέσω του Λευκού Οίκου, ακόμη και όταν τα στελέχη καριέρας ενημέρωσαν το Κογκρέσο για την πραγματικότητα ότι ήταν η Ρωσία που ηγήθηκε της εκστρατείας παραπληροφόρησης.

Φυσικά, η επαναφορά αυτών των αλλαγών θα ξεκινήσει με την ονομασία κατάλληλων υποψηφίων για ταχεία έγκριση. Η Elissa Slotkin, κάποτε αναλυτής της CIA και τώρα αντιπρόσωπος των Δημοκρατικών από το Μίσιγκαν [στην Βουλή], πρότεινε [2] ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να εξετάσει μια «στοχευμένη ανάκληση» των στελεχών του δημοσίου που έφυγαν από την κοινότητα πληροφοριών κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια –το προσωπικό με την βαθύτερη δέσμευση για τους παραδοσιακούς κανόνες. Αυτή θα ήταν μια έξυπνη κίνηση, αλλά θα χρειαστούν ακόμη βαθύτερες αλλαγές στον τρόπο που η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσλαμβάνει και απολύει τους κατασκόπους της για να αποκαταστήσει πλήρως την ανεξαρτησία τους.

Διαβάστε την συνέχεια στο foreignaffairs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.