Ολλανδία: Το σκάνδαλο που κατέστρεψε την κυβέρνηση Ρούτε.
Γράφει ο Γιάννης Νικολόπουλος
Δύο χρόνια άφατης ταλαιπωρίας για χιλιάδες εργαζόμενους, 31.000 κατεστραμμένες οικονομικά οικογένειες, μια σκανδαλώδης εμπορευματοποίηση της οικογενειακής φροντίδας, δύο πορίσματα κοινοβουλευτικών επιτροπών που μετέθεταν ευθύνες από τον Άννα στον Καϊάφα, μια παραίτηση υπουργού, μια ανεξέλεγκτη ανεξάρτητη αρχή, μια συλλογική αγωγή και μήνυση κατά του μισού υπουργικού συμβουλίου, ένα κοινωνικό δράμα και μια προεκλογική περίοδος που ξεκίνησε νωρίς και τραγικά πάνω στις σοβαρές συνέπειες και της πανδημίας.
Το σκάνδαλο των οικογενειακών επιδομάτων στην Ολλανδία συγκλονίζει εκ νέου την κοινή γνώμη της χώρας και υποχρεώνει την κυβέρνηση κοινοβουλευτικής συνεργασίας του Λαϊκού Κόμματος που οδεύει σε πρόωρη παραίτηση ενόψει και της προσφυγής στις εθνικές εκλογές της 17ης Μαρτίου. Το τελευταίο επεισόδιο στο πολυτάραχο κοινωνικό σίριαλ των επιδομάτων ήταν η κατάθεση συλλογικής αγωγής και μήνυσης για μια σειρά από αδικήματα, όπως της παράβασης καθήκοντος και της έκθεσης ανηλίκων σε κίνδυνο, προκειμένου να επιταχυνθεί η εισαγγελική έρευνα εναντίον του πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε και έξι συναρμόδιων κατά το παρελθόν υπουργών του.
Όμως το Τoeslagenaffaire, όπως είναι γνωστό το σκάνδαλο παράνομης και καταχρηστικής επιστροφής επιδομάτων κατά απαίτηση της CAF (ανεξάρτητης αρχής καταπολέμησης της απάτης στη φορολογία, τα έσοδα και τα τελωνεία), δεν είναι καινούργια υπόθεση στην Ολλανδία και άπτεται ουσιωδώς της νεοφιλελεύθερης πολιτικής επιλογής να παραδίδονται στην αγορά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, κρίσιμοι τομείς του κοινωνικού κράτους και της υποστήριξης της οικογένειας και των εργαζομένων.
Από το 2004, κάθε οικογένεια και κάθε εργαζόμενος ή εργαζόμενη με παιδί, ανεξαρτήτως εθνικότητας, σχέσης εργασίας και εισοδήματος, απολαμβάνει ένα πακέτο επιδομάτων που συγχρηματοδοτείται από το ειδικό ταμείο του υπουργείου Οικονομικών και τις εργοδοτικές ενώσεις της χώρας σε ποσοστό 50%.
Τα επιδόματα αυτά κλιμακώνονται αντιστρόφως ανάλογα ως προς το πραγματικό και δηλωθέν εισόδημα που πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από την εργασία των δικαιούχων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Για παράδειγμα, γονείς με εισόδημα έως 45.000 ευρώ τυγχάνουν επιπλέον επιδομάτων ύψους έως το 90% των απολαβών τους για το πρώτο παιδί και 87%, για το δεύτερο ή τα επόμενα παιδιά, ενώ γονείς με εισόδημα ίσο ή και πάνω των 100.000 ευρώ λαμβάνουν επιδόματα έως το 18% των εισοδημάτων τους για το πρώτο παιδί και 15% για το δεύτερο ή τα επόμενα παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση και έπειτα από τις περιπτώσεις πραγματικής απάτης που συντελέστηκαν στις αρχές της δεκαετίας, και στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια, από το 2014 και μετά, καθιερώθηκε ενιαίο μηνιαίο πλαφόν 1.541 ευρώ για τις επιδοτούμενες οικογενειακές δαπάνες. Οικογενειακής μέριμνας τυγχάνουν και οι ελευθεροεπαγγελματίες ή αυτοαπασχολούμενοι, αλλά από τους περιφερειακούς και δημοτικούς προϋπολογισμούς.
Η κεφαλαιακή ενίσχυση της οικογένειας, πυρηνικής, πολύτεκνης, μονογονεϊκής, μπορεί να συντελεστεί με δύο τρόπους : απολογιστικά, εφόσον στο τέλος κάθε οικονομικού έτους κατατίθενται στην αρμόδια εφορία οι δαπάνες της οικογένειας που σχετίζονται με την ανατροφή παιδιών ή προϋπολογιστικά, εφόσον η οικογένεια καταθέτει ξανά στην εφορία της, το συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών πρόνοιας, στέγασης και ανατροφής τέκνων που έχει συνάψει με κάποια εξειδικευμένη προς τούτο ιδιωτική επιχείρηση.
Τα επιδόματα δεν εισπράττονται ποτέ από τους δικαιούχους γονείς, αλλά από την επιχείρηση ή το πρακτορείο παροχής υπηρεσιών και με αυτόν τον γνώμονα, σχεδόν όλοι οι Ολλανδοί και οι μετανάστες εργαζόμενοι δικαιούχοι προστρέχουν στην προϋπολογιστική σύναψη συμβολαίων που συνήθως καλύπτουν συγκεντρωτικά την επιδότηση ενοικίου για κατοικία, την επιδότηση δόσης στεγαστικού δανείου, την πληρωμή βρεφοκόμων ή babysitter, την εγγραφή στο βρεφοκομείο ή το νηπιαγωγείο και φυσικά τα έξοδα και τις αμοιβές παράστασης και διεκπεραίωσης γραφειοκρατικών διαδικασιών που αναλαμβάνει η εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση και πέρα από τα επιδόματα, οι τελευταίες χρεώσεις βαρύνουν και το οικογενειακό εισόδημα εφόσον η λεγόμενη «προσωποποιημένη εξυπηρέτηση πελατών» προϋποθέτει δαπάνες εξουσιοδότησης και αντιπροσώπευσης των εργαζομένων γονέων. Και εδώ βρίσκεται μια από τις ρίζες του προβλήματος που ανέκυψε με τα οικογενειακά επιδόματα και τη διαχείριση τους.
Το ποια εταιρεία έχει άδεια λειτουργίας παροχής υπηρεσιών οικογενειακής πρόνοιας, αποφασίζεται από το αρμόδιο υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης που για την επίμαχη περίοδο (2012-2019) είχε επικεφαλής πρώτα τον Εργατικό, Λόντεβικ Άσερ και μετά τη σημερινή υπουργό Ιατρικής Περίθαλψης, Ταμάρα φαν Αρκ. Τα κονδύλια που διοχετεύονται σε αυτήν την αγορά υπηρεσιών «οικογενειακής φροντίδας» προέρχονται, όπως είπαμε, από το υπουργείο Οικονομικών στο οποίο προΐσταται όλα τα τελευταία χρόνια, ο νυν πρόεδρος του Λαϊκού Κόμματος, Βόπκε Χούπστρα.
Από το 2013 έως το 2015 μια σειρά επιμέρους υπαρκτών σκανδάλων ταλάνισαν το σύστημα. Όλα σχετίζονταν με την πολιτική επιχειρήσεων όπως η διαβόητη De Appelbloesem. Στο ίδιο πλαίσιο ποινικής έρευνας και μεταχείρισης βρέθηκαν και άλλες επιχειρήσεις, όπως οιDe Parel, De Stroom and Family House, η τελευταία μάλιστα ασχολούταν σχεδόν αποκλειστικά με οικογένειες μεταναστών από το Μαρόκο και την Αλγερία. Σε πρώτη φάση, οι επιχειρήσεις παραπληροφορούσαν τους γονείς για τις ατομικές καταβολές «προσωποποιημένης εξυπηρέτησης» με αποτέλεσμα οι χρεώσεις να μετατίθενται στα επιδόματα και τα συμβόλαια να «φουσκώνουν» και να απορρίπτονται με καθυστέρηση μηνών από το υπουργείο Οικονομικών. Εν συνεχεία, η ανεξάρτητη αρχή φορολογίας και εσόδων που είχε ιδρύσει επί τούτου την αποτυχημένη πια ομάδα CAF για την καταπολέμηση και της επιδοματικής απάτης, εκκινούσε διαδικασία ανάκτησης παρανόμως καταβληθέντων επιδομάτων που όμως επιβάρυνε πια τους εργαζόμενους-πελάτες-χρήστες υπηρεσιών και όχι τις εταιρείες που είχαν αποσπάσει τα ποσά.
Στο ίδιο πλαίσιο, από το 2007 έως το 2012, παραρτήματα της De Appelbloesem και της DeParel παρακινούσαν πολύτεκνες οικογένειες μεταναστών κυρίως από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία να εγκατασταθούν στην Ολλανδία, να εργαστούν εποχικά στη γεωργία και τον κατασκευαστικό κλάδο με σκοπό να αποσπάσουν οικογενειακά επιδόματα ενοικίου και φροντίδας ανηλίκων τέκνων που προσαυξάνονταν ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Φυσικά, οι μετανάστες δεν έβλεπαν ποτέ αυτά τα χρήματα στη δική τους τσέπη: τα καρπώνονταν όλα τα πρακτορεία και οι επιχειρήσεις διαμεσολάβησης και παροχής υπηρεσιών. Σε τουλάχιστον 800 περιπτώσεις, τα συμβόλαια εργασίας ήταν εικονικά και πλαστά ως προς τη διάρκεια τους, (για παράδειγμα, 12 μήνες αντί για τους πραγματικούς οκτώ) με αποτέλεσμα οι εταιρείες να υπεξαιρούν μεγαλύτερα επιδόματα ενοικίου και φροντίδας με τη συνενοχή των εργοδοτών κτηματιών και βιοτεχνών που κατέθεταν τα σχετικά συμβόλαια απασχόλησης μεταναστών.
Μπροστά σε αυτά τα «ξερά» της επιδοματικής οικογενειακής πολιτικής διαμέσου των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση Ρούτε από το 2015 και έπειτα, αποφάσισε ουσιαστικά να κάψει και πολλά «χλωρά», τσακίζοντας και την ελεγχόμενη αξιοπιστία της κυβέρνησης και την τραυματισμένη εμπιστοσύνη στο ιδιωτικοποιημένο σύστημα πρόνοιας. Η περιβόητη πια για την αναλγησία και την αναποτελεσματικότητα της, CAF άρχισε να βλέπει παντού «απατεώνες» ανάμεσα σε μονογονεϊκές, μεταναστευτικές και part time απασχόλησης οικογένειες κυρίως επειδή αυτές είχαν πέσει θύματα της παραπλανητικής διαφημιστικής προσέλκυσης από εταιρείες τύπου De Appelbloesem και Family House.
Το αναδρομικό σάρωμα συμβολαίων πρόνοιας οδήγησε στην δήθεν «αποκάλυψη κυκλωμάτων» που είχαν «καταχραστεί το σύστημα» και 31.000 οικογένειες τέθηκαν από το 2018 σε επιτήρηση επιδοματικών δαπανών και εντέλει σε πλήρη διακοπή της οικονομικής βοήθειας με αναδρομική ισχύ πενταετίας, ενώ στη συνέχεια η CAF και το υπουργείο Οικονομικών άρχισαν να απαιτούν την πλήρη και ολοκληρωτική επιστροφή επιδομάτων για κάθε χρόνο «παράνομης χρήσης υπηρεσιών», αποστέλλοντας στα σπίτια των τάχα «απατεώνων», τα περιβόητα «μαύρα σημειώματα» χρέους και παραπομπής σε φορολογικό δικαστήριο με ανελαστικές προθεσμίες εξόφλησης και επιμέτρησης ποινών.
Το απόλυτα φρικαλέο σημείο είναι πως από αυτήν την αισχρά άδικη τιμωρητική μεταχείριση εξαιρέθηκαν ολοκληρωτικά οι εταιρείες που υπέστησαν μόνο το πλαίσιο των ποινών στους επικεφαλής προέδρους της De Appelbloesem και FamilyHouse, Γιοχάνες Φερντ και Αμπντουλάχ Χασελόεμ που κατέληξαν για μόλις 18 μήνες στη φυλακή, το 2016, και το όλο βάρος έπεσε στις πλάτες των εργαζομένων που ήταν καθόλα νόμιμοι δικαιούχοι των επιδομάτων, αλλά είχαν παραπλανηθεί από την επιχειρηματική διαφήμιση αφενός ως προς το εύρος των πράξεων εξουσιοδότησης και «προσωποποιημένης εξυπηρέτησης» και αφετέρου ως προς τις αμειβόμενες υπηρεσίες των εταιρικών στελεχών που προέρχονταν είτε από το οικογενειακό πορτοφόλι είτε από το ταμείο επιδομάτων και το υπουργείο Οικονομικών. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά το 2014, οι επιχειρήσεις οικογενειακής φροντίδας χρέωναν ως έξοδα παράστασης και εκπροσώπησης ποσά έως και 1.500 ευρώ το μήνα, δηλαδή σχεδόν το διπλάσιο του πλαφόν δαπανών που είχε ορίσει η κυβέρνηση προκειμένου τάχα να καταστείλει την παρανομία και τη σπατάλη.
Η αποκάλυψη ότι η CAF καταδίωκε και απαιτούσε αναδρομικές επιστροφές από 15.000 έως 140.000 ευρώ για κάθε χρόνο χρήσης των οικογενειακών επιδομάτων από οικογένειες που κινδύνευαν να χάσουν τα σπίτια τους, είχε εξωθήσει σε παραίτηση τον αρμόδιο υφυπουργό Οικονομικών, Μένο Σνελ στις 18 Δεκεμβρίου 2019 και είχε πυροδοτήσει αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές επιτροπές διερεύνησης της υπόθεσης που είχαν καταδείξει καταρχάς τις ευθύνες της υπηρεσιακής γραφειοκρατίας για την έκνομη και απάνθρωπη μεταχείριση των δικαιούχων.
Αυτή όμως η διαπίστωση δεν άρκεσε για τα θύματα της καταχρηστικής και μεροληπτικής άσκησης εξουσίας από την CAF που απαίτησαν νέο κύκλο ερευνών εν μέσω πανδημίας και πέτυχαν έτσι μια δεύτερη κοινοβουλευτική επιτροπή διερεύνησης που οδήγησε πριν από έξι εβδομάδες στην ανακριτική καταρχάς εξέταση του πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε και των υπουργών και υφυπουργών, προηγούμενων και νυν, Οικονομικών, Βόπκε Χούπστρα, Μένο Σνελ, Έρικ Βίμπερς και Φρανς Βέκερς και Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης, Ταμάρα φαν Αρκ και Λόντεβικ Άσερ. Ο τελευταίος υπό το βάρος των τελευταίων εξελίξεων, του διαδικτυακού βίντεο καταγγελιών από τις είκοσι οικογένειες που έχουν μείνει άστεγες και της κατάθεσης συλλογικής μήνυσης σε βάρος όλων των προαναφερθέντων πολιτικών, παραιτήθηκε από την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και δεν θα είναι υποψήφιος στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές. Είναι σίγουρα μια θετική εξέλιξη. Αλλά και πάλι δεν αρκεί.
Η οργή στην Ολλανδία είναι διάχυτη, αλλά είναι εντυπωσιακό το στοιχείο πως αυτή εξαντλείται ή στοχεύει σχεδόν αποκλειστικά στους πολιτικούς και την κυβέρνηση και αφήνει σε γενικές γραμμές στο απυρόβλητο τις επιχειρήσεις και για την ακρίβεια το μοντέλο συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) που έχει καθιερωθεί στην πρόνοια, την περίθαλψη, την ασφάλιση, την υποστήριξη της οικογένειας και της εργασίας.
Είναι αρνητικά εντυπωσιακό και συνάμα δηλωτικό στοιχείο μιας κοινωνίας που αν και επικρίνει σήμερα τον πρωθυπουργό, το Λαϊκό Κόμμα και την κυβέρνηση για το σκάνδαλο των οικογενειακών επιδομάτων και τον γενικότερο εκτροχιασμό στην πανδημία και την οικονομία, αύριο ενδέχεται πολύ σοβαρά και δημοσκοπικά να υποστηρίξει ξανά μια κυβέρνηση συνεργασίας με επικεφαλής τον καθηγητή ιστορίας και μάνατζερ της Unilever, Ρούτε, επειδή η λογική που επικρατεί είναι πως το σύστημα «λειτουργεί» με τις «διορθώσεις» του.
Το σκάνδαλο Toeslagenaffaire δεν είναι απλώς σκάνδαλο κυβερνητικής κακοδιαχείρισης, γραφειοκρατικού παραλογισμού ή αντικοινωνικής μεταχείρισης των πλέον αδυνάμων από ένα σύστημα που επιδέχεται «διορθώσεις». Η παράδοση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στην αγορά και τις επιχειρήσεις, η ασυδοσία και η αρπακτικότητα των εταιρειών «οικογενειακής φροντίδας» και η εμπορευματοποίηση όλων των πτυχών της οικογενειακής ζωής και της οικιακής ειρήνης αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξευτελίζουν τον άνθρωπο, ταπεινώνουν τον εργαζόμενο και εκμηδενίζουν τους γονείς και τα παιδιά τους που αντιμετωπίζονται ως «μπαταρίες» παραγωγής χρήματος με την κρατική εγγύηση.
Είναι δυστύχημα, κοινωνικό και δημοσιογραφικό, το γεγονός πως αυτές οι διαστάσεις και αυτή η πραγματικότητα του Toeslagenaffaire δεν έχουν αναδειχθεί στον ολλανδικό και διεθνή Τύπο. Μετά, ας μην αναρωτιόμαστε πως θα δραστηριοποιηθούν και θα εξαπατήσουν κόσμο και κοσμάκη επιχειρήσεις τύπου De Appelbloesem στην υπόλοιπη Ευρώπη ή και στην Ελλάδα.
από kosmodromio
Δεν υπάρχουν σχόλια: