Μετά βίας το Βερολίνο έκρυβε την προτίμησή του στον Μπάιντεν



 Γράφει ο Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Κατά το διπλωματικώς ορθό, αλλά και για την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων, η γερμανική κυβέρνηση είχε αποφύγει επιμελώς να τοποθετηθεί ευθέως και ρητά ενάντια στην επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Όταν όμως η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς την πλευρά του Τζο Μπάιντεν, με τον Τραμπ να επικαλείται χωρίς στοιχεία νοθεία, οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να κρύψουν την προτίμησή τους.

Ήδη, είδαμε ότι ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών κάλεσε, μέσα από το δίκτυο ARD, τον Τραμπ να αποδεχθεί το αποτέλεσμα και να μην παρεμποδίσει την καταμέτρηση των ψήφων, αφού κάτι τέτοιο «δεν συνάδει με τη δημοκρατική κουλτούρα των ΗΠΑ. Είναι εύκολο να είσαι νικητής, αλλά μερικές φορές είναι αρκετά δύσκολο να είσαι ο χαμένος. Είναι σημαντικό να γίνει αποδεκτό από όλους το αποτέλεσμα», ανέφερε ο Χάικο Μάας.

Για τα μέτρα και σταθμά της Γερμανίας, η δήλωση δεν παραπέμπει στο χαμηλό προφίλ που κρατούσε σε τέτοια θέματα και είναι ενδεικτικό της ανυπομονησίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να υπάρξει ομαλή αλλαγή εξουσίας στις ΗΠΑ. Κάθε άλλο, βέβαια, παρά ομαλή φαίνεται ότι θα είναι –στο βαθμό που ο Τραμπ δεν μπορεί να ανατρέψει το διαφαινόμενο αποτέλεσμα– αφού το επιτελείο του προέδρου έχει καταθέσει προσφυγές σε μια σειρά Πολιτειών.

Οι σχέσεις του Τραμπ με την Άγκελα Μέρκελ δεν ήταν ποτέ αγαστές, και όπως έχει αποκαλύψει τόσο ο Τζον Μπόλτον όσο προκύπτει και από τις συναντήσεις τους, η αντιπάθεια είναι αμοιβαία. Φυσικά, δεν είναι προσωπικοί οι λόγοι που το Βερολίνο θέλει να δει τον Τραμπ να αδειάζει το Λευκό Οίκο το συντομότερο δυνατό. Είναι προφανώς το οικονομικό συμφέρον – και δεν το κρύβει.

“Προτιμούμε τον Μπάιντεν”

Σε συνέντευξή του, στην εφημερίδα Tagesspiegel της 1ης Νοεμβρίου, ο Μάας έκανε λόγο για ένα “New Deal” μεταξύ της χώρας του και των ΗΠΑ, μετά τις αμερικανικές εκλογές. Η προσδοκία της γερμανικής κυβέρνησης είναι η επανεκκίνηση των “διατλαντικών σχέσεων” που διαταράχθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας Τραμπ. «Θα προσεγγίσουμε την Ουάσιγκτον με προτάσεις σύντομα μετά τις εκλογές και θα προτείνουμε ένα “Νιού Ντιλ”», επεσήμανε ο Μάας, προσθέτοντας βέβαια ότι αυτό θα γίνει ανεξαρτήτως του αποτελέσματος.

Είναι προφανές, ωστόσο, ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο με τον Τραμπ ξανά στο Λευκό Οίκο. Το περιέγραψε ο Μάας, εμμέσως πλην σαφώς: «Ο Τζο Μπάιντεν υιοθετεί μια παράδοση που βλέπει την πολυμερή συνεργασία ως ισχυρό στοιχείο της Αμερικής. Χρειάστηκε να ακούσουμε τον Τραμπ να περιγράφει την Κίνα, τη Ρωσία και την ΕΕ ως τους μεγαλύτερους εχθρούς των ΗΠΑ. Αυτό πρέπει να σταματήσει».

Δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα θέματα της κλιματικής αλλαγής, του παγκόσμιου εμπορίου και της πανδημίας, χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη ότι μια νέα κυβέρνηση Τραμπ θα άλλαζε τη στάση της σε αυτά. Ο Μάας επανήλθε με παρόμοια σχόλια για τις εξελίξεις στο εκλογικό μέτωπο, λέγοντας ότι «η Αμερική δεν είναι παράσταση για ένα ρόλο».

Οι προσδοκίες από την αλλαγή εξουσίας στις ΗΠΑ

Τα θέματα όμως που η Γερμανία θέλει να διευθετήσει είναι πολύ πιο συγκεκριμένα. Προσδοκά λοιπόν ότι με πρόεδρο τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ:

  • Θα επιλυθεί το πρόβλημα των αμερικανικών κυρώσεων στις εταιρείες που συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που ενώνει τη Γερμανία με τη Ρωσία.
  • Θα καταργηθούν ή θα υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση για τους δασμούς ύψους 7,5 δισ. δολαρίων που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ σε ευρωπαϊκά προϊόντα, αλλά κυρίως, θα “φύγει” από το τραπέζι η αιωρούμενη απειλή για δασμούς 25% στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που εισάγονται από τις ΗΠΑ. Να θυμίσουμε εδώ ότι, παρά το εντυπωσιακό άνοιγμα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Κίνα, οι ΗΠΑ παραμένουν ο κορυφαίος προορισμός των γερμανικών αυτοκινήτων. Το 2018 η αξία τους έφτασε τα 15 δισ. ευρώ.
  • Θα υπάρξει, με αφορμή και το παραπάνω, συνεννόηση για το θέμα των εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας, για τα οποία οι Αμερικανοί “γκρινιάζουν” από το 2010. Η αμερικανική κριτική στο θέμα αυτό υπήρξε πιο δομική επί Ομπάμα, όταν για παράδειγμα κατηγορούσαν τη Γερμανία ότι επιδείνωνε την κρίση στην ευρωζώνη με την επιθετική εξαγωγική πολιτική της. Όμως ο Τραμπ, με έναν απλοϊκό τρόπο, διέδιδε ότι τρίτες χώρες απομυζούν χρήματα από τις ΗΠΑ, με πρώτη και κυριότερη την Κίνα. Το 2019 όμως το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έφτασε τα 47 δισ. ευρώ υπέρ της Γερμανίας. Μόνο οι γερμανικές εξαγωγές αγαθών (όχι υπηρεσιών) προς τις ΗΠΑ έφτασαν τα 120 δισ. ευρώ.
  • Θα αμβλυνθούν οι πιέσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (στο στόχο του 2% του ΑΕΠ). Παρόλο που στο θέμα αυτό συγκλίνουν και οι Δημοκρατικοί (επί Ομπάμα υιοθετήθηκε άλλωστε), η κόντρα επί θητείας Τραμπ οδήγησε στην απομάκρυνση 12.000 Αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία, τον περασμένο Ιούλιο. Και ο Τραμπ είχε απειλήσει με περαιτέρω “κυρώσεις” για το θέμα.
  • Θα ανατραπεί η σφοδρή αντικινεζική καμπάνια που διεξάγει η αμερικανική διπλωματία στον κόσμο. Στη Γερμανία, όπως και αλλού, η στρατηγική αυτή μεταφράστηκε σε έντονες πιέσεις για τον αποκλεισμό της κινεζικής Huawei από την ανάπτυξη του δικτύου 5G, υποτίθεται για λόγους ασφαλείας. Ο αποκλεισμός αυτός, όμως, επιφέρει κόστος σε χρήμα και χρόνο για την εξέλιξη των γερμανικών υποδομών.

Σημειωτέον, μια κυβέρνηση Μπάιντεν δεν εγγυάται ότι η Γερμανία θα πάρει όλα όσα θέλει και σίγουρα δεν εγγυάται την επιστροφή στο status quo ante – ήτοι στην περίοδο Ομπάμα. Αφενός γιατί οι συνθήκες έχουν αλλάξει, αφετέρου γιατί σε ορισμένα από τα παραπάνω ζητήματα η διακομματική συναίνεση στην Ουάσιγκτον ήταν δεδομένη, απλώς οι θέσεις της εκφράζονταν με διαφορετικό τρόπο.

από slpress


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.