Θέλει έλεγχο της Δικαιοσύνης - Ο Τραμπ καθορίζει την πολιτική των ΗΠΑ για τις επόμενες δεκαετίες

 


Γράφει ο Γιώργος Αλοίμονος

Η ζωή και η πολιτική είναι απρόβλεπτες. Ενδεχομένως κάποιοι, οι περισσότεροι, εκτός των ΗΠΑ να θεωρούν – και περισσότερο να εύχονται – η Προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ να είναι μια «ατυχής ιστορική παρένθεση».

Όμως, ακόμη κι αν δεν εκλεγεί, με τη δυνατότητα που έχει να διορίσει τρίτο ομοσπονδιακό δικαστή στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, θα αποτελέσει τον πιο επεμβατικό Πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ, καθώς με δικές του επιλογές (και άρα των ακραίων συντηρητικών) οι Ρεπουμπλικανοί (και μάλιστα οι πιο ακραίοι εξ αυτών) θα ελέγχουν την πλειοψηφία του ανωτάτου δικαστηρίου.
Μάλιστα, κάποιοι ήδη οραματίζονται βασικές ανατροπές σε κομβικά κοινωνικά και άρα πολιτικά ζητήματα, όπως αυτό των αμβλώσεων ανάμεσα σε άλλα.

Το τέλος ενός θρύλου
Η δικαστής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ ήταν μέλος του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1993 και είχε καταγραφεί ως μια ανυποχώρητη υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών και των φιλελεύθερων αξιών στο σώμα. Απεβίωσε την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 87 ετών, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση.
Η αποχώρησή της θα οδηγήσει σε δραματική μεταβολή της ιδεολογικής ισορροπίας στο σώμα, όπου οι συντηρητικοί δικαστικοί είχαν έως τώρα πλειοψηφία 5 έναντι 4, και θα μετακινήσει το ανώτατο δικαστήριο ακόμη πιο δεξιά.

Και τώρα τρέχουμε
Ο Τραμπ δήλωσε πως του προκάλεσε «θλίψη» το νέο και εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση ως φόρο τιμής στη δικαστικό, η οποία υπηρέτησε στον θεσμό - κλειδί για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα.
«Σήμερα το (αμερικανικό) έθνος θρηνεί μια κολοσσό του Δικαίου» ανέφερε ο Τραμπ στην ανακοίνωσή του μιλώντας για ένα «λαμπρό» νομικό μυαλό, μια «μαχήτρια» που οι αποφάσεις της, ειδικά αυτές για ζητήματα που άπτονταν των δικαιωμάτων των γυναικών, είχαν προκαλέσει «ενθουσιασμό σε όλους» τους Αμερικανούς.
Συνέχισε λέγοντας πως η προοδευτική δικαστής «απέδειξε ότι μπορείς να διαφωνείς χωρίς να γίνεσαι δυσάρεστος», παρότι το 2016, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας του, είχε χαρακτηρίσει την Γκίνσμπεργκ «αγύρτισσα», προτού ανακαλέσει τη δήλωση αυτή.

Η δεύτερη γυναίκα
Η Γκίνσμπεργκ, μόλις η δεύτερη γυναίκα η οποία κατέλαβε έδρα στο σώμα, είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια το προσωνύμιο Notorious RBG.
Γεννημένη το 1933, η μικρόσωμη Γκίνσμπεργκ σπούδασε νομική στο Χάρβαρντ τη δεκαετία του 1950, μια από τις μόλις εννιά φοιτήτριες ανάμεσα σε εκατοντάδες νεαρούς άνδρες. Οι διακρίσεις που αντιμετώπισε την ώθησαν να μετεγγραφεί στη σχολή νομικής του πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου αργότερα θα δούλευε ως ερευνήτρια και επικεφαλής τμήματος. 
Αφότου κατέλαβε την έδρα στο ανώτατο δικαστήριο, δεν είχε απουσιάσει από καμία ακροαματική διαδικασία ωσότου διαγνώστηκε πως έπασχε από καρκίνο στον πνεύμονα. Η ίδια δήλωνε κατάπληκτη για τη διασημότητα που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια. «Είμαι 86 ετών και άνθρωποι όλων των ηλικιών έρχονται να φωτογραφηθούν μαζί μου. Απίστευτο» θα δήλωνε το 2019.
Λίγο πριν πεθάνει, στα 87 της χρόνια, η Γκίνσμπεργκ έδειξε να γνωρίζει τι επρόκειτο να επακολουθήσει. «Η πιο ένθερμη επιθυμία μου είναι να μην αντικατασταθώ έως ότου εκλεγεί νέος Πρόεδρος» είχε πει στην εγγονή της πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Μένει να δούμε αν η επιθυμία της πραγματοποιηθεί.
Με δεδομένο ότι οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα πραγματοποιηθούν στις 3 Νοεμβρίου, επισήμως ο διορισμός του νέου Προέδρου δεν θα γίνει πριν από τις 20 Ιανουαρίου 2021. Το διακύβευμα είναι ότι, ακόμη κι αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, θα μπορούσε όμως να επηρεάσει τις εξελίξεις διαδοχής στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι τον διορισμό του νέου Προέδρου. 

Εύθραυστη ισορροπία
Πριν από τον θάνατο της Γκίνσμπεργκ το ανώτατο δικαστήριο απαρτιζόταν από πέντε συντηρητικούς και τέσσερις φιλελεύθερους. Όμως ο προεδρεύων του δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς, που είχε διοριστεί από τον Τζορτζ Μπους και θεωρείται μέλος του συντηρητικού μπλοκ του δικαστηρίου, έχει εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο σε πολλές αποφάσεις με τους φιλελεύθερους συναδέλφους. 
Εάν ο Τραμπ καταφέρει να τοποθετήσει υποψήφιο με τα δικά του πολιτικά κριτήρια στο ανώτατο δικαστήριο, αυτό θα δώσει στους συντηρητικούς μία πλειοψηφία 6-3. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικό σε υποθέσεις που αφορούν κρίσιμα κοινωνικά θέματα όπως η άμβλωση, τα δικαιώματα των LGBTQI+ και η μετανάστευση, προκαλώντας μια ιδεολογική μετατόπιση του κορυφαίου δικαστηρίου των ΗΠΑ προς το δεξιό ιδεολογικό άκρο.

Οι πιθανοί διεκδικητές
Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου ο Τραμπ είχε παρουσιάσει λίστα 20 προτιμώμενων υποψηφίων για τα έδρανα του ανώτατου δικαστηρίου και τώρα ακούγεται μια λίστα πέντε γυναικών. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο Νόελ Φρανσίσκο, ο οποίος έχει εκπροσωπήσει την κυβέρνηση Τραμπ ενώπιον του δικαστηρίου σε 17 προσφυγές, αλλά και ο ελληνικής καταγωγής Γκρέγκορι Κάτσας (γεννημένος στη Βοστώνη), ο οποίος παρείχε νομικές συμβουλές στον Τραμπ στην περίπτωση της άκρως αμφιλεγόμενης ταξιδιωτικής απαγόρευσης και εισόδου στις ΗΠΑ σε ανθρώπους που προέρχονταν από την πλειοψηφία των μουσουλμανικών χωρών. 

Αυτό που (δεν) έκανε ο Ομπάμα
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο Ρεπουμπλικανός Μιτς Μακ Κόνελ, είχε ήδη επιβεβαιώσει την Παρασκευή το απόγευμα, μετά τον θάνατο της Γκίνσμπεργκ, ότι σχεδίαζε να προχωρήσει γρήγορα στη διαδικασία διορισμού νέου δικαστή ύστερα από πρόταση του Προέδρου Τραμπ. 
Αντίθετα, το 2016, πριν από τις προεδρικές εκλογές, επέδειξε άλλη πολιτική ευαισθησία, αρνούμενος επί έναν χρόνο υποψηφιότητα για πλήρωση θέσης στο ανώτατο δικαστήριο, την οποία είχε προτείνει ο τότε Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα. Τότε είχε δικαιολογήσει τη θέση του με το επιχείρημα ότι οι ψηφοφόροι χρησιμοποιούν την ψήφο τους στις προεδρικές εκλογές και για αποφασίσουν τι είδους δικαστές θέλουν στο ανώτατο δικαστήριο. Κατά παράδοση τη χρονιά των προεδρικών εκλογών η Γερουσία δεν αποφασίζει για διορισμούς ανώτατων δικαστικών. 

Η διαδικασία
Ο Τραμπ μπορεί βέβαια να προτείνει υποψηφίους, αλλά δεν αποφασίζει μόνος για τον διορισμό τους. Η διαδικασία στη Γερουσία είναι επίσης μακρά και πολύπλοκη. Αρχικά η Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων διεξάγει ακρόαση, στην οποία 11 Ρεπουμπλικανοί και 9 Δημοκρατικοί Γερουσιαστές θέτουν ερωτήματα στους υποψηφίους. Έπειτα το θέμα πηγαίνει στην ολομέλεια, μαζί με γνωμοδότηση της επιτροπής για κάθε υποψήφιο. 
Σε ειδική συνεδρίαση της ολομέλειας οι γερουσιαστές καλούνται να ψηφίσουν επί των υποψηφίων. Στην τελική ψηφοφορία απαιτείται μια απλή πλειοψηφία 51/100. Τη δεδομένη στιγμή στη Γερουσία βρίσκονται 53 Ρεπουμπλικανοί, 45 Δημοκρατικοί και δύο ανεξάρτητοι γερουσιαστές. Αν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι 50-50, τότε η αποφασιστική ψήφος ανήκει στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάικ Πενς από τους Ρεπουμπλικάνους.

Οι Δημοκρατικοί φωνάζουν
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την Προεδρία Τζο Μπάιντεν ζήτησε από τους γερουσιαστές να μην ψηφίσουν για την πλήρωση της κενής θέσης του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ που άφησε ο θάνατος της δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ «πριν οι Αμερικανοί επιλέξουν τον Πρόεδρό τους». «Ο Πρόεδρος υπήρξε ήδη πολύ σαφής. Πρόκειται, απλά και ξεκάθαρα, για μία υπόθεση εξουσίας. Εξουσίας» είπε.
Αν αφήσουμε την πολιτική αντιπαράθεση και προσεγγίσουμε το θέμα στη βάση της κοινωνίας της ισονομίας, η λογική Τραμπ επιβεβαιώνει τη μεγαλύτερη φαντασίωση των ακραία συντηρητικών της οικονομίας της αγοράς: ότι το μεγαλύτερο επιχειρηματικό franchise σήμερα είναι η εξαγορά της δημοκρατίας. Χρειάζονται τρία πράγματα: χρήμα, ανηθικότητα χωρίς όριο και η βοήθεια του... κοινού.

από topontiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.