"Ο Κοθωνιάτης", ποίημα του Νίκου Παπακόγκου, Σημαία των Ορεινών!


"Κοθωνιάτης" είναι ο κάτοικος της ορεινής περιοχής στο Νομό Τρικάλων (νοτιοδυτικά, προς τα μέρη της Άρτας), που άλλοτε αποτελούσε το Δήμο Κοθωνίων.

Ο Δήμος Κοθωνίων (με πρωτεύουσα τη Βιτσίστα - Μεσοχώρα το σημερινό της όνομα), που λειτούργησε τριάντα χρόνια (απ’ το 1883 μέχρι το 1912), αποτελούνταν, εκτός απ’ τα έξι χωριά μας, Γρεβενοσέλι (Νεράιδα), Παχτούρι, Σκλίβενο (Λαφίνα), Καπρό (Κορυφή),Ντοβρόι (Αητός), Μπούκουρο (Αρματολικό) κι απ' τα παραπέρα χωριά: Πλοπ (Νέα Πεύκη), Βαθύρεμα, Μιρόκοβο (Μυρόφυλλο), Γκολφάρι, Κοθώνι (Πολυνέρι), Κορνέσι (Μοσχόφυτο), Βαλκάνο, Βαρδάρι (Παράμερο) και Γκιόνθι (Λιβαδοχώρι). Συνολικά δεκάξι χωριά, σ’ έναν ορεινό δήμο 3700 περίπου κατοίκων (δεκατέσσερις δήμους είχε ο Νομός, μοιρασμένους στα δυο σε δυο επαρχίες, Τρικάλων, τη δική μας, και Καλαμπάκας).


Τα βάσανα αυτών των ανθρώπων, των ορεινών, περιγράφει ο μάρτυρας ποιητής Νίκος Παπακόγκος, ψυχή και καθοδήγηση της Εαμικής Αντίστασης στον τόπο μας, στο ποίημα "Κοθωνιάτης" και τους καλεί να ξεσηκωθούν, για να ζήσουν τα παιδιά τους "σε μια νέα κοινωνία δίχως ψέμα κι αδικία". "Πέρασαν τόσα χρόνια και μόνο ο αφέντης άλλαξε", λέει το τραγούδι στ' "Αγροτικά"...

Ο "Κοθωνιάτης", πολύτιμη ποιητική κληρονομιά για τους φτωχούς ορεινούς κι έμπνευση για τους αγώνες τους ενάντια στην απληστία της πλουτοκρατίας που τους καταδυναστεύει (και που σήμερα εκδηλώνεται με τον πιο βάρβαρο τρόπο σε βάρος του Άσπρου, του μυθικού Αχελώου, της υδάτινης ραχοκοκαλιάς των χωριών και της χώρας, με το φράγμα, τα υδροηλεκτρικά και τις ανεμογεννήτριες), πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Γρεβενοσέλι" (έκδοση του Κώστα Χρηστάκη "για την Ιστορία, τη Λαογραφία και τον Πολιτισμό των Τζουμέρκων") το 1997 (τ.22), σε αφιέρωμα στη μνήμη του ποιητή, πενήντα χρόνια μετά τη θυσία του (27 Απρίλη 1947) στον Εμφύλιο (αγωνιστής κι εκεί του Δημοκρατικού Στρατού).

Ο Κωστής Παπακόγκος, γιος του Νίκου, ποιητής και κείνος (στη Σουηδία), που συνεργάστηκε και που εμπιστεύτηκε το ανέκδοτο υλικό του πατέρα του στο "Γρεβενοσέλι", μας πληροφορεί στο περιοδικό: "Το ποίημα γράφτηκε το χειμώνα του 1942 - 43, και συχνά το απάγγελναν οι Επονίτες σε διάφορες γιορτές και λαϊκές συνάξεις που γίνονταν στα λεύτερα χωριά μας. Ο «Κοθωνιάτης» δεν είναι μόνον αντιστασιακή ιστορία, αλλά και ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Οι παλιότεροι θα πρέπει να το θυμούνται, αλλά και οι νεότεροι συμπατριώτες μας δεν θα δυσκολευτούν να βρουν σ’ αυτό ένα κομμάτι απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους."

Έλα, φίλε Κοθωνιάτη, / να μιλήσουμε κομμάτι... ".  


                                                                     
                                                                    ΤΣΙΑΛΑΜΑΓΚΑΣ / Ρωμέικη Παράδοση



            
-----------------------------------
Απ' τη Βιβλιοθήκη μας
-----------------------------------


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ



Ο ΚΟΘΩΝΙΑΤΗΣ


Έλα, φίλε Κοθωνιάτη,
να μιλήσουμε κομμάτι·
να τα πούμε ένα - ένα
τωρινά και περασμένα.

Πάντοτε φτωχός γυρνούσες
και με βάσανα περνούσες·
δούλευες για τη μπομπότα
δίχως γίδια, δίχως πρότα.  

Στα ξεχειμαδιά στο Βόλο 
γνώρισες το ψεύδος όλο,
εκμετάλλεψη και φτώχεια 
στων αφεντικών τα βρόχια.  

Μες στις τρώγλες κατοικούσες·
κι όταν, μαύρε, αρρωστούσες, 
σ’ έδιωχνε σα να ’σουν σκύλος  
ο αφεντικός ο "φίλος".

Είχες κάποτε και γίδες   
και δεν έχανες ελπίδες·
πίναν λίγο γαλατάκι 
τα παιδιά σου στο κονάκι.    

Μα ο Μεταξάς, ο τράγος,  
εξελίχθη γιδοφάγος,
για να ζούνε τα ελάτια  
και η πείνα ας βγάζει μάτια.

Πήγαινες και στην Αθήνα 
 -σε ξανάγκαζε η πείνα- 
 κι έπεσες μες στη μιζέρια,
 δίχως κλίτσα πια στα χέρια.

Κάστανα, φουφού, στραγάλια,  
δε σε σώναν απ’ τα χάλια· 
τουρισμός κι αστυνομία 
σ’ έριχναν σε απελπισία.   

-"Φεύγα  -σου ’λεγαν-  χωριάτη,
διαταγή απ’ το Παλάτι"!
Και σε διώχναν κλοτσηδόν  
άρρωστο και φθισικόν.

Στο χωριό σου όταν γυρνούσες, 
ησυχία δεν συναντούσες·
δασικοί, χωροφυλάκοι,
σ’ άρπαζαν απ’ το σακάκι.

Οι εισπραχτόροι δεν ρωτούσαν
κι όλο σε φορολογούσαν·
δικαστήρια, φυλακές
τα ’φκιασαν για σε οι Αρχές.

Για να τελειώσεις δίκη, 
μέλια στον ειρηνοδίκη
και τυριά του κουβαλούσες,
μα τη δίκη δεν κερδούσες.

Πλήρωνες για το «λαθραίο»
ένα τρακοσάρι ωραίο·   
σε είχαν όλο για να δίνεις 
και φαρμάκι εσύ να πίνεις.

Κι έτσι πάντα νηστικός,
κουρελιάρης και γδυτός
και ξυπόλυτος γυρνούσες,  
λάστιχο σα δε φορούσες.

Η γυναίκα σου η καημένη, 
πάντοτε βασανισμένη,
δίχως μόρφωση καμία,
βρίσκονταν σε αμηχανία.

Στη σκλαβιά και στη μιζέρια,
είχε ακόμα και νυχτέρια,
απ’ τον κάμπο ξεκινούσε, 
καλαμπόκι κουβαλούσε.

Σαν το ζώο φορτωμένη
κι απ’ την κούραση κομμένη·
φορτωμένη πάει στο μύλο,
φορτωμένη και για ξύλο,

Φορτωμένη πάει στη βρύση,
φορτωμένη και στην πλύση.
Άκου, φίλε Κοθωνιάτη,
ας μιλήσουμε κομμάτι!

Σήμερα πολύ υποφέρεις·
τι να κάνεις, δεν το ξέρεις·
πιο χειρότερα περνάς  
και περσότερο πεινάς.

Για να λείψουν τα δεινά σου  
και να ζήσουν τα  παιδιά σου 
σε μια νέα κοινωνία
δίχως ψέμα κι αδικία,

Πάλεψε με τον εργάτη,
γκρέμισε τον πλουτοκράτη! 
Πάρε τ’ άρματα στο χέρι
κι όρμησε σαν το ξεφτέρι!

Γίνε πια θεριό κι αγρίμι,  
να  μη σε θαρρούν ψοφίμι! 
Η Λαϊκή Δημοκρατία
είναι η μόνη σωτηρία!



 -------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κοθωνιάτης: ο κάτοικος της ορεινής περιοχής στο δυτικό Νομό Τρικάλων, 
που άλλοτε αποτελούσε το Δήμο Κοθωνίων.

πρότα: τα πρόβατα.



Περιοδικό «ΤΟ ΓΡΕΒΕΝΟΣΕΛΙ», τεύχος 22, σελ.12-13, Χινόπωρος 1997.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.