Γιούρα: Κρανίου Τόπος



Γράφει ο Ευτύχης Μπιτσάκης


«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» (Σολωμός)

Η Γιούρα έγινε πάλι επίκαιρη. Εκεί ρίχτηκαν οι πρώτοι όμηροι της Χούντας. Εκεί, μακριά από κάθε άνθρωπο, ζουν σήμερα οι Ελληνίδες κρατούμενες. Έζησα σ’ αυτό το νησί πρώτη φορά το 1948-49 και ήμουν απ’ αυτούς που «εγκαινίασαν» τις φυλακές το 1955.

Η Γιούρα δύσκολα μπορεί να ειπωθεί νησί. Είναι ένας ξερόβραχος, κορυφή κάποιου βουνού καταποντισμένου σε μακρινές γεωλογικές εποχές. Έχει συνολική έκταση 23 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μέση κλίση 45ο. Ο βράχος αυτός δεν έχει όρμους υπήνεμους, δεν έχει γη καλλιεργήσιμη, δεν έχει πηγές. Ολοχρονίς δέρνεται από τους ανέμους που οργώνουν το Αιγαίο. Το χειμώνα το χιόνι κατεβαίνει ως τη θάλασσα και η υγρασία ποτίζει τα πάντα. Το καλοκαίρι τον ψήνει ο ήλιος και τον σαρώνουν οι άνεμοι και η σκόνη.

Στη Γιούρα δεν υπάρχει σχεδόν ζωή. Την άνοιξη φυτρώνει λίγο χόρτο που ξεραίνεται με τις πρώτες ζέστες του Μάη. Τα μόνα δέντρα του νησιού είναι 5-6 συκιές, μια ελιά και δυο ροδιές. Ζώα δεν έχει. Έχει όμως σκορπιούς και φίδια. Το μόνο νερό του νησιού είναι δυο τρεις μικρές πηγές που στερεύουν το φθινόπωρο.


ΈΝΑ ΤΕΤΟΙΟ «ΝΗΣΙ» δεν θ’ άφηνε αδιάφορους τους τυράννους στο πέρασμα της Ιστορίας. Οι πρακτικοί Ρωμαίοι το συζητούσαν για φυλακή από το 250-200 π.Χ.. Τέλος ο Σύλλας πέταξε το 80 π.Χ., 80.000 πολιτικούς αντιπάλους του σ’ αυτόν τον βράχο. Η Ιστορία λέει πως τους έδωσε εργαλεία και σπόρους να σπείρουν πάνω στην πέτρα. Οι μελλοθάνατοι εκείνη άφησαν για σημάδι από το πέρασμά τους τεράστιες ξερολιθιές, που δεν τις αφάνισε ο χρόνος.

Το νησί ξαναείδε ανθρώπους το 1922: το ελληνικό κράτος έστειλε εκεί ανεπιθύμητους στρατιώτες. Ο Μεταξάς το 1936 σκέφτηκε τη Γιούρα, αλλά το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο την έκρινε ακατάλληλη. Το 1943 πέταξαν εκεί οι Γερμανοί Ιταλούς αντιφασίστες κι εμείς ύστερα από 15 χρόνια ξεθάβαμε τους σκελετούς τους, προσπαθώντας να στήσουμε τις σκηνές μας.

Η πρώτη αποστολή πολιτικών κρατουμένων έφτασε στη Γιούρα στις 11 Ιουλίου 1947. Ακολούθησε δεύτερη στις 14 και τρίτη στις 17 του ίδιου μήνα. Στις δόξες της η Γιούρα έφτασε να «φιλοξενεί» 10.000 κρατούμενους. Πώς ζούσαν οι κρατούμενοι στο άνυδρο ξερονήσι; Τρόπος του λέγειν «ζούσαν». Η δίψα, η πείνα και η δυσεντερία ήταν μόνιμοι σύντροφοι των κρατούμενων, όσα χρόνια «λειτουργούσε» η Γιούρα.

Σ’ αυτό το νησί οι κρατούμενοι δεν είχαν μόνο να παλέψουν για να επιβιώσουν. Κατά το χιτλερικό πρότυπο, από τις πρώτες μέρες άρχισαν τα «έργα»: δρόμοι, σπίτια για τους φύλακες, πυροβολεία, και τέλος το χτίσιμο των φυλακών στον 4ο όρμο: των φυλακών που χρησιμοποιήθηκαν πέρυσι για τους όμηρους της Χούντας και όπου είναι κλεισμένες σήμερα οι Ελληνίδες αντιφασίστριες.

Οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν καθημερινά στην αγγαρεία: κουβάλημα πέτρας, σκάψιμο, χτίσιμο. Έβλεπε κανείς τεράστιες ουρές από χιλιάδες κρατούμενους, τον έναν πίσω από τον άλλο, να κουβαλούν πέτρα. Κι όταν οι φύλακες έκριναν πως ο ρυθμός της δουλειάς δεν ήταν ικανοποιητικός, άρχιζε το «καψόνι»: Ξύλο, ποδοπάτημα μέχρι αίμα, αναισθησία ή θάνατο. Στις 16/8/1947 πέθανε μέσα στη φυλακή όπου τον πέταξαν οι φύλακες, αφού τον βασάνισαν μέχρι θανάτου, ο δάσκαλος Περικλής Κουκέρης. Ακολούθησαν κι άλλοι, κι άλλοι και το νεκροταφείο, ο «γολγοθάς» όπως τον λέγαμε, λίγο πιο αριστερά από τον πρώτο όρμο, μένει πάντα εκεί με τα κόκκαλα των αγωνιστών που υπέκυψαν στην πείνα, στις αρρώστιες και στα βασανιστήρια των δημίων.

ΓΙΑ ΠΟΛΥΝ ΚΑΙΡΟ στρατοπεδάρχης της Γιούρας ήταν ο Γλάστρας, στρατοπεδάρχης στην κατοχή του «Παύλου Μελά» στη Θεσσαλονίκη, ο άνθρωπος που είχε παραδώσει 2.500 στους Γερμανούς. Ο Γλάστρας αναδείχτηκε άξιο τέκνο της ελληνικής αντίδρασης. Ψηλός, απάνθρωπος, υπομανιακός, έδερνε ανελέητα, μέχρι εξόντωση. Οργάνωσε τα καψόνια και τα βασανιστήρια. Τους ατίθασους τους έδερναν στις συκιές του πρώτου όρμου και ‘κει τους βασάνιζαν, δεμένους ή κρεμασμένους. Ύστερα τους πετούσαν σε κάτι πέτρινα κελιά 2 επί 2, ματωμένους, διψασμένους, βορά των σκορπιών, του φοβερού ήλιου το καλοκαίρι και της παγωνιές τον χειμώνα. Έφτιαξαν την «Ελ-Ντάμπα», το «ηλιακό πειθαρχείο», έναν χώρο συρματοπλεγμένο, ξέσκεπο, όπου πετούσαν τους τιμωρημένους, εκτεθειμένους όλη τη μέρα στον ήλιο, χωρίς σκιά και χωρίς νερό. Οι κρατούμενοι της «πειθαρχικής» κουβαλούσαν όλη μέρα πέτρα και τη νύχτα στοιβάζονταν 10 και 15 σε κάθε πέτρινο κελί, δύο επί δύο ή δύο επί τρία. Πολλοί πέθαναν σ’ αυτά τα κελιά, άλλοι τρελάθηκαν.

Τους «τρελούς», δηλαδή όσους τρέλαιναν, τους έβαζαν όλους μαζί σε μια μεγάλη σκηνή –το τρελάδικο– λίγο πιο πάνω από τα μαγειρεία του πρώτου όρμου. Δίπλα στο «τρελάδικο», ήταν το «νοσοκομείο», μια δεύτερη σκηνή, όπου πήγαιναν τους βαριά άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους. Στο «νοσοκομείο» χορηγούσαν σουλφαμίδες για κάθε πάθηση. Βέβαια ο άρρωστος γλίτωνε την αγγαρεία και το καψόνι. Από την άλλη έβλεπε να πεθαίνουν οι σύντροφοί του κι από την κοντινή σκηνή άκουγε τα ουρλιαχτά των θυμάτων του Γλάστρα, του Στράτου, του Χαλκιαδάκη και των άλλων βασανιστών. Έζησα κι εγώ σ’ αυτό το νοσοκομείο, πήρα τις σουλφαμίδες μου για αιματουρία, έζησα τις τελευταίες στιγμές των μελλοθάνατων και τη νύχτα με συνόδευαν τα ουρλιαχτά των τρελών.

Κείνα τα χρόνια χτίσαμε, κάτω από τα χτυπήματα των βασανιστών, το φοβερό χτίριο, που λέγεται «φυλακαί Γυάρου». Πρόκειται για ένα θεόρατο συγκρότημα χτισμένο με τσιμέντο και τούβλα. Οι θάλαμοι είναι τεράστιοι, για 80 και 100 άτομα. Φωτίζονται από μικρά παράθυρα που βρίσκονται σε ύψος 3 μέτρων. Έτσι οι κρατούμενοι δεν μπορούν να δουν έξω – έστω τα βράχια και τη θάλασσα. Οι θάλαμοι ανοίγουν σε εσωτερικές αυλές αποκομμένες από το εξωτερικό, απ’ όπου βλέπεις μόνο ένα κομμάτι ουρανό από πάνω σου.

Στα χτίρια αυτά βρέθηκα κλεισμένος το 1955. Καθώς είπα, οι τοίχοι είναι χτισμένοι με τούβλα και η σκεπή είναι από τσιμέντο. Το καλοκαίρι οι θάλαμοι είναι φούρνοι. Το χειμώνα γίνονται ψυγεία. Κι ακόμα, καθώς το τσιμέντο έγινε με νερό της θάλασσας, απορροφά υγρασία τοίχοι και σκεπές στάζουν όλον τον χειμών.

ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, η σειρά της Χούντας. Μέσα σ’ αυτό το κάτεργο στοίβαξε ο Πατακκός τα θύματά του κι εκεί, μακριά από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κρατούνται ακόμα πάνω από 150 Ελληνίδες. Πέρασαν εκεί το καλοκαίρι τους και το φοβερό Γιουρίτικο χειμώνα και μπήκαν κιόλας στο δεύτερο καλοκαίρι πάντα κρατούμενες. Εκεί είναι η Ηρώ η Γιάνναρη, μάνα δύο παιδιών, εκεί η Άννα η Σολωμού, μάνα δύο παιδιών, εκεί η Ευγενία η Κατσουρίδου, μάνα δύο παιδιών, τόσες και τόσες μανάδες, νέες κοπέλες και παλιές αγωνίστριες, λείψανα του αγώνα.

Ελπίσαμε, όταν πριν λίγα χρόνια καταργήθηκε το κάτεργο, πως η Γιούρα θα έμπαινε πια στην Ιστορία με τους βασανισμένους, τους τρελούς και τους νεκρούς της, με τη φρίκη της και τα φαντάσματά της. Είχαμε ελπίσει πως το φοβερό κτίριο θα έμενε εκεί, έρμαιο των ανέμων και τη βροχής και ότι τα χνάρια των χιλιάδων που βασανίστηκαν θα ‘σβηναν σιγά-σιγά και πως το τοπίο θα ξανάπαιρνε την πρώτη όψη του ­­– την όψη της ερημίας που δεν γνώρισε τον άνθρωπο και τα βάσανά του.

Όμως η Ιστορία της Γιούρας δεν τέλειωσε. Θα κλείσει μια για πάντα όταν ξεριζωθεί από την Ελλάδα ο φασισμός και ο ιμπεριαλισμός που γεννάει τον φασισμό.


Το κείμενο γράφτηκε στις 7 Αυγούστου 1969 και αναδημοσιεύτηκε από τον  Δρόμο στις 27 Απριλίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.