Οι ωρολογιακές βόμβες που απειλούν τα έσοδα και το ασφαλιστικό


Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης

Η κεντρική επιδίωξη τόσο του σχεδιασμού, όσο και της άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής εστιάζεται στην αναζήτηση και την επίτευξη του σημείου ισορροπίας, στο οποίο προκαλείται το μεγαλύτερο όφελος για το κράτος, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

 Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστικό παράδειγμα βέλτιστου σημείου ισορροπίας αποτελεί το επίπεδο 2% πληθωρισμού, που αποτελεί στόχο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όσο και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.

Το επίπεδο 2% πληθωρισμού θεωρείται ότι μπορεί να διατηρήσει μία σταθερή και μακροπρόθεσμη συνεχή ανάπτυξη στις αναπτυγμένες οικονομίες, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις έντονες διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι μία σημαντική διάσταση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αποτελεί η δράση και η αντίδραση των βασικών πυλώνων του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Για παράδειγμα ένας υψηλός φορολογικός συντελεστής στα καύσιμα θα οδηγήσει πολλούς στην χρήση των μαζικών μέσων μεταφοράς, με αποτέλεσμα να μην εισπραχθούν τα φορολογικά έσοδα που προσδοκούσε το κράτος. Αυτή η λογική αποτελεί και τη βάση της οικονομικής συμπεριφοράς, η οποία βασίζεται στην θεωρία των παιγνίων (ισορροπία Nash). Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση, θα πρέπει στις διάφορες αποφάσεις πολιτικής να λαμβάνεται υπόψη η μεγιστοποίηση του οφέλους, στο κράτος, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φορολογικοί συντελεστές, όπου σύμφωνα με την καμπύλη του Λάφερ, ένας φορολογικός συντελεστής στο επίπεδο του 0% δεν θα εξασφαλίσει καθόλου έσοδα για το κράτος. Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και ένας φορολογικός συντελεστής στο επίπεδο του 100%. Με τέτοιο συντελεστή είναι προφανές πως ο φορολογούμενος δεν θα έχει κανένα κίνητρο να εργαστεί, δεδομένου ότι  το κράτος θα του απορροφήσει το σύνολο του εισοδήματος του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνική ασφάλιση. Όταν επιβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές που δεν επιφέρουν το αντίστοιχο ύψος αναλογικότητας στις συντάξεις, ο εργαζόμενος δεν έχει κίνητρο να ασφαλιστεί, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή. Σε αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει περιέλθει η Ελλάδα με τα Μνημόνια και το μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος.

Ασφαλιστικό και συντελεστές αναπλήρωσης

Έτσι, αναφορικά με το φορολογικό σύστημα, διαπιστώνουμε ότι το 2016 το 52% των νοικοκυριών δήλωσε εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ και το 67% δήλωσε κάτω των 15.000 ευρώ. Περισσότερο από 25.000 ευρώ εισόδημα δήλωσε μόλις το 11%. Στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα των Μνημονίων, η ασφαλιστική εισφορά συνδέθηκε με το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες.
Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι έτσι αυξήθηκε η εισπραξιμότητα και δημιουργήθηκε ταμειακό πλεόνασμα, με συντελεστές αναπλήρωσης που υπερβαίνουν κατά μέσο όρο το 70% και προσεγγίζουν μέχρι και το 107%. Παράλληλα, για τα πολύ μεγάλα εισοδήματα, ο συντελεστής αναπλήρωσης μειώνεται κάτω του 40% και προσεγγίζει μέχρι και το 34%, λόγω της εφαρμογής του ανώτερου ορίου σύνταξης.
Όμως, οι συντελεστές αναπλήρωσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν είναι ένας εντελώς κυρίαρχος δείκτης. Αντίθετα, το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων, το οποίο αντικατοπτρίζεται από το μέσο επίπεδο των συντάξεων, αποτελεί κυρίαρχο μέγεθος στα συνταξιοδοτικά συστήματα. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στο μνημονιακό  κοινωνικο-ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας 2010-2020, παρατηρούνται υψηλοί συντελεστές αναπλήρωσης με μέσο επίπεδο κύριων συντάξεων 600 ευρώ (μεικτά).
Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υποστηρίζεται, σε αντικειμενικούς όρους, ως επιτυχής η επιλογή των υψηλών συντελεστών αναπλήρωσης, οι οποίοι οδηγούν σε χαμηλό επίπεδο συντάξεων και σε γενικευμένη φτωχοποίηση των συνταξιούχων. Το ίδιο, δεν μπορεί να θεωρείται, αντικειμενικά, ως επιτυχής επιλογή η αύξηση του επιπέδου εισπραξιμότητας των ελεύθερων επαγγελματιών, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία καταβάλλουν την κατώτερη εισφορά, η οποία θα τους οδηγήσει και σε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα συντάξεων.

Η αλληλεγγύη των γενεών

Επιπλέον, εάν ληφθεί υπόψη και η καταστρατήγηση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, τότε γίνεται φανερό ότι ουσιαστικά παρέχονται κίνητρα για την έξοδό των ασφαλισμένων της συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας από την κοινωνική ασφάλιση. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι το όποιο ταμειακό πλεόνασμα κατανοείται ως βραχυπρόθεσμης και όχι ως μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Αυτό αποτελεί συνηθισμένο λάθος της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής, η οποία εστιάζεται στην βραχυπρόθεσμη ταμειακή-λογιστική απόδοση, παραγνωρίζοντας ότι στην κοινωνική ασφάλιση ισχύει η αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Αλληλεγγύη των γενεών σημαίνει ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα των παροχών τόσο για τους σημερινούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους, όσο και για τους μελλοντικούς συνταξιούχους. Με το σημερινό μνημονιακό κοινωνικο-ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο, όμως, δεν εξασφαλίζεται η αλληλεγγύη των γενεών. Κι αυτό, επειδή οι υφεσιακές πολιτικές, το αναμενόμενο baby booming και η γήρανση του πληθυσμού θα δημιουργήσουν μεσομακροπρόθεσμα νέα ελλείμματα.
H παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αποτυχημένη μνημονιακή κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα θα δημιουργήσει μεσομακροπρόθεσμα (μετά μία δεκαετία περικοπών των συντάξεων κατά 50%) συνθήκες δίδυμων ελλειμμάτων (οικονομικά ελλείμματα και ελλείμματα παροχών). Τα δίδυμα αυτά ελλείμματα θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνικοπολιτική σταθερότητα, αλλά και στους όρους αποκατάστασης της χρηματοδοτικής και της κοινωνικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Να γίνει ασύμφορη η φοροδιαφυγή

Η δυσμενής αυτή προοπτική για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα αναδεικνύει δύο βασικά ερωτήματα:
  • Πρώτον, ποια είναι τα βέλτιστα σημεία ισορροπίας για την φορολόγηση των πολιτών, τα οποία δεν θα τους οδηγούν στη φοροδιαφυγή;
  • Δεύτερον, ποιες είναι οι αρχές, στις οποίες θα πρέπει να βασίζεται ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να μην δημιουργεί αντικίνητρα ασφάλισης και να μην οδηγεί στην εισφοροαποφυγή και την εισφοροδιαφυγή;
Αναφορικά με την φορολόγηση των πολιτών, απαιτείται να βρεθεί εκείνος ο φορολογικός συντελεστής, ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και ποινών, να καθιστά ασύμφορη για τους φορολογούμενους τη φοροδιαφυγή. Να τους ωθεί στο να είναι συνεπείς στην καταβολή των φόρων, δεδομένου ότι το ύψος των φόρων θα αποτελεί το βέλτιστο σημείο ισορροπίας και ο έλεγχος (και οι ποινές) θα αποτρέπουν την φοροδιαφυγή.
Εάν, αντιθέτως, υπάρχει υπερφορολόγηση είτε οι έλεγχοι είναι πλημμελείς και οι ποινές χαλαρές, τότε θα υπάρχει ισχυρό κίνητρο για φοροδιαφυγή. Οι φορολογούμενοι δεν συμπεριφέρονται πάντα ως risk averse (με αποστροφή στον κίνδυνο) αλλά πολλές φορές ως loss averse (με αποστροφή στην ζημιά). Σε αυτή την περίπτωση, οι φορολογούμενοι διακινδυνεύουν  να φοροδιαφύγουν, αφού το αναμενόμενο όφελος από τη φοροδιαφυγή θα υπερτερεί του κόστους της ποινής.

Ανάταξη της κοινωνικής συνοχής

Εάν συμβαίνει το αντίθετο (το αναμενόμενο όφελος από τη φοροδιαφυγή θα είναι μικρότερο από το κόστος της ποινής), τότε οι φορολογούμενοι δεν θα διακινδυνεύσουν να φοροδιαφύγουν. Στο επίπεδο του ασφαλιστικού, τα κίνητρα για την ασφάλιση δημιουργούνται όταν το σύστημα βασίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης των γενεών, της ισότητας των ασφαλισμένων και της αναλογικότητας εισφορών-παροχών.
Σε αυτή την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τον χαμηλό κίνδυνο του δημόσιου κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος σε σχέση με την ιδιωτική ασφάλιση, οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην συστηματική καταβολή των εισφορών τους. Δεν επιλέγουν την απόκρυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων, την εισφοροαποφυγή και την εισφοροδιαφυγή, με τις αρνητικές συνέπειες που έχουν όλα τα παραπάνω στην μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η κατάσταση διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής κατά την τελευταία δεκαετία, όμως, επιβάλλει την έγκαιρη, σοβαρή και μακράς πνοής ανάταξη του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Έτσι θα αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τόσο οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, όσο και οι νέες προκλήσεις. Νέες προκλήσεις είναι η γήρανση του πληθυσμού, οι εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, η ευελιξία και η ανασφάλεια της εργασίας, το υψηλό κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης και υγείας κλπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.