Ο Τσακαλώτος, η “γερμανική Ευρώπη” και ο κυνισμός του χερ Μπέρνερ
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Αυτή τη φορά ήταν ο Τσακαλώτος που έφερε στο προσκήνιο το κρίσιμο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ζήτημα του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060).
Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος
Φρόντισε, μάλιστα, να προσδώσει και μία πολιτική νότα, δηλώνοντας πως εάν η ΝΔ κερδίσει τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστηρίξει την προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να επαναδιαπραγματευθεί με τους δανειστές με σκοπό να μειώσει το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η ρητορική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης εντάσσεται στο πλαίσιο της προεκλογικής σκοπιμότητάς του να καλλιεργεί στους ψηφοφόρους την εντύπωση πως η σκληρή στάση των δανειστών πηγάζει και από ιδεολογική-πολιτική αντιπάθεια προς την κυβέρνηση Τσίπρα. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι τελείως διαφορετική. Το ευρωιερατείο έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένο με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία εφάρμοσε σχεδόν κατά γράμμα το 3ο Μνημόνιο. Δεν το κρύβει, άλλωστε. Τα καλά λόγια για τον Σαούλ που έγινε Παύλος ξεχειλίζουν.
Το ευρωιερατείο είναι κατηγορηματικά αντίθετο στο ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης του συμπεφωνημένου ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων, με το επιχείρημα ότι συνδέεται με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ως εκ τούτου, ακόμα και εάν σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα πήγαινε στις Βρυξέλλες για να το ζητήσει κατά πάσα πιθανότητα θα έτρωγε πόρτα.
Πλασματική η ισοτιμία των κρατών-μελών
Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα οικοδομήθηκε στη βάση της ισοτιμίας κάθε κράτους-μέλους, ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος. Αυτή η αρχή ήταν, άλλωστε, που το κατέστησε ελκυστικό. Ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργούσε σαν ατμομηχανή, αλλά οι σύνοδοι κορυφής ήταν πάντα πεδία σκληρής εποικοδομητικής διαπραγμάτευσης. Προφανώς, ποτέ η Γερμανία δεν μετρούσε το ίδιο με τη Μάλτα, αλλά υπήρχε χώρος για τα συμφέροντα ακόμα και του πιο μικρού εταίρου. Κι αυτό ήταν που στο πολιτικό επίπεδο ενίσχυε τον συνεκτικό δεσμό και την ελκτική δύναμη.
Η εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, μάλιστα, θεσμοθετήθηκε για να συμβολίσει ακριβώς τη θεμελιακή αρχή της ισοτιμίας, η οποία σήμερα έχει καταντήσει άδειο κέλυφος. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η σημερινή Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική από αυτό που ήταν πριν το 2008. Σήμερα η Ευρώπη έχει αποκτήσει αφεντικό και οι χώρες-μέλη έχουν ιεραρχηθεί. Καταλύτης για να εκδηλωθούν οι υφέρπουσες ηγεμονιστικές τάσεις του Βερολίνου και για να μεταλλαχθεί η ΕΕ ήταν η κρίση.
Αντί για “ευρωπαϊκή Γερμανία” που ήθελαν όχι μόνο οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, αλλά και η προηγούμενη γενιά Γερμανών πολιτικών που βίωσε τον απόηχο του ναζισμού, έχουμε διολισθήσει στη “γερμανική Ευρώπη”. Αυτό δεν θα είχε καταστεί δυνατόν εάν η πολιτική του Βερολίνου για επιβολή της μονοδιάστατης λιτότητας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια κι όχι μόνο δεν συνέπλεε με τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας του χρήματος.
Εάν για τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου η πολιτική του ευρωιερατείου, στους κόλπους του οποίου ο γερμανικός παράγοντας κατέχει δεσπόζουσα θέση, προκαλεί σκληρή δοκιμασία, στην Ελλάδα προκάλεσε και προκαλεί καταστροφή. Τα καλά λόγια που έρχονται από δυσμάς είναι ρητορική χωρίς αντίκρισμα. Για την ακρίβεια, ηχούν σαν πικρή ειρωνεία στα αυτιά των Ελλήνων που βιώνουν καθημερινά τις συνέπειες της μνημονιακής και μεταμνημονιακής πολιτικής που έχουν επιβάλει οι δανειστές.
Κορώνες αισιοδοξίας
Στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις ενόψει και των εκλογών, ο Τσίπρας σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο σε κορώνες αισιοδοξίας. Τα γεγονότα, όμως, είναι πεισματάρικα. Η ελληνική οικονομία αδυνατεί να τεθεί σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης. Μόνο, όμως, εάν συμβεί αυτό θα υπάρξει η δυνατότητα σταδιακής επούλωσης των κοινωνικών και οικονομικών πληγών που άφησαν πίσω τους τα Μνημόνια.
Τα Μνημόνια δεν ήταν ένα λάθος κάποιων καλοπροαίρετων. Εάν συνέβαινε αυτό, τα εξόφθαλμα καταστροφικά αποτελέσματα από το 1ο Μνημόνιο θα έπρεπε να έχουν από τα πρώτα χρόνια ωθήσει το ευρωιερατείο σε μία αναθεώρηση της ασκούμενης πολιτικής. Αντ’ αυτού επέμεινε εμμονικά στην ίδια “θεραπεία”, η οποία αποδείχθηκε όχι μόνο κοινωνικά καταστροφική, αλλά και από στενά οικονομική άποψη αναποτελεσματική.
Μπορεί οι εγχώριες κυβερνήσεις να μην είχαν σχέδιο, αλλά οι Γερμανοί είχαν. Τουλάχιστον από ένα χρονικό σημείο και πέρα με τα Μνημόνια επεδίωξαν και επέτυχαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μεταμοντέρνα αποικία τους. Τυπικά παρέμεινε ισότιμη χώρα-μέλος, αλλά στην πράξη είχε συρρικνωμένα δικαιώματα. Σε πολλές περιπτώσεις και κατά παράβαση του κοινοτικού κεκτημένου ελήφθησαν αποφάσεις για την Ελλάδα, χωρίς καν τη συμμετοχή της. Αυτό εν μέρει συνεχίζεται και μετά την έξοδο από τα Μνημόνια.
Ο κυνισμός του χερ Μπέρνερ
Στην πραγματικότητα, για τα μείζονα θέματα της Ευρωζώνης ο λόγος της Γερμανίας είναι αποφασιστικός. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου κάποιοι Γερμανοί παράγοντες ένιωσαν ελεύθερα και δεν τήρησαν ούτε στοιχειωδώς τα προσχήματα. Ενδεικτική ενός γενικότερου κλίματος είναι μία δήλωση του προέδρου των Γερμανών εξαγωγέων Άντον Μπέρνερ στο τέλος του 2012.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, είχε δηλώσει ότι ευτυχώς έχει περιορισθεί η εθνική της κυριαρχία και έχουν αναλάβει οι βόρειοι! Είχε μάλιστα προσθέσει ότι οι Γερμανοί θα ασκήσουν τρομακτικές πιέσεις στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες και θα τις ελέγξουν με επιτρόπους που θα τους υπαγορεύουν τι θα κάνουν. Όταν του είχε επισημανθεί ότι μιλάει ωμά, είχε απαντήσει: «Εγώ είμαι επιχειρηματίας και μπορώ να μιλάω ελεύθερα. Η κ. Μέρκελ δεν μπορεί» (Realnews 2-12-2012).
Διαποτισμένες από το σύνδρομο εξάρτησης, οι ελληνικές άρχουσες ελίτ είχαν εξαρχής υιοθετήσει πολιτική προσαρμογής στις εντολές του ευρωιερατείου. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, το γεγονός ότι με ευκολία αποδέχθηκαν τη Γερμανία σαν “προστάτιδα δύναμη”. Οι Αμερικανοί παραμένουν, βεβαίως, σταθερή αξία, αλλά είναι εντυπωσιακή η άνοδος του βαθμού επιρροής που ασκεί τα τελευταία 10 χρόνια στις εγχώριες άρχουσες ελίτ το Βερολίνο. Λειτουργώντας σαν “αφεντικό” στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, έχει υφάνει, χωρίς αντιστάσεις, ένα δίκτυο εξαρτήσεων στην Ελλάδα κι όχι μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια: