Νεοφιλελευθερισμός και ναζί…το ίδιο μαγαζί
Γράφει ο Γιώργος Μουργής
Μέρος της στρατηγικής διείσδυσης που επέλεξε ο Χίτλερ στα γερμανικά λαϊκά εργατικά στρώματα, ήταν μια εκ του πονηρού ρητορική κοινών χαρακτηριστικών με την μαρξιστική θεωρία, η οποία διαμόρφωνε ψευδεπίγραφα μια εχθρική στάση προς τους κεφαλαιοκράτες της εποχής.
Ενώ, δηλαδή, προωθούσε στις λαϊκές μάζες την εικόνα του συστημικού πολέμιου του κεφαλαίου, την ίδια ώρα έκλεινε το μάτι στην οικονομική γερμανική ολιγαρχία με διαβεβαιώσεις κάτω από το τραπέζι.
Προετοιμάζαν την γερμανική οικονομία για τον πόλεμο, έχοντας κατακτήσει την εμπιστοσύνη ετεροκλήτων οικονομικών και κοινωνικών τάξεων.
Η οικονομική κρίση τη δεκαετία του 1930 είχε σαν αποτέλεσμα πολλά κράτη στη προσπάθεια θωράκισης των οικονομιών τους, να παρέμβουν μηχανιστικά στο καπιταλιστικό σύστημα, με μια σειρά κομβικών κρατικοποιήσεων μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών. Το ίδιο συνέβη στη Γερμανία, πριν την άνοδο του Χίτλερ. Το ναζιστικό κόμμα συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα τις κρατικοποιήσεις ως σημαντικό κομμάτι ανάπτυξης της οικονομίας, προς άγρα και προσέλκυση ανυποψίαστων ψηφοφόρων.
Οι χαμηλοί μισθοί, ο φόβος της ανεργίας και η γενικότερη απέχθεια προς τους κεφαλαιοκράτες και τους τραπεζίτες μετά το βίαιο ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, δημιουργούν ευρύτερα ακροατήρια που προσεγγίζουν το ναζιστικό κόμμα.
Ο Χίτλερ κερδίζει τις εκλογές θέτοντας άμεσα την κρυφή του ατζέντα σε εφαρμογή.
Η Γερμανική Γραμματεία Δημοσίων Οικονομικών, το Φλεβάρη του 1933 ανακοινώνει επίσημα «ότι η πολιτική εθνικοποιήσεων που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια σταματά. Οι κρατικής ιδιοκτησίας εταιρείες μετατρέπονται πάλι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις»!
Το ανάποδο, δηλαδή, από ότι συνέβαινε την ίδια περίοδο σε Αμερική, Γαλλία, Αγγλία και αλλού.
Η ναζιστική κυβέρνηση, ίσως πρώτη στον κόσμο, υιοθετεί το μοντέλο των ιδιωτικοποιήσεων με τέτοιο ρυθμό που γεννιέται εξαιτίας τους ένας νέος οικονομικός όρος το: «privatisation», που καθολικά χρησιμοποιείται στην οικονομική βιβλιογραφία της εποχής.
Οι γερμανικοί σιδηρόδρομοι,η μεγαλύτερη δημόσια εταιρεία στον κόσμο της εποχής, η Κρατική Εταιρεία Χάλυβα καθώς και εταιρείες κατασκευών και ναυπηγείων ιδιωτικοποιούνται με συνοπτικές διαδικασίες.
Βεβαίως προηγήθηκε η ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων γερμανικών τραπεζών που είχαν κρατικοποιηθεί στα χρόνια πριν τους ναζί, όπως οι: Deutsche Bank und Disconto-Gesellschaft, Privatbank, Dresdner Bank.
Η ναζιστική οικονομία αναπτύσσονταν στα χέρια των κεφαλαιοκρατών συσσωρεύοντας τεράστια κέρδη, μέρος των οποίων πήγαιναν στο ναζιστικό κόμμα και τη κυβέρνηση. Παράλληλα την περίοδο του πόλεμου ιδιωτικές εταιρείες όπως η Siemens, η ΒΜW, η Hugo Boss (εταιρεία που κατασκεύαζε τις στρατιωτικές στολές των SS και της ναζιστικής νεολαίας), η εταιρεία χημικών και φάρμακων IG Farbe με τις θυγατρικές της Agfa και Bayer, η Audi, η Daimler-Benz, γνωστή σήμερα ως Μercedes, κ.λπ χρησιμοποίησαν τζάμπα τα εργατικά χέρια εκατομμυρίων αιχμαλώτων και Εβραίων κρατούμενων.
Το τέλος του πόλεμου βρίσκει τις Ευρωπαϊκές οικονομίες κατακερματισμένες, τον «ψυχρό πόλεμο» σε εξέλιξη και το μεταπολεμικό καπιταλισμό σε διαρκή μετάλλαξη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σαράντα χρόνια μετά το ναζιστικό πείραμα, η ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων επανέρχεται με τις ιδιωτικοποίησης κρατικών εταιρειών τεράστιας δημόσιας στρατηγικής και οικονομικής σημασίας. Κερδοφόρες κρατικές υπηρεσίες εκποιούνται σε ιδιώτες, δημιουργώντας νέες κεφαλαιοκρατικές ελίτ. Η πρωτοπόρα για την εποχή της ναζιστική εκδοχή, επανακάμπτει μέσα στις σύγχρονες δικτατορίες ή αστικές δημοκρατίες. Οι ανάγκες αλλαγής σχέσεων κεφαλαίου και κράτους με το κύμα ιδιωτικοποιήσεων βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην Iνδονησία του Σουχάρτο, στη Χιλή του Πινοσέτ και στη θατσερική Αγγλία, με τα πλουτοπαραγωγικά «φιλέτα» να ιδιωτικοποιούνται και τις εργατικές δυνάμεις να περιθωριοποιούνται από ελλειμματικούς εργασιακούς κανόνες.
Το πείραμα του κεφαλαίου αναδύεται μέσα από ανελεύθερες εργασιακές πολιτικές και εφαρμόζεται σε βάρος ολόκληρων λαϊκών τάξεων και κοινωνιών, στον άξονα του υπερκέρδους για του λίγους.
Νεοφιλελεύθερες, ή μη , πολιτικές ηγεσίες τίθενται στη υπηρεσία της κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας, λειτουργώντας ουσιαστικά σε συνεργασία με το ίδιο το κεφάλαιο προς όφελος των κερδών του, αδιαφορώντας για τις τραγικές συνέπειες φτωχοποίησης των λαών. Η αρχαιολογία του νεοφιλελευθερισμού με τις ρίζες της στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, από τους θεωρητικούς της μονεταριστικής σχολής, δημιουργεί τον σύγχρονο οικονομικό σκοταδισμό, έμπνευση των οικονομολόγων «προφητών» του νεοφιλελευθερισμού Τζόζεφ Σουμπέτερ, Φρίντριχ φον Χάγιεκ και Μίλτον Φρίντμαν.
Το φάντασμα της οικονομίας του ναζισμού βρίσκει εφαρμογή στον αποκαλούμενο νεοφιλελευθερισμό. Πολιτικές και οικονομικές ελίτ συντάσσονται στην ίδια ευθεία, εισάγοντας όχι μόνο νέους οικονομικούς όρους άλλα και πρακτικές συνδιαλλαγής ισχυρών διαπλεκόμενων κατεστημένων. Η οικονομία της αγοράς ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος μαζί με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναπτύσσονται ταχύτατα στις ανεπτυγμένες χώρες με όλες τις παραμορφώσεις τους – βλέπε και μνημόνια – φτάνοντας μέχρι την ασύδοτη νεοαποικοιοκρατική εκμετάλλευση υποανάπτυκτων χωρών. Ο ύστερος καπιταλισμός περνάει στη φάση του νεοφιλελευθερισμού με όλα τα κεκτημένα του ανά χείρας, διαδίδοντας παγκόσμια την ιδέα του υπερκέρδους! Η ευημερία των λίγων έναντι των πολλών! Αποσαθρωμένες εργασιακές σχέσεις, ελαστικές μορφές εργασίας, μειώσεις μισθών, κατάργηση εργασιακών κεκτημένων ανασφάλιστη εργασία, επισφαλείς εργασιακές συνθήκες, αυξήσεις ορίων συνταξιοδότησης είναι από τα λίγα χαρακτηριστικά της εργασιακής γαλέρας του νεοφιλελευθερισμού. Τα νεοφιλελεύθερα δόγματα μετατρέπονται στο ευαγγέλιο της παγκόσμιας ολιγαρχίας. Άμεση προτεραιότητα δίνεται στη φορολογική μεταρρύθμιση υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, στη μείωση των δημοσίων δαπανών, πρωταρχικός παράγοντας αύξησης της ανεργίας, στην απελευθέρωση συναλλαγών και μεταφοράς κεφαλαίων, με στόχο το ξέπλυμα των υπερκερδών δίνοντας έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων κερδοφόρων επιχειρήσεων ή υπηρεσιών.
Ναζισμός, νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση με κοινό παρανομαστή τον οικονομικό ιμπεριαλισμό των ιδιωτικοποιήσεων.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 8.10.2016
μέσω gataros
Δεν υπάρχουν σχόλια: