Στους απογόνους μας


Όντως ζω σε χρόνους ζοφερούς!Η αθώα λέξη είναι κουταμάρα. Μέτωπο αζάρωτομόνο σε αναισθησία παραπέμπει. Κι όποιος γελάειδεν έχει απλώς ακόμα μάθειτο φριχτό πού του 'χει 'ρθει μαντάτο.

***

Τι χρόνοι είναι τούτοι, οπού,
και μια παρόλα να πεις για τα δέντρα, περίπου έγκλημα είναι,
αφού περικλείει σιωπή για μύρια αδικήματα!
Αυτόν πού ήσυχος τραβάει το δρόμο του άραγε
γιατί κανείς πια φίλος του δέν τον προφταίνει,
άμα τυχόν βρεθεί σε ανάγκη μεγάλη;

***




Ναί, είναι αλήθεια: το ψωμί μου ακόμα το βγάζω.
αλλά πιστέψτε με: εντελώς από τύχη συμβαίνει. Τίποτα
άπ' όσα κάνω δέν δικαιολογεί τ' ότ' είμαι χορτάτος.
Και πάλι εντελώς από τύχη τήν εχω σκαπουλάρει. (Έτσι
και μου τελειώσει η τύχη, πάει, πήγα καλειά μου).

***

Μου λένε: Τρώγε-πίνε! Και χαίρου πού 'χεις!
Μα πώς να φάω και να πιώ, όταν
άπ' τον πεινασμένο το φαΐ μου αρπάζω, και όταν
το ποτήρι μου με το νερό
του διψασμένου λείπει;
Κι όμως: και τρώω και πίνω.

***

Με χαρά μεγάλη μου θα γινόμουν ακόμα και σοφός.
Υπάρχουνε παλιά βιβλία νά σου το μάθουν σοφός τί
σημαίνει: άπ' τους αγώνες του κόσμου ν' απέχεις και τον σύντομο
βίο σου δίχως φόβους νά περνάς και τρομάρες.
νά τά βγάζεις δε πέρα χωρίς σε πράξεις βίας
νά προσφεύγεις, και το κακό με το καλό εσύ ν' ανταποδίδεις.
Αν δεν ικανοποιείς τις επιθυμίες σου
και εάν, μάλιστα, τις ξεχνάς κιόλας, ε ναί!
τότε θεωρείσαι πώς είσαι σοφός.
Με ξεπερνούν όλα τούτα. δεν τά μπορώ.
Σε χρόνους - όντως - ζώ ζοφερούς.

II

Στις πόλεις έφτασα στης αταξίας τά χρόνια και του χάους,
τότε όπου βασίλευε παντού η πείνα.
Με τους ανθρώπους βρέθηκα στα χρόνια της εξέγερσης.
μαζί τους ξεσηκώθηκα και λόγου μου.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
πού μου δόθηκαν νά ζήσω στη γη.

***

Μεταξύ μαχών και σφαγών έτρωγα το φαί μου
και πλάι στους μακελλευτάδες κοιμόμουνα.
Ασύνετα τον έρωτα υπηρέτησα
και με τη φύση υπομονή ποτέ μου καμία δεν έδειξα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
πού μου δόθηκαν νά ζήσω στή γη.

***

Στά χρόνια τά δικά μου οι δρόμοι σε βγάζαν
σε λασπόβουρκους μόνο, σε βαλτοτόπια.
Η γλώσσα μου η ίδια - προδότρα - με παράδινε
στων σφαγέων τά χέρια.
Έδώ πού τά λέμε, και τόσα πολλά δεν κατάφερα.
Οι καταπιεστές, ωστόσο
ασφαλέστεροι, νομίζω, θα νιώθανε δίχως εμένα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
πού μου δόθηκαν να ζήσω στη γή.

***

Οι δυνάμεις μου μικρές. ό δε στόχος
μακριά, πολύ μακριά.
Πλην όμως ήταν ορατός, αν και για εμέ προσωπικά
σχεδόν απροσπέλαστος.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
πού μου δόθηκαν νά ζήσω στη γη.

III

Εσείς, πού δεν γνωρίσατε τον κατακλυσμό
πού έπνιξε εμάς,
νά θυμάστε νά λογαριάζετε,
όταν θά μιλάτε γιά τις δικές μας αδυναμίες,
τους χρόνους του ζόφου
πού εμείς περάσαμε
και εσείς γλυτώσατε.
Κι άπ' τά παπούτσια μας πιο συχνά τις χώρες αλλάζαμε,
όπου καταφεύγαμε πάντα όσο κρατούσε
η πάλη των τάξεων - απελπισμένοι:
νά βλέπουμε το άδικο, και νά μή γίνεται τίποτα.

***

Κι όμως το ξέρουμε και το παραξέρουμε:
και το μίσος γιά την ταπεινοσύνη
μας χαλάει τή φάτσα
και η οργή άπ' τήν αδικία
τή φωνή μάς βραχνιάζει. Αχ, εμείς,
πού θέλαμε να προετοιμάσουμε γιά τή φιλία το έδαφος,
εμείς ουδέποτε μπορέσαμε φιλικοί οι ίδιοι να είμαστε.

***

Εσείς, όμως,
όταν θα ξημερώσει η μέρα η καλή,
οπού ό άνθρωπος πια βοηθός του ανθρώπου θα είναι,
εσείς να μάς θυμηθείτε και νά μάς λογαριάσετε
με κάθε δυνατή επιείκεια.

B. Brecht


Πηγή: gfragoulis.blogspot.gr  μέσω  Νέα Κρήτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.