Ένα μαύρο σύννεφο πλανιέται πάνω από τη Γαλλία
Γράφει η Χρυσαλλίδα
Πώς έχουν αλλάξει έτσι τα πράγματα, σκεφτόμουν σήμερα. Να
είναι άραγε μόνο τώρα τελευταία που άλλαξαν; ή μήπως είναι όπως συμβαίνει
με τα γενέθλια, ο χρόνος περνάει λίγο λίγο μέρα με τη μέρα κατά τη διάρκεια
των 365 ημερών του χρόνου αλλά φαίνεται σαν να περνάει ξαφνικά όλος μαζί την
ημέρα των γενεθλίων.
Μήπως έχει γίνει έτσι μάλλον κι εδώ, η στρέβλωση των
πραγμάτων συνέβη σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, σταλιά με τη σταλιά, αρχίζοντας
πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Κυανή Ακτή, γαλάζιος ουρανός και λαμπερός ήλιος for ever.
Μέσα από το σορτσάκι προβάλλουν δυο νερουλιασμένα
μπούτια, εντελώς σοκολατένια από το μαύρισμα, μπράβο η καροτίνη... Σηκώνω το
βλέμμα, χέρια ζαρωμένα, πρόσωπο με έκφραση πατημένης ντομάτας αλλά το γυαλί GUCCI. Ούτε η πρώτη
ούτε η τελευταία η κυρία, άπειρες από δαύτες άνω των εβδομήκοντα μαυρισμένες
μέχρι τελικής πτώσης, με ροζ και φούξια μίνι, κάνουν βόλτες στην πόλη κρατώντας
από το λουρί ένα καλοχτενισμένο σκυλάκι, με κοστούμι σκύλου, κοτσιδάκια ή πάνω
σε καροτσάκι ειδικό για σκυλιά. Σε λίγο θα έχουν δικαίωμα ψήφου και οι σκύλοι,
σκέφτηκα προχτές, αλλά όχι οι φτωχοί ούτε οι άποροι, ούτε αυτοί που θα τους
έχουν πάρει οι τράπεζες το σπίτι.
Νίκαια, πόλη στα πόδια της παραλίας των αγγέλων. Αγγέλους
ονομάζαν λέει οι παλιοί ψαράδες ένα είδος καρχαριών που θέριζε σε εκείνα τα
μέρη, ήταν λευκοί και κάτω από το νερό μοιάζαν με αγγέλους… Σήμερα δεν υπάρχουν
πια. Κανείς δεν κινδυνεύει να τον φάει ένας άγγελος…
Νίκαια, με 400.000 κατοίκους εκ των οποίων μόνον 13.000
νικαιώτες (είδος κατατρεγμένο και προς εξαφάνιση), όλοι οι άλλοι τουρίστες
προσωρινοί ή μόνιμοι, οργώνουν τα βουλεβάρτα πότε μισομεθυσμένοι πότε νηφάλιοι,
καταλαμβάνουν τις χιλιάδες καρέκλες στα πεζοδρόμια των πανάκριβων καφέ ή
γλύφουν με αποχαυνωμένη έκφραση ένα παγωτό χωνάκι μέσα στα στενά της παλιάς
πόλης, ένα είδος Γένοβας play mobil, με μαγαζιά γεμάτα σουβενίρ made in china.
Και για να μην κινδυνεύει κανείς από τίποτα απολύτως στην
ηλιόλουστη Νίκαια υπάρχει ο στρατός έξω στα πάρκα που παίζουν τα παιδιά. Ναι,
κανονικός στρατός με παραλλαγή και πολυβόλα σας λέω, εδώ κι ένα χρόνο, ίσως και
παραπάνω, κόβουν βόλτες νεαροί αρματωμένοι με απλανές βλέμμα, ανάμεσα στα ξανθά
κεφαλάκια των μικρών γαλλόπουλων και στα μαυριδερά κεφαλάκια των μεταναστών,
μπας και τολμήσουν και παίξουν κλέφτες κι αστυνόμους… μπας και ξεφύγει κανάς
κλέφτης και δεν τον βρει ο αστυνόμος γιατί που ξέρεις, ακόμα και πέντε χρονών,
μπορεί να μας βγει εμπρηστής, μαχαιροβγάλτης, καμικάζι, βαλτός από το διεθνές
κύκλωμα εκείνο που θέλει να ξεκάνει το γαλλικό γένος.
Εδώ κι ένα χρόνο στην Νίκαια στα σχολεία ορθώθηκαν ψηλά
σιδερένια κάγκελα. Εδώ κι ένα χρόνο η
δημαρχεία εξέδωσε εντολή για την απαγόρευση των εορτών στα σχολεία.
Συγκεντρώσεις, τσιμπούσια, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, τόμπολες, χριστουγεννιάτικα
ή καλοκαιριάτικα παζάρια, ΑΠΑΓΟΡΕΎΟΝΤΑΙ, πώς να το πούμε δηλαδή, δεν το
καταλαβαίνετε, πάνε αυτά που ξέρατε, ξεχάστε τα, κοπήκανε, δεν υπάρχουν πια. Κι
επί πλέον, κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος οι γονείς να μπαίνουν μέσα στο
σχολείο. Τι; να δούνε την
δασκάλα ; αφού υπάρχει το
e-mail, το facebook, το chat, πάρτε δα κι
εσείς ένα tablett! Το γαλλικό
Υπουργείο Παιδείας λαμβάνει χρηματοδότηση από την Apple και τα σχολεία αναλαμβάνουν την
άμεση εισαγωγή των tablett στη ζωή του παιδιού σας. Θέλετε δεν θέλετε, α, όχι, δεν
θα σας ρωτήσουνε κι όλας. Άλλος πληρώνει.
Εμ πάσει περιπτώσει, είπαμε κι εμείς, εδώ κι ένα χρόνο,
πάνε οι γιορτές, πάνε οι συγκεντρώσεις, πάνε οι γνωριμίες με τους άλλους
γονείς, με τα άλλα παιδιά, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, τα κεφάλια μέσα το διάλειμμα τελείωσε, μόνο οι ηλικιωμένες μαυρισμένες κυρίες με τα τζιν
σορτσάκια έχουν άδεια να κουδουνίζουν τα βραχιόλια τους στο δρόμο και να κάνουν
τόπλες με τα ξεφούσκωτα μεμέ τους στην παραλία των αγγέλων αλλά σήμερα είδα πως
δεν σταματάει εδώ το πράγμα. Πήγα να πάρω το παιδί από το σχολείο, κουβέντιασα
στο πεζοδρόμιο με δυο τρεις μητέρες, με πλησίασε ο αρμόδιος για την σχολική
ασφάλεια και μου είπε «φτάνει πια κυρία μου», φτάνει πια τι πράγμα, του
είπα. Εξηγείστε μου. «Μα δεν βλέπετε» μου λέει «τόσος κόσμος, σταματήστε πια». Ερώτηση στην
ερώτηση άργησα να καταλάβω πως ο κύριος αυτός που άλλοτε είχε τον συμπαθητικό
ρόλο να σιγουρεύει ότι κάθε παιδάκι έβρισκε τον γονιό του εκεί έξω, εδώ και
κάποιες μέρες είχε εντολή να διαλύει την ομήγυρη των γονιών και των συμμαθητών
καθότι κάθε είδους συγκέντρωση κόσμου, κάθε είδους πηγαδάκι μπορεί πλέον να
αποτελέσει στόχο επίθεσης από τους κακούς του κόσμου τούτου. Απαγορεύεται
λοιπόν να μαζεύεται ο κόσμος έξω από το σχολείο, απαγορεύεται να γεμίζει το πεζοδρόμιο με ανθρώπους, καλύτερα να μένει για τα περιστέρια (και τα σκυλάκια
βέβαια). «Το παιδί σας
και σπίτι», μου λέει, «τι κάθεστε εδώ
πέρα, εκατό άτομα ήταν πριν λίγο εκεί, είναι πράγματα αυτά!» Έμεινα με το
στόμα ανοιχτό για λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξα την άλλη μητέρα, είδα στα γαλάζια
μάτια της ένα νεύμα κατανόησης προς το αίτημα του κυρίου, ε ναι, σαν να μου
έλεγε, είναι για το καλό όλων μας, η ασφάλεια βλέπετε, δεν μας αρέσει αλλά θα
το φάμε, είναι σαν το μουρουνόλαδο, κλείσε τη μύτη και κατάπιε ντε, ε τι να
κάνουμε τώρα, αφού έτσι πρέπει!
Ήταν η δεύτερη ισχυρή δόση από χτες. Ανακάλεσα την
χτεσινή μου επίσκεψη στο γραφείο της δημαρχίας για τους συλλόγους. Επί τη
ευκαιρία ενός σαλονιού που οργανώνεται κάθε χρόνο και όπου ο κάθε σύλλογος
δείχνει την δραστηριότητά του, η οργανώτρια προσπαθούσε να πείσει εμένα και την
συνεργάτη μου ότι «σε μια χώρα πού έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πολέμου» είναι απολύτως φυσικό να
πρέπει να φοράμε βραχιολάκι σε όποιον συμμετέχει σε ο,τιδήποτε… εννοείται σε
ο,τιδήποτε που δεν είναι ψώνια στο Carrefour στο H&M στο Zara και στις άλλες πολυεθνικές
καταναλωτικές οάσεις, όπου είσαι ελεύθερος να ζήσεις το όνειρό σου αγοράζοντας
τόνους αχρήστων αντικειμένων και πατσαβουρορούχων που έχουν ραφτεί με το αίμα
και τον ιδρώτα ανηλίκων γυναικών, θυμάτων βιασμών και άλλων καταναγκασμών, και
που θα πετάξεις σε τρεις μήνες για να μπορεί το ντουλάπι σου να χωρέσει τα
καινούρια που θα πας να ξαναγοράσεις… «Μα δεν το καταλαβαίνετε; Ο κόσμος
ζητάει μέτρα ασφαλείας. Ο κόσμος κατηγορεί τις αρχές για ελλειπή καταστολή. Ο
κόσμος δεν θα έρθει αν δεν βάλουμε αστυνομία να ψάχνει τσάντες και σώματα, αν
δεν φορέσουμε βραχιολάκια, αν δεν νιώθει την ανάσα του αστυφύλακα στο σβέρκο». Μα… πήγα να
ψελλίσω. «Δεν έχει μα», μου λέει. «Και να σας πω
κάτι, έτσι μεταξύ μας, αυτό το βραχιολάκι που βλέπετε, δεν είναι τίποτα, σκέτο
χαρτόνι, να, αλλά ο κόσμος το εμπιστεύεται, νιώθει ότι φροντίζουμε για την
ασφάλειά του». Έπρεπε σώνει
και καλά να καταλάβω κι εγώ και η ιταλίδα συνεργάτης μου ότι ο κόσμος ετούτης
εδώ της χώρας, που τον μαθαίνουν να παίρνει τα αντικαταθλιπτικά από την εφηβεία
και δεν τα σταματάει ως το θάνατο, ΦΟΒΑΤΑΙ. Ότι ο φόβος έχει τρομερή δύναμη
πάνω σε τούτον τον λαό. Ότι ο φόβος νομιμοποιεί την παραίτηση από κάθε
δικαίωμα, την δειλία, την δουλοπρέπεια, την υποταγή σε ο,τιδήποτε χωρίς δεύτερη
σκέψη. Ότι αρκεί μια δόση φόβου για να συμπεριφερθεί όπως τα ινδικά χειρίδια
των πειραμάτων, να γίνει τηλεκατευθυνόμενος, πατάω το κόκκινο κουμπί και
χορεύει στα δυο πόδια, πατάω το μαύρο και κάνει κολοτούμπες ανάποδα, πατάω το
πορτοκαλί και μένει ακίνητος, σαν αγάλμα.
Δεν ξέρω κατά πόσο όλα τούτα είναι αντιπροσωπευτικά του
συνόλου πάντως σίγουρα ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας τούτης εδώ της χώρας.
Ξέρω επίσης, το νιώθω, ότι ένα βαρύ μαύρο σύννεφο έχει σκεπάσει τον ουρανό της
Γαλλίας. Είναι το σύννεφο μιας «κατάστασης πολέμου» στην οποία χώσανε τον κόσμο
κάποιοι γραβατωμένοι δολοφόνοι που κρύβονται μπας και τους πάρει ξώφαλτσα καμιά
φτυσιά σαν βγουν στον δρόμο. Έχουνε στρώσει καλά τον δρόμο εκείνον τον έναν και
μοναδικό δρόμο --από τον οποίον η επιστροφή είναι δύσκολη-- που οδηγεί στο
τέλμα, της νοητικής τρομοκρατίας, της πλύσης του εγκεφάλου για την ολοκληρωτική
υποταγή των γενεών που, αν υπάρξουν, θα έχουν πια χάσει τα ίχνη, θα έχουν
ξεχάσει τι θα πει να είσαι άνθρωπος.
Νίκαια, 7 Σεπτεμβρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια: