Το σχολείο των δεματιών
Ο Δημόκριτος γυρίζει σπίτι του, ευτυχισμένος αλλά άφραγκος. Επιστρέφει από μια
μεγάλη περιοδεία, που τον οδήγησε σχεδόν έως τα πέρατα του κόσμου. Έχοντας
πλέον ξοδέψει την πατρική κληρονομιά, πρέπει να ζει μια λιτή ζωή, απαλλαγμένη
από ότι περιττό. Χρειάζεται, παρ’ όλα αυτά, για να συνεχίσει το έργο του, έναν
νεαρό πολύ προικισμένο, ικανό να τον βοηθήσει. Πώς να τον διαλέξει; Ο
Δημόκριτος δεν μπορεί να τον πληρώνει. Πρέπει να υπάρχει κάπου ένα αγόρι χωρίς
εκπαίδευση, που θα μπορέσει να το μυήσει στη φιλοσοφία.
Με ποια κριτήρια να διαλέξει αυτόν τον πολύτιμο γραμματικό;
Ο Δημόκριτος διστάζει. Αυτός ο νεαρός θα πρέπει να μιλάει ευχάριστα, με
ευχέρεια. Φυσικά, θα έχει διαβάσει τον Όμηρο. Θα έχει, τουλάχιστον, ακούσει να
μιλάνε γι’ αυτόν. Εκτός κι αν δεν ξέρει να διαβάζει. Εξάλλου, πώς
μπορεί η ανάγνωση του Ομήρου να μεταμορφώσει ένα μουδιασμένο πνεύμα σε
εύστροφο βοηθό; Αυτοί που παραθέτουν τους ποιητές σε κάθε ευκαιρία, δεν
φαίνονται να έχουν ιδιαίτερη κλίση προς τη γνώση. Αυτοί που ξέρουν να διαβάζουν, δεν
ξέρουν απαραίτητα και να ζουν.
Δεν χρειάζεται να απαιτήσει από ένα μέλλοντα φιλόσοφο να
είναι ήδη μορφωμένος. Ας είναι λοιπόν γυμνός! Ας μην ξέρει τίποτα! Ας είναι η
ανάγνωση γι’ αυτόν σαν το ταξίδι προς το άγνωστο! Ο Δημόκριτος θα αναλάβει να
του ανοίξει τα μάτια. Πάνω απ’ όλα πρέπει να αναζητήσει έναν νεαρό με ένα
βλέμμα, ένα όμορφο βλέμμα όπου ζουν δύο μικρές φλόγες.
Σκέπτεται αυτά τα δύο παιδιά, που παίζουν χωρίς να
νοιάζονται για το θόρυβο της πόλης πίσω από την πλάτη τους, προστατεύοντας το
όνειρό τους ενάντια στο ρεύμα της καθημερινότητας. Αλλά όχι, ύστερα’ από δύο ή
τρία χρόνια θα έχουν χαλάσει για πάντα. Ύστερα φέρνει στο νου του αυτόν τον
έφηβο, που επισκευάζει την πόρτα του σπιτιού του πατέρα του. Όταν ο Δημόκριτος
περνάει από κοντά του, γυρίζει το κεφάλι και απρόσεκτα δίνει ένα γερό χτύπημα
στα δάχτυλά του. Να εμπιστευτεί το έργο του σε αυτόν, που αποσπάται έτσι από τη
δουλειά του; Ποτέ. Καλύτερα να μείνει μόνος.
Έτοιμος να χάσει κάθε ελπίδα πως θα βρει αυτό που ζητούσε, ο
Δημόκριτος απομακρύνεται από το συνωστισμό των Αβδήρων. Ο δρόμος είναι στενός,
δύσοσμος, άρα όχι πολυσύχναστος. Μέσα στη σκιά, ακουμπισμένος στον τοίχο του
πιο ψηλού σπιτιού, ένας σωρός δεμάτια. Μπροστά του, ένας νεαρός, καθισμένος
στις φτέρνες του, καταγίνεται με το να συγκεντρώνει τα κλαδιά, που θα
αποτελέσουν το επόμενο φορτίο του. Μία συνηθισμένη σκηνή. Υπάρχει, ωστόσο, τόσο
μεγάλη αυτοσυγκέντρωση σ’ αυτό το αγόρι, τόσο μεγάλη παρουσία και στην πιο
μικρή κίνηση, ώστε ο Δημόκριτος στέκεται.
Χωρίς να αποσπάται η προσοχή του, ο νεαρός συνεχίζει τη
δουλειά του, με πολύ μεγάλη τάξη, έως ότου τα δεμάτια στερεώνονται σ’ ένα
μαξιλαράκι πάνω στον ώμο του.
Πόσο ευφυές είναι όλο αυτό! Έχει κανείς την εντύπωση ότι
αυτό το αγόρι βάζει σε τάξη τον κόσμο. Ή ότι ο κόσμος μπαίνει σε τάξη μέσα από
αυτόν. Όταν περνάει μπροστά από τον ενθουσιασμένο φιλόσοφο, το βλέμμα του έχει,
όπως πάντα, ήδη στραφεί στην επόμενη κίνηση.
Ο Δημόκριτος βαδίζει ξοπίσω του, έκπληκτος που το πλήθος
παραμερίζει έτσι μπροστά του. Σε μία στροφή του δρόμου, τον προλαβαίνει,
ακουμπά το χέρι του στον ώμο του, στον ελεύθερο ώμο, ψάχνοντας ήδη για μία
απάντηση μέσα στο βλέμμα του νέου. «Πες μου το όνομά σου». Ο άλλος στέκεται και
χαμογελά.
«Πρωταγόρας».
«Ποιος είναι ο πατέρας σου;»
«Ο Μένανδρος, αλλά τον χάσαμε».
«Πώς ζεις;»
«Βλέπεις πώς».
«Βλέπω, πράγματι. Ξέρεις να διαβάζεις;»
«....Θα καθυστερήσω».
«Θέλεις να μάθεις;»
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου».
«Πήγαινε, λοιπόν, να αφήσεις το φορτίο σου και ακολούθησέ
με».
Από εκείνη τη μέρα, ο Πρωταγόρας μοιράστηκε τη ζωή του
Δημόκριτου και έγινε μαθητής του. Ήρθε ο καιρός που οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Από τη γνώση
που του είχε μεταδώσει ο δάσκαλός του, ο Πρωταγόρας επωφελήθηκε τόσο πολύ,
ώστε, πηγαίνοντας στις πόλεις και χρεώνοντας ακριβά τα μαθήματα του, έγινε
πλούσιος όσο ο Φειδίας. Αφού ξέχασε τα δεμάτια του, έφτασε στο σημείο να μην θυμάται
πια τον Δημόκριτο.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Είναι τρελοί αυτοί οι
σοφοί!" των Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ
ΠΗΓΗ: sstalias
Δεν υπάρχουν σχόλια: