Γδυτός επενδυτής

 

Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης

Μεγάλος μπαγαπόντης είμαι, για. Μπαμ κάνει από χιλιόμετρα. Χοκαμπάζη και ζεβζέκη με φώναζε η βάβω. Τα καρντάσια λένε πως γυαλίζει το μάτι μου. Λάμπει λαμογιά. Στο Χαλέπι γεννήθηκα. Ζόρικα χρόνια μα όμορφα. Κούρδος ο μπαμπάς, Αρμένισσα η αννέ, απέ τη Σαμψούντα ο επίπαππος· Ρωμιός. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι χαρμάνι.

Πολυπολιτισμικότητα το ονομάζετε στην Ελλάδα, μπέρδεμα και μπελάς ανυπόφορος είναι. Το μόνο καλό, που 'χαμε πλήθος γιορτές. Κεμπαπτζής ο γέρος, έβγαινε μ' ένα καρότσι στο μεϊντάνι μεσημέρι-βράδυ. Ζέσταινε στη φουφού χάσικες πίτες, αφράτες και τις στούμπωνε με πιπέρια, τούρκους σωστούς, μαϊντανό, κρεμμύδι και ντομάτες ψιλοκομμένες. Από πάνω κοτσάριζε μυρωδάτο κοκορέτσι· τη σπεσιαλιτέ του. Ουρές ο κόσμος.

Αγγάρευε εμένα να πλένω τα τζιέρια. Παιδί πράμα, παιχνίδια γουστάριζα, όχι έντερα να ξεσκατίζω. Τα περνούσα το λοιπόν ένα νερό, ίσα ίσα να φύγουν τα χοντρά, και ξεπόρτιζα στο σοκάκι. Με μάλωνε. Η πελατεία του όμως, γκρίνιαζε όποτε τα καλοκαθάριζε εκείνος. «Δεν είναι νόστιμο σήμερα Γιλμάζ εφέντη» μουρμούριζαν. Με τούτα και με τ' άλλα μαγαζί δικό του, μπάνικο άνοιξε. Κονομήσαμε.

Γιατρό ήθελε να με καμαρώσει, μ' έστειλε να προκόψω στη Σαλονίκη. Ζωντανή πόλη. Πού μυαλό για Ιστολογία και Ορθοπαιδική. Σπούδαζα την ανατομία της νυχτερινής ζωής. Στο Λούκυ Λουκ και τη Μοδιάνο ξημερωνόμουνα. Με πίεζε ο μπαγάσας να πάρω πτυχίο. Στη Φαρμακευτική γράφτηκα, αλλά ούτε 'κεί είδα χαΐρι. Σταμάτησε εντελώς την οικονομική στήριξη ο αφιλότιμος άντρας.

Ιδρώτας κρύος μ' έλουσε, ώσπου αναγκάστηκα να πιάσω δουλειά σε ταβέρνα κι έγινε καυτός. Φημίζεται για τους ψήστες του το Χαλέπι κι έπαιζα την τέχνη στα δάχτυλα. Εγλειφαν τα δικά τους οι θαμώνες. Τσιφούτης τ' αφεντικό, μου 'ψηνε το ψάρι στα χείλη. Ταξίδεψα κι εγώ στην πατρίδα να ψήσω τον πατέρα. Μου 'χωσε φράγκα κι έστησα στην Τούμπα ένα εστιατόριο μέγκλα. Κάτσε καλά!

Οκτώβρη έκανα τα εγκαίνια. Ψώνιζα μπιρ παρά τους κατιμάδες απ' τα σφαγεία και τους μαρινάριζα σε σκέτη χημεία. Είχα διδαχτεί, βλέπεις, στο Αριστοτέλειο. Γίνονταν λουκούμι στο κάρβουνο. Να τρώει η μάνα και να μη δίνει τ' αγγέλου της μυρωδιά, ούτε κόκαλο του παιδιού της. Πλάκωναν ορδές οι ντεμέκ καλοφαγάδες. Κατάλαβα πως έχει ψωμί το επάγγελμα κι απλώθηκα με δεύτερο κατάστημα στα Λαδάδικα και με τρίτο στην Καλαμαριά.

Κατέβηκα μετά στην Αθήνα. Σύνταγμα, Γλυφάδα, Κηφισιά. Χαϊβάνια οι χαμουτζήδες το χρύσωσαν το γιαλαντζί γκουρμέ. Χόντραινε το μπαγιόκο. Ξήλωνε τις τσέπες και αβαντάριζε τη ρευστότητα των τραπεζών. Χλιδάτος και φιγουράτος πήγαινα στη Συρία. Με λιμπίστηκε ένας τρίχας, σαπουνέμπορας κροίσος και βάλθηκε να με κάνει γαμπρό. Καλό το κορίτσι, σεμνό, απερπάτητο. Και με προίκα βουνό. Κλεισμένο το δόλιο στα ψηλά τα καφάσια του Χαλεπιού κι εγώ ν' αλωνίζω Μύκονο και Σαντορίνη. Ζωή χαρισάμενη.

Ο επιτυχημένος μπίζνεσμαν πρέπει να γραπώνει την ευκαιρία απ' το τσουλούφι. Και να ρισκάρει. Ποντάρισα στην πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά και κουβάλησα άρον άρον την οικογένεια στην Ειδομένη. Η έμπνευση Μάρδα, Μπούρδας αραβιστί, μου ήρθε κουτί. Με διακόσια πενήντα ψωροχιλιάρικα θα γίνω στο Γιουνανιστάν εθνικός ευεργέτης. Ασε που ο Α πα Παππάς πιστεύει «βαθιά σε έκρηξη επενδύσεων». Φοβάμαι μόνο μη μου χαλάσει το νταλαβέρι το συριακό ανφάν γκατέ, που πλημμυρίζει τα hotspots καμουφλαρισμένο.

ΠΗΓΗ: efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.