Κάποτε υπήρχε μια άλλη διανόηση


του Γιώργου Χαλιμούρδα

Με αφορμή τον βανδαλισμό που υπέστη το άγαλμα του Κωστή Παλαμά προσφάτως, δράττομαι της ευκαιρίας να πω δύο λόγια για αυτόν τον μεγάλο εθνικό μας ποιητή, για τον οποίο είμαι σίγουρος πως είναι άγνωστη η ιστορική του συμβολή, τουλάχιστον παραποιημένη, σε όσους βανδάλισαν το άγαλμα του, καθώς και παντελώς άγνωστη στη συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας μας, γιατί δυστυχώς όλο το γνωσιολογικό σύστημα (γλώσσα, εκπαίδευση, επιστήμη, τεχνολογία, ΜΜΕ) που κυριαρχεί στη μεταπολίτευση και μετέπειτα θέλει το νεοέλληνα, ραγιά, να πλέει στην ιστορική λήθη, πολίτη του κοσμοπολιτικού νεοφιλελευθερισμού, έρμαιο της απώλειας της ιστορικής συνέχειας, μια έλλειψη που σε κάνει να χάνεις αυτό το δέσιμο που έχεις με τον τόπο σου και την ιστορία του, και εν τέλει ανίκανο να πολεμάς και να διεκδικείς το αυτονόητο, που είναι πρώτα και πάνω από όλα να είσαι αφέντης στον τόπο σου. Ένα γνωσιολογικό σύστημα που αμφισβητεί την αντικειμενική αλήθεια, αρνείται την επιστημονική αλήθεια, έχει προσδέσει την ακαδημαϊκή ελευθερία και έρευνα στο άρμα των αγορών και ελέγχει την κοινή γνώμη με τα ΜΜΕ [1]. Άμεσα, μετά από το γεγονός του βανδαλισμού, από την άλλη μεριά τα ακροδεξιά φερέφωνα του διαδικτύου, τρέξαν να υιοθετήσουν τον μεγάλο ποιητή. Λες και ο Παλαμάς ανήκει σε κάποιον, πόσο δε σε φασίστες και χουντικούς που ο ρόλος τους είναι μόνο να ευνοούν το διχασμό του ελληνικού λαού, το διαίρει και βασίλευε, που στοχεύει μόνο στην καταδυνάστευση αυτού του τόπου από τη ντόπια και διεθνή ολιγαρχία. Πέρα από αυτό το τραγικό γεγονός, υπάρχει και ο Παλαμάς που αξίζει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτόν. ...


Ούτως ή άλλως οι καιροί του Παλαμά εμπεριείχαν μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, πλέον ξένη στους διανοούμενους της σύγχρονης μεταμοντέρνας (τρομάρα μας) Ελλάδας. Ένα άλλο πνεύμα, μια άλλη λογική, μιας άλλης εποχής, με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη σημερινή. Πηγή μου είναι μια ιστορική βιογραφία του, από τον Σπύρο Μελά [2].

Πάμε κατευθείαν στα βαθειά. Τι μας λέει ο Μελάς για τον Παλαμά. «Όπως σ’ όλους τους κοινούς νέους, όλων των καιρών, η φροντίδα για τον βιοτικόν αγώνα έχει και σ’ αυτόν την πρώτη θέση. Ερχόταν για πανεπιστημιακές σπουδές. Η ηρωική φύση, μίλησε, άστραψε μέσα του λίγο αργότερα, όταν κόβοντας απότομα τις σπουδές αυτές, δίνεται ολάκερος, σύψυχος, στο όνειρό του. Πέταξε το στέφανο της Νομικής, για να φορέσει τον ακάνθινο του πνευματικού λειτουργού. Δεν μπορεί κανένας, ούτε ίσως οι λόγιοι της καινούργιας γενιάς, (μιλά για μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο όταν γραφόταν αυτή η βιογραφία) να νοιώσουν πόσο ηρωισμό έκρυβε η απόφαση εκείνη. Ούτε η Αθήνα ούτε η Ελλάδα της εποχής που λέω (1880) ήταν η σημερινή. Ο τόπος μεγάλωσε από τότε, η Αθήνα έφτασε το εκατομμύριο, η παιδεία έχει απλωθεί, σ’ όλα σχεδόν τα στρώματα, το βιβλίο πετάει σε χιλιάδες χέρια, ο λαός έγινε Μαικήνας - και καμιά φορά πολύ σπάταλος - και τα γράμματα είναι σήμερα και μια καλή σταδιοδρομία. Μα τον καιρό που πήρε την απόφαση του ο Παλαμάς, ήτανε τραγική βιοτική καταδίκη. Λόγιος, είχε τότε να πει ένας συφοριασμένος κουρελής ۟ οι πρόεδροι των δικαστηρίων ρωτούσαν από το ύψος της έδρας τους και της μακαριότητας τους το μάρτυρα: «Πολύ καλά, ήσαστε ποιητής! Αλλά δεν έχετε κανένα άλλο συγκεκριμένο επάγγελμα;». Εμείς οι παλιοί την προφτάσαμε αυτή την εποχή. Η εφημερίδα, καθημερινή χαροπαλεύτρα, ήτανε το μοναδικό, μα φοβερό αποκούμπι της αφάνταστης μποεμίας των λογίων. Άρθρα γραμμένα πολλές φορές με το πιο διαλεχτό αίμα της καρδιάς τους, πληρώθηκαν με έναν καφέ και ένα κουλούρι ۠ τα ρούχα του Παπαδιαμάντη έλιωναν απάνω του, γίνανε απίστευτα ξεφτίδια, ο κόσμος τον πέρναγε για ζητιάνο  ۠ όχι να αντικαταστήσει τα παντελόνια πούλειωνε στα γραφεία μεταφράζοντας από τα αγγλικά και τα γαλλικά, μα ούτε ένα πουκάμισο να πάρει από τα καζάντια της δουλειάς του ۠  ο Κοντυλάκης ψιχούλιαζε το σπάνιο ταλέντο του για ένα πιάτο φαί στο μαγέρικο και πέθανε στην Κρήτη πεντάφτωχος, τσακισμένος από το μόχθο της βιοπάλης ۠ και ο Κρυστάλλης χτίκιαζε από το αντιμόνιο ενός τυπογραφείου και έσβηνε πριν της ώρας του. Μα ήτανε κάτι ακόμα χειρότερο: για να φάει τότε ο λόγιος ένα κομμάτι ψωμί, στην πιο απόλυτη κυριολεξία, βρεγμένο με ιδρώτα και δάκρυ, έπρεπε να το κερδίσει και με μια καθημερινή προδοσία – έπρεπε να περάσει, δημοτικιστής αυτός, από τα καυδιανά δίκρανα της καθαρεύουσας! Εσύ σημερινέ λόγιε, που πας περήφανα το άρθρο σου στην εφημερίδα, γραμμένο στη γλώσσα της μάνας σου, πρέπει να γονατίζεις με ευλάβεια κάποιες στιγμές μπροστά στη μνήμη τέτοιων μαρτύρων, γιατί εξαγόρασαν με αυτό τον εξευτελισμό, αυτή την ταπείνωση, αυτόν τον πόνο, το δικό σου λυτρωμό! Γιατί είναι αυτοί οι ίδιοι που σύγχρονα σφυρηλάτησαν κι έπλασαν τ’ όργανο πούσπασε τα δεσμά σου.»

Σε αυτό το απόσπασμα αναδεικνύονται δύο ζητήματα. Πρώτον το ζήτημα που προκύπτει από την απόφαση του Παλαμά να τα βροντήξει από τις σπουδές που θα του εξασφάλιζαν το ευ ζην, και να ρισκάρει τα πάντα, ακόμα και την ίδια του τη ζωή για να ακολουθήσει αυτό που αγαπάει. Παρόλο που αυτό το στοιχείο μπορεί να φαίνεται διαχρονικό, καθώς θεωρητικά μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι πολλοί συνάνθρωποί μας ακολουθούν μια παρόμοια στάση, στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι ακριβώς. Αυτή η αυτοθυσιαστική στάση όπως ορίζεται από τον κοινό σημερινό νου, προσδίδει χαρακτηριστικά οράματος, βαθειάς πίστης και υψηλού αισθήματος ευθύνης και χρέους απέναντι στον ίδιο τον εαυτό και σε αυτά που πιστεύει, απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και σε ένα χειμαζόμενο λαό, απέναντι σε μια ταλαιπωρημένη πατρίδα, απέναντι στην ίδια την ιστορία. Δηλαδή όλα αυτά τα στοιχεία, σήμερα θα προσδιορίζονταν από τον πολύ κόσμο ως ηρωικά και άξια θαυμασμού, αλλά παράλληλα από πολλούς άλλους συνανθρώπους μας θα χλευάζονταν ως ματαιότητα, ματαιοδοξία και άνευ σημασίας, καθώς περισσότερο νοιώθω ότι εκφράζει τη σημερινή εποχή το «όσα πάνε και όσα έρθουνε». Εκείνη την εποχή αυτά τα ηρωικά χαρακτηριστικά εκπορεύονται από πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, καθώς αγωνίζονται αυτοθυσιαστικά για αυτό που πιστεύουν, δίνοντας το στίγμα, τον παλμό, καθορίζοντας το πνεύμα της εποχής, πρωτοστατώντας και ανοίγοντας ζητήματα που θεωρούσαν ότι έπρεπε να τεθούν, αγωνιζόμενοι μέχρι τέλους για τα πιστεύω τους. Σήμερα, στη μετανεωτερική εποχή, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, κυρίως στο δυτικό κόσμο, που έδωσε την ευκαιρία σε πλατιές μάζες να απολαμβάνουν μια καλύτερης ποιότητας υλική ζωή, η λογική του προσωπικού καταρχήν αγώνα για τις ιδέες και τα πιστεύω, για τα ύψιστα ιδανικά σαν μοναδικό σκοπό της ζωής, συμπιέζεται από την επίπλαστη κοινωνική απαίτηση του κακώς εννοούμενου «ευ ζην», όπως αυτή περνά στη μέση κοινωνική συνείδηση από όλο το γνωσιολογικό σύστημα. Να σημειώσουμε πως μια παρόμοια νοοτροπία και στάση ζωής είχαν και οι πατεράδες μας, που κινούνταν στη λογική, όπως έχει εκφραστεί από το λαό μας, του «παίρνω την πέτρα και τη στύβω», με την ουσιαστική διαφορά ότι αυτή κινούνταν στο πλαίσιο της ατομικότητας και του προσωπικού οφέλους, όπως αυτή εκφράστηκε στη μεταπολίτευση, μακριά από το κοινωνικό και συλλογικό γίγνεσθαι.

Πολλοί θα αναρωτηθούν τι αποτέλεσμα είχε μια τέτοια στάση ζωής που είχε ο Κωστής Παλαμάς. Η απάντηση έρχεται από το δεύτερο σημείο που θίγει το παραπάνω απόσπασμα, που είναι το «γλωσσικό ζήτημα» που συντάραξε μια μακρά περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, ένα ζήτημα, οι διαστάσεις του οποίου παραμένουν άγνωστες στον πολύ κόσμο σήμερα. Ο Παλαμάς έρχεται στην Αθήνα το 1880, σε μια Αθήνα κοιμητήριο, όπως μας λέει ο Μελάς, ένα κοιμητήριο χωρίς μαυσωλεία, χωρίς προτομές και λουλούδια, μια παγωμένη θάλασσα μνημάτων, με το δασκαλισμό (την κυριαρχία της καθαρεύουσας και των υποστηρικτών της) να κυριαρχεί, καθώς επίσης να κυριαρχεί μια ψεύτικη αρχαιολατρία, που έκρυβε το μαράζι και την ανυπαρξία της δικής μας ζωής, και τέλος το Εικοσιένα ήταν συνειδητά από το τότε σύστημα τόσο ξεθωριασμένο. Κι ο Παλαμάς, ένας νέος από το Μεσολόγγι, ορθώνει το ανάστημά του σε αυτό το κατεστημένο, υπέρμαχος του αυτονόητου, υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, των παραδόσεων και της ιστορικής πορείας του ελληνικού λαού, συνεχιστής της παράδοσης της Επτανησιακής πλειάδας με πρώτο και κορυφαίο εκπρόσωπο της το Σολωμό, εκδίδει όλα τα συγγράμματά του στη δημοτική. Γιατί προφανώς δεν μπορούσε να αντέξει, καταρχήν η λογική του, ο λόγος, ότι επικρατούσε ένα σύστημα καθαρά ξενόφερτο, άκρατου μιμητισμού, ένα σύστημα ελιτίστικο, καστών, που έθετε στο περιθώριο, τη μεγάλη πλειοψηφία ενός πολύπαθου λαού και το εκπορευόμενο γίγνεσθαι αυτού. Και εκδίδει τα «Τραγούδια της Πατρίδος μου», το «Μη χάνεσαι», το «Ραμπαγά», και μπαίνει στη μάχη από το 1880, μας λέει ο Μελάς, πριν έρθει ο Ψυχάρης το 1888 με το «Ταξίδι». Και μαζί του ήταν κι άλλα «παιδαρέλια» όπως ήταν ο Δροσίνης και ο Καμπάς, ο οποίος στις πρώτες αψιμαχίες με τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, έλεγε «Τα παιδαρέλια θα γίνουν άντρες, θα λογαριαστεί το παρόν με το παρελθόν, οι σύγχρονοι χρόνοι με τους θρηνόμενους και θα ιδούμε ποιος θα νικήσει.». Αλλά ο Παλαμάς συνεχίζει με τον «Ύμνο της Αθήνας» με τον οποίο κερδίζει βραβείο, την πρώτη νίκη της δημοτικής, και ο ποιητής αποκτά πλέον αδυσώπητους εχθρούς αλλά και φίλους και θαυμαστές. Και μετά το 1888 που μπήκε και ο Ψυχάρης στον αγώνα η λύσσα της αντίδρασης του συστήματος ήταν άνευ προηγουμένου. Στόχος πλέον ο ποιητής. Και κινδυνεύει και το ψωμί του, καθώς ήταν διορισμένος γραμματέας στο πανεπιστήμιο. Μια μέρα κατεβαίνει από το σπίτι του και αντικρίζει με μεγάλα γράμματα γραμμένο στον τοίχο του σπιτιού του «Κάτω ο προδότης ο Παλαμάς». Αλλά αυτός συνεχίζει και εκδίδει τους «Ιάμβους και Ανάπαιστους», το «Θάνατο του παλληκαριού», τους «Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης», την «Τρισεύγενη, την «Ασάλευτη ζωή», το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», τη «Φλογέρα του Βασιλιά», τους «Καημούς της Λιμνοθάλασσας, την «Πολιτεία και Μοναξιά», τους «Βωμούς», τα «Δεκατετράστιχα», τους «Πεντασύλλαβους, τους «Κύκλους των τετραστίχων», τους «Δειλούς και Σκληρούς στίχους». Και «μ’ αυτά τα υπέροχα όπλα κατατροπώνει τους βραχνάδες της πνευματικής ζωής του έθνους, στήνει το δημοτικό λόγο κυρίαρχο σ’ όλες τις περιοχές της λογοτεχνίας, υψώνει λαμπρά σύμβολα για όλες τις πνευματικές και ηθικές ροπές της φυλής, ανοίγει στη φτωχή πνευματική Ελλάδα τους μεγαλύτερους ορίζοντες, προσαρτά επαρχίες ολάκερες, χώρες άγνωστες στο πνευματικό της κράτος» μας λέει ο Μελάς. Και ακολουθούν κι άλλοι νέοι, ο Γρυπάρης, ο Σικελιανός, ο Σκίπης, ο Μαλακάσης, ο Καζαντζάκης, ο Βλαστός, ο Πορφύρας, ο Βάρναλης, μας λέει ο Μελάς. «Μ’ αυτόν θα κλάψουν οι πρόσφυγες την πικρή τους Μοίρα, μ’ αυτόν η εργατιά το βαρύ της μόχθο. Έχει χωνέψει μέσα του όλες τις παραδόσεις, κλασσική, βυζαντινή, δημοτική, εφτανησιώτικη. Έχει παντρευτεί όλους τους πόθους κι’ όλους τους πόνους, όλους τους καημούς κι όλες τις μιζέριες» προσθέτει ο Μελάς.

Και σιγά σιγά, με αναποδογυρίσματα κυβερνήσεων, με Ευαγγελικά, με Ορεστειακά, και με αίμα να τρέχει στους δρόμους, λαβωματιές και τιμωρία νίκησε το αυτονόητο, νίκησε η δημοτική γλώσσα.  

Προσωπικά δεν μπορώ να κρίνω το έργο του Παλαμά αλλά ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε πάλι με τη βοήθεια του Μελά.

Τι και ποιο ήταν το παλαμικό έργο αναρωτιέται ο Μελάς, και απαντάει:
«Ο ποιητής ο ίδιος μας λέει: “Έχω τη συνείδηση πως ένας δεν είμαι. Είμαι όχι με το, αλλά με τα εγώ μου.” Είναι αναρίθμητα και αντιφατικά αυτά τα εγώ μου. Και όμως. Κάτω από αυτή την πολλαπλότητα την επιφανειακή, ο Παλαμάς είναι ένας. Ο Γύφτος

«Για να νιώσουμε αυτό το έργο (σημ.δική μας: το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»), πρέπει να αφήσουμε την εξωτερική του, την τεχνική του διαίρεση σε δώδεκα λόγους. Και να βρούμε την εσωτερική διάρθρωση του υλικού. Τότε θα ξεχωρίσουμε μονάχα τέσσερα μέρη.

Θα ιδούμε στο πρώτο μέρος το «Γύφτο», δηλαδή τον ποιητή, που θέλει και προσπαθεί να ζήσει σ’ αρμονία με το έθνος του ۠ μα που δεν τον νοιώθει και δεν αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της δουλειάς του. Θα ιδούμε στο δεύτερο μέρος τον ποιητή, που διακρίνει την αιτία της ασυνεννοησίας. Που βλέπει, δηλαδή, ότι χρωστιέται στο γεγονός, ότι το έθνος δεν παίρνει από αλήθεια, γιατί δουλεύει στην ανεμελιά και στο ψέμα ۟۟ γιατί πιστεύει σε νεκρές κι άγονες αξίες και πρώτα – πρώτα βάζει τον σκλαβωμένο και ρηχόν έρωτα σε θεούς για πάντα νεκρούς, παλιούς και νέους۠۠  γιατί ζει με την περιφρόνηση του ηρωισμού, τη ζωή του μικρόψυχου υλισμού, πούφαγε και το Βυζάντιο. Και θα ιδούμε τότε τον ποιητή να ξεσηκώνεται, να επαναστατεί και να γκρεμίζει αλύπητα όλα: και κλασσική Ελλάδα – πέθανε για πάντα, πάει, κλάψε την, και μονάχα οι ζωντανοί, που θα τη νοιώσουν σαν απλή διακόσμηση θα πάνε μπροστά – και θεούς, θρησκείες και πατρίδες! Αυτό είναι το αρνητικό μέρος – το πιο δυνατό δημιούργημα του Παλαμά. Με φρενιασμένη ορμή, ο πνευματικός αυτός δυναμιτιστής τινάζει στον αέρα το σάπιο οικοδόμημα.

Πόσος ηρωισμός υπάρχει σ’ αυτή τη ριζική άρνηση. Πήρε απάνω του μια κολοσσιαία ευθύνη, αντίκρυσε τον κίνδυνο μιας φοβερής παρεξήγησης που τον παρακολουθεί ακόμα και σήμερα. Μα δεν ήταν άλλη σωτηρία. Για να υπάρξει μια Ελλάδα καινούρια, μια Ελλάδα ζωντανή, έπρεπε να ξεριζωθεί συθέμελα ο δασκαλισμός, που την είχε φέρει στο κατάντημα του Ενεννηνταεφτά. Έπρεπε να γκρεμιστεί η Ελλάδα της προγονοπληξίας, της πατριδοκαπηλίας και θρησκοκαπηλίας. Ο ποιητής θ’ ανέβει στα καυτερώτερα ύψη του βλασφημικού ξεσπάσματος για να γκρεμίσει τους θεούς.

Τον είπανε βυρωνικό. Κάθε άλλο είναι παρά αυτό. Κάτω από την πιο απόλυτη άρνηση του Παλαμά βρίσκεται πάντα η φλογερή αγάπη σε κάτι άλλο από αυτό που αρνείται. Ποτέ δεν τούλειπε η πίστη στα πεπρωμένα της φυλής του.

Στο τρίτο μέρος, το οικοδομικό, θα ιδούμε τον ποιητή, αφού καθάρισε το έδαφος, με το αναποδογύρισμα των πάντων, να τα ξαναχτίσει ένα – ένα με τη μαγεία και το παραμύθι ενός παλιού βιολιού που βρήκε – με τη θεία χάρη της τέχνης. Θα αναστήσει και πατρίδες και θεούς και αγάπες, αλλά πατρίδες, θεούς και αγάπες στον κόσμο της ιδέας, της αλήθειας και της ομορφιάς. Για έναν τέτοιο κόσμο δεν είναι καθόλου φτιασμένοι οι σημερινοί άνθρωποι. Χρειάζεται μια καινούρια ανθρωπότητα, που θα μας δώσει τον τύπο της στο τέταρτο μέρος, με το παραμύθι του Αδάκρυτου και της Αγέλαστης, σύμβολα των δυνατών, των σκληρών, των Αφεντανθρώπων, που πλάθει με κάποια μακρινή επίδραση του Νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα μέρη γεφυρώνονται οι αντιφάσεις και ξαστερώνεται ο πρωτεϊσμός του Παλαμά.

Αρνητής και δημιουργός, χαλαστής και οικοδόμος, άθεος και θρήσκος, εθνικιστής και διεθνιστής, χριστιανός και ειδωλολάτρης, αναρχικός και υποταγμένος. Την τελευταία όμως στιγμή, που πάει να μας πει ποιο θα’ ναι το ιδανικό του καινούριου κόσμου, με μια στροφή αναπάντεχη, τον χάνουμε: στον τρίτο Όλυμπό του θρονιάζει θεά των θεών την επιστήμη! Είναι παράξενο πως ένας ποιητής που όλη του η γνώση κ’ η ζωή στάθηκε το πάθος στήνει στο θρόνο των θεών την Επιστήμη με την κρύα της αλήθεια.»    

Κι ο εν κατακλείδι ύμνος του βιογράφου προς τον ποιητή: «Ο Παλαμάς ύψωσε, νάτος, το ναό που ονειρεύτηκε, με κυρίαρχη, ακατάλυτη θεότητα την ομορφιά. Και αυτόν το ναό μας αφήνει, μαζί μ’ ένα τέλειο όργανο, για τη λατρεία της, την εθνική μας γλώσσα, που της χάρισε απροσμέτρητα πλούτη.» 

Νοιώθω ότι το παραπάνω κείμενο είναι τόσο ξεκάθαρο που δε χωρά περαιτέρω ανάλυσης, απλά οσφραίνομαι τόσο έντονα τη διαχρονικότητά του, την οικουμενικότητά του, και συνειρμικά με οδηγεί και στη σημερινή εποχή, η οποία παρουσιάζει τις δικές της παθογένειες, μια εποχή την οποία κατατρέχει θαρρώ, η βασική λογική που επικρατούσε στις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους, η οποία δε λέει να μας εγκαταλείψει τελικά, αλλά αντιθέτως έχει γιγαντωθεί, λαμβάνοντας διαστάσεις μαζικής κοινωνικής παράκρουσης και έχει να κάνει με τον άκρατο μιμητισμό καθετί προερχόμενου εκ της Εσπερίας. Και να είμαστε σίγουροι ότι σε αυτό έχουν βάλει το χεράκι τους και οι λεγόμενοι σημερινοί «πνευματικοί» μας άνθρωποι. Από αυτούς δεν περιμένεις τίποτα.

Πέραν από μια επίπλαστη, αργυρώνητη, θεωρούμενη σημερινή διανόηση, υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά πίστευα ότι θα μπορούσαν να προσδώσουν πολύ περισσότερο στον αγώνα του δίκιου εναντίον της αδικίας, να βάλουν ένα λιθαράκι στον αγώνα των κατατρεγμένων της σημερινής εποχής. Και μιλώ για αξιόλογους ανθρώπους της σημερινής διανόησης, όπως ο κος Γιανναράς, που όντας ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικότητας, έχει κατακρίνει πολλάκις τον φραγκολεβαντινισμό, που εγκαινιάστηκε με το έργο του Α. Κοραή ακριβώς μετά την επανάσταση. Παρόλο που ο κος Γιανναράς θεωρεί, και ορθώς κατά τη γνώμη μου, πρώτον, ότι χρειαζόμαστε μια αναγέννηση σε μια άλλη βάση σα λαός, με αυτοπροσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας στη βάση των πανάρχαιων κλασσικών αξιών του ελληνισμού (ο ελληνισμός αντίλογος στις προτεραιότητες της βαρβαρότητας, αντίλογος στην προτεραιότητα του ατομοκεντρισμού) και πραγμάτωση του σημερινού γίγνεσθαι [3], μια συντακτική εθνοσυνέλευση που θα απαντά στο ποιος τελικά κυβερνά αυτόν τον τόπο, δηλαδή ποιος αποφασίζει σε αυτόν τον τόπο και δεύτερον ότι βρισκόμαστε σε μια κατοχή, εν τέλει μοιάζει να μην παίρνει ξεκάθαρη πολεμική θέση απέναντι στον εχθρό, μια στάση που αρμόζει σε έναν διανοούμενο που συναντά το πνεύμα των καιρών του. Και αναφέρομαι στο τελευταίο του άρθρο [4], που διαφαίνεται πως καταρχήν πιστεύει πως φθαρμένες πολιτικές προσωπικότητες, υπηρέτες του πιο σκοταδιστικού συστήματος μιας νεοφιλελεύθερης λογικής που μας έφερε ως εδώ, μπορούν να φέρουν τη λύση σε αυτόν τον τόπο, αν ακολουθήσει τις συμβουλές τους ο πρωθυπουργός. Πέραν από τον ισχυρό συμβολισμό του κειμένου σε πολλά σημεία του, δεικνύοντας την αναγκαιότητα πάση θυσία της εξεύρεσης του «Ελληνικού τρόπου», εξίσου σημαντικά συμβολικό είναι και η εναπόθεση της ελπίδας σε ισχυρά πρόσωπα - σύμβολα του νεοφιλελευθερισμού - που καθορίζουν μια συγκεκριμένη λογική όπως φαίνεται με την ιστορική τους διαδρομή. Επιπλέον διαφαίνεται μια ισχυρά απροσδιόριστη πίστη σε πολιτικούς άντρες οι οποίοι ως μάγοι εξ ουρανού θα φέρουν τη λύση στο τελματικό αδιεξόδο. Τη στιγμή μάλιστα, που έτσι όπως εξελίσσονται τα φλεγόμενα πολιτικά πράγματα στην Πατρίδα μας, η νέα πολιτική ηγεσία του Τόπου μας, οδηγεί την Πατρίδα μας, σε απώλεια όχι μόνο της εθνικής μας ανεξαρτησίας όπως ήδη έχει αποδειχτεί, αλλά και της ίδιας της υπόστασης της χώρας μας, καθότι όπως φαίνεται η νέα κυβέρνηση πλέον έχει αποδεχτεί την πλήρη πολιτική καθοδήγηση από τις Βρυξέλλες. Δεν είναι  οξύμωρο και αντιφατικό, πως ενώ είσαι υπέρμαχος μιας βαθειάς ελληνικότητας, πέρα από το δυτικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας που γέννησε το νεοφιλελευθερισμό και το εκθείασμα του ιδιωτικού απέναντι στο κάθε τι κοινό, συλλογικό, δημόσιο, προστρέχεις σε αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα κατάλοιπα που τα έχει αποβάλλει η ίδια η ιστορία. Δεν γίνεται να βάλεις το λύκο να φυλάει τα αρνιά όπως λέει και ο σοφός λαός. Ο Ελληνικός τρόπος επιτυγχάνεται με ρήξεις, με ρήξεις καταρχήν με τους δυνάστες σου και με ότι τους αντιπροσωπεύουν.  

Αποτυπωμένες σκέψεις και δηλωτικά προθέσεων περί αναμονής μιας χαρισματικής προσωπικότητας για τη λύση, γεννούν τέρατα και προσδίδουν στοιχεία ελιτισμού. Η πλήρης απαξίωση ενός λαού δεν συνεισφέρει στο αποτέλεσμα, που είναι να φτάσουμε επιτέλους στην αιώνια πηγή. Γιατί οι άθλιοι όπως τόσο φοβερά έχουν περιγραφεί από τον Ουγκό, δεν γέννιουνται με άθλιες ψυχές, αλλά τους κάνει ένα μόνο πράγμα άθλιους. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Και ολοκληρώνοντας ας επανέρθουμε πάλι στον Παλαμά για να φανερώσουμε το δραματικό μυστικό του, όπως το ξεσκέπασε, η Μαρία η συντρόφισσα της ζωής του:  «Σηκώνομαι στις τρεις τη νύχτα και του φτιάνω τον καφέ, για ν’ αρχίσει να εργάζεται.». Μάλλον μόνο έτσι αλλάζουν τελικά τα πράγματα.  


Ο Γιώργος Χαλιμούρδας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ. Ακρόπολης


Αναφορές
[1] «Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», Μαρία Καραμανώφ 2010, Εκδόσεις Επιμελητηρίου
     Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, σελ 56, 59-65
[2] «Δάσκαλοι του γένους» σελ. 217-237, Σπύρου Μελά, Εκδόσεις Μπίρης 1972 
[3] «Είναι καμάρι το ναείσαι Έλληνας», Άρθρο του Γιώργου Χαλιμούρδα
[4] «Αν τολμούσε οπρωθυπουργός τα «ουσιώδη»», άρθρο του Χρήστου Γιανναρά 



1 σχόλιο:

Από το Blogger.