ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΑΜΠΡΑΚΗ - Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ (ΠΑΡΑ)ΚΡΑΤΟΥΣ


Κείμενο Νίκος Μέντζας

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και προερχόταν από οικογένεια βιοπαλαιστών με δεκαεπτά παιδιά. Μόχθησε και πήρε το πτυχίο της Ιατρικής, όπου διέπρεψε επαγγελματικά, και διατήρησε για πολλά χρόνια τον τίτλο του Βαλκανιονίκη στο άλμα εις μήκος. Κατά την διάρκεια της κατοχής, υπήρξε συνιδρυτής και αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Αθλητών, διοργανώνοντας αθλητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την οικονομική συνδρομή στην λειτουργία των – ιδιαίτερα σημαντικών – λαϊκών συσσιτίων στις γειτονιές της Αθήνας από την άνοιξη του 1942. Το 1961 εξελέγη βουλευτής Πειραιά με...
την ΕΔΑ, πρωτοστατώντας στην οργάνωση κινήσεων για την παγκόσμια ειρήνη. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ανήκε στον χώρο των μετριοπαθών, διαθέτοντας όμως υψηλό φρόνημα αξιών, κοινωνικής ευαισθησίας και δικαιοσύνης.

Στις 14 Απριλίου του 1963, πήρε μέρος σε αντιπολεμική πορεία που διοργάνωναν στην Αγγλία διεθνείς προσωπικότητες της διανόησης, με επικεφαλής τον φιλόσοφο και μαθηματικό Bertrand Rassel. Ο Λαμπράκης εκπροσώπησε την “Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη” (ΕΕΔΥΕ) ως αντιπρόεδρός της, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τον Λεωνίδα Κύρκο, την Μπέτυ Αμπατιέλου και άλλους. Λίγες μέρες μετά, στις 21 Απριλίου, διοργανώνεται Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, η οποία απαγορεύεται άμεσα έπειτα από την παρέμβαση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ, απαντώντας σε δήλωση του Rassel, ο οποίος ανέφερε πως θα συμμετείχε και ο ίδιος στην πορεία, εξαπέλυσε απειλές για σύλληψη και απέλαση, όχι μόνο του Βρετανού διανοητή, αλλά και οποιουδήποτε άλλου, ξένου ή Έλληνα, επιχειρούσε να λάβει μέρος στην πορεία. Παρά τις απαγορεύσεις και τις απειλές της αστυνομίας, ο Λαμπράκης, χρησιμοποιώντας το βουλευτικό του αξίωμα, κατάφερε συμβολικά να πραγματοποιήσει μέρος της μαραθώνιας αυτής πορείας. Σε πολλά σημεία της διαδρομής, χωροφύλακες και παρακρατικοί προσπάθησαν να τον σταματήσουν και να τον λιντσάρουν. Οι ενέργειές τους όμως δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, εξαιτίας της καταλυτικής παρέμβασης πολιτών. Τελικά, κοντά στην περιοχή της Παλλήνης, η αστυνομία θα συλλάβει - στην ουσία θα απαγάγει - τον Λαμπράκη και θα τον εγκαταλείψει στο Τατόι.

Μετά την βίαιη παρέμβαση της αστυνομίας, ο Γρηγόρης Λαμπράκης θα στείλει τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση:
"Ο πόθος του δημοκρατικού λαού μας διά πορείαν ειρήνης από τον Μαραθώνα εις Αθήνας επραγματοποιήθη. Εκκινήσας από την κορυφήν του Τύμβου του Μαραθώνος, συνελήφθην εις το 28ον χιλιόμετρον και βιαίως επετάχθην εις στρατιωτικόν φορτηγόν αυτοκίνητον, κρατηθείς παρανόμως, αντισυνταγματικώς επί 3 1/2 ώρας. Εντολή του αντισυνταγματάρχου Πιστόλη και του ταγματάρχου Βραδή, φρουρούμενος υπό οκτώ χωροφυλάκων, με περιόδευσαν κατά γκανγκστερικόν τρόπον ώσπερ κατάδικον κοινού ποινικού δικαίου εις τα χωρία Ν. Μάκρη, Μαραθώνα, Σούλι, Γραμματικόν, Καπανδρίτι, Τατόιον όπου και με εγκατέλειψαν. Διαμαρτύρομαι εντονότατα διά την παράνομον κράτησίν μου, διά τη σκαιάν και βάναυσον συμπεριφοράν των μοιράρχων Φωτίου Τζουμάνη, Ιωάννου Λεοντσαράκου, ανθυπασπιστού, Τάκη Χαραλαμπόπουλου, Χωροφύλακος Ρ147, Αντωνίου Λαγοπάτη μοιράρχου και Αθανασίου Λαγοπάτη Ταγματάρχου, εναντίον των οποίων υποβάλλω μήνυσιν διά επενεχθείας ταλαιπωρίας μου. Δυστυχώς, διεπίστωσα ότι η Δημοκρατία δεν υπάρχει εις την Ελλάδα όταν εκλεκτοί του λαού κυριολεκτικώς καταρρακώνονται".

Στα τέλη του Απριλίου, η γερμανοτραφείσα βασίλισσα Φρειδερίκη, που υπήρξε βασικό στέλεχος της ναζιστικής νεολαίας και της καμπάνιας για την άνοδο του ναζισμού, βρισκόταν στο Λονδίνο για να παραβρεθεί σε κάποιον πριγκιπικό γάμο. Το ίδιο διάστημα, η γυναίκα του συνδικαλιστή Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ, μεταβαίνει στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχει στη διαμαρτυρία για την απελευθέρωση των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων (κρατούνταν στις φυλακές της Αίγινας) που συμμετείχαν στο κίνημα της Μέσης Ανατολής κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ αυτών και ο σύζυγος της, πρωτεργάτης του ναυτεργατικού κινήματος, ο οποίος οργάνωσε τη στάση των ελληνικών πληρωμάτων το 1942, συνδράμοντας στον αγώνα του αντιφασιστικού κινήματος της Μέσης Ανατολής τον επόμενο χρόνο. Εκείνες τις μέρες, οι ολοήμερες διαδηλώσεις που διεξάγονταν έξω από το ξενοδοχείο στο οποίο διέμενε η Φρειδερίκη έγιναν πρώτο θέμα στον τύπο, αλλά και πραγματικός εφιάλτης για την βασίλισσα. Στις 27 Απριλίου, ο Λαμπράκης, πολέμιος του παλατιού, φτάνει στο Λονδίνο και την επόμενη μέρα, η αίτησή του για συνάντηση με την βασίλισσα απορρίπτεται άμεσα από την ίδια. Εκείνη τη μέρα, προσπαθώντας να εξέλθει από το ξενοδοχείο, η ντελικάτη βασίλισσα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους διαδηλωτές. Δεχόμενη την λοιδορία του πλήθους, παρά τις προσπάθειες του σωματοφύλακα της να την προστατεύσει, βρήκε άσυλο στο σπίτι ενός ξαφνιασμένου γείτονα, ενώ το ρεύμα των διαδηλώσεων εξακολουθούσε να κάνει δύσκολη την ζωή της “γαλαζοαίματης”.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, μιλώντας για τα γεγονότα εκείνων των ημερών, θυμάται ότι “ο Λαμπράκης, είχε απευθύνει ένα υπόμνημα προς την Φρειδερίκη με το οποίο την καλούσε να παρέμβει ώστε να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι που ήταν το κύριο αίτημα της εποχής. Ήταν μέσα 6.000 φυλακισμένοι. Εκεί, πλησιάζοντας τη βασίλισσα, της λέει “Μεγαλειότατη, “είμαι ο βουλευτής Λαμπράκης”. Αυτή πανικοβλήθηκε, φοβήθηκε ότι θα τη χτυπήσει και άρχισε να φωνάζει και να τρέχει, ο Λαμπράκης την ακολουθούσε από πίσω με το υπόμνημα. Εκείνη, νόμιζε ότι την κυνηγάει για να τη σκοτώσει, μπήκε στο ξενοδοχείο, έβαλε τις φωνές, εμφανίστηκαν αστυνομικοί, συνέλαβαν τον Λαμπράκη, επήλθε σύγχυση. Το επεισόδιο πήρε μεγάλες διαστάσεις, οι δεξιές εφημερίδες το παρουσίαζαν ότι ο Λαμπράκης επιτέθηκε στην Φρειδερίκη”. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η Φρειδερίκη εξέφρασε την έντονη δυσφορία της προς τον βουλευτή της ΕΔΑ, που μπήκε στην μαύρη λίστα του θρόνου.

Το κλίμα στην Ελλάδα μετά τις εκλογές της βίας και της νοθείας του ‘61 ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – που θεμελίωσε το παρακράτος - στο τιμόνι της χώρας, μπορούσε κανείς να διακρίνει την έντονη πόλωση της κοινωνίας σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης. Τα κατάλοιπα του εμφυλίου παρέμεναν ακόμα κραταιά, εξυπηρετώντας φυσικά πολιτικές σκοπιμότητες και τάσεις. Εξάλλου, με έναν “Εθνάρχη” που ανήκε εκατόν ένα τοις εκατό “εις την Δύσιν” και κυβερνούσε με την αστυνομο-τρομοκρατία στις πόλεις και τα παρακρατικά Τάγματα Ασφαλείας στην ύπαιθρο, τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Οκτώ χρόνια πριν, όταν ο Καραμανλής αναλάμβανε την πρωθυπουργία της χώρας, ύστερα από τον θάνατο του Παπάγου, είχε την αμέριστη στήριξη τόσο των… αφεντικών από τις Η.Π.Α., όσο και του βασιλιά Παύλου. Είναι άλλωστε γνωστοί οι διακανονισμοί του “Εθνάρχη” με τους επιτελείς της κυβέρνησης των Η.Π.Α. και την CIA με στόχο την τοποθέτηση του Κυπριακού ζητήματος στο “ράφι και με τιμή”.

Στα ανταλλάγματα που ζητούσε ο Καραμανλής αναφέρεται ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Cavendish Cannon, σε ένα από τα τηλεγραφήματά του στην Αθήνα, εξηγώντας τι ήταν τελικά αυτό που ζητούσε ο …Εθνάρχης:
"Συμφωνώ πως ιδανικά θα ήταν η καλύτερη λύση εάν ο Καραμανλής συνέχιζε να υπηρετεί σε μια μεταβατική κυβέρνηση. Ωστόσο ο Καραμανλής αντιτίθεται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επειδή στην ουσία θεωρεί πως αυτό θα τον εμποδίσει να γίνει πρωθυπουργός, και πρέπει να λάβουμε υπόψη πολύ σοβαρά αυτή την εκτίμησή του".

Παράρτημα της CIA στην Ελλάδα ήταν η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ). Χρηματοδότης της ΚΥΠ ήταν η μυστική υπηρεσία των Η.Π.Α., ενώ στην θέση του Επικεφαλής του Γραφείου Πληροφοριών της βρισκόταν, μέχρι το 1964, ο μετέπειτα δικτάτορας, Γεώργιος Παπαδόπουλος. Το 1959, τη χρονιά που ανέλαβε το πόστο του στην ΚΥΠ ο Παπαδόπουλος, ο “Εθνάρχης”, από την πρωθυπουργική καρέκλα πλέον, θα υπογράψει τις συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου, που θα αποτελέσουν την ταφόπλακα του αγώνα του κυπριακού λαού για την αυτοδιάθεσή του. Ας σημειωθεί ότι την κίνηση αυτή στήριξε και ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Στην μυστική συμφωνία της Ζυρίχης, που υπογράφτηκε από τους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας, βασικός όρος ήταν ότι “η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδον της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ της συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων”. Κάθε φωνή υπέρ της ειρήνης και του πυρηνικού αφοπλισμού που ακουγόταν σε αυτό το γεωστρατηγικών συμφερόντων σημείο, αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδια για το προγεφύρωμα στην Μέση Ανατολή των αφεντικών από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Το 1963, το ΝΑΤΟ προσπαθεί να εδραιώσει πυρηνικά πυραυλικά συστήματα τύπου “Polaris” στη Μεσόγειο, εξασφαλίζοντας την ισχυρή του παρουσία στην περιοχή.

Ο Λαμπράκης είχε επανειλημμένως καταγγείλει τις πρακτικές της κυβέρνησης για την εξυπηρέτηση των ξένων συμφερόντων.
Το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963, παρευρίσκεται ως ομιλητής σε εκδήλωση στην Θεσσαλονίκη, οργανωμένη από την ΕΕΔΥΕ. Το πρωί εκείνης της μέρας, ο Λαμπράκης είχε έρθει σε επικοινωνία με τον διευθυντή της αστυνομίας Θεσσαλονίκης, Ευθύμιο Καμουτσή, ζητώντας την προστασία των συμμετεχόντων στην συγκέντρωση, καθώς είχε πληροφορίες για σχέδιο δολοφονίας του. Ο Καμουτσής τον διαβεβαίωσε ότι θα λαμβάνονταν τα μέτρα προστασίας που ζητούσε. Παρόλα αυτά, η αίθουσα όπου διεξήχθη η ομιλία άλλαξε, κατά περίεργο τρόπο, την παραμονή της εκδήλωσης, ύστερα από ξαφνική απροθυμία του ιδιοκτήτη του κοσμικού κέντρου “Πικαντίλι”, Δημήτριου Κούμπου. Ο Κούμπος παρέπεμψε τους διοργανωτές να συνεννοηθούν με την αστυνομία, για την έγκριση της διεξαγωγής της εκδήλωσης… Τελικά, βρέθηκε διαθέσιμη η αίθουσα του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος. Την ώρα της συγκέντρωσης, την περιοχή είχε κατακλύσει πλήθος αντιδραστικών στοιχείων και επίσημου (παρά)κράτους, προπηλακίζοντας τους διοργανωτές και τους πολίτες ένεκεν του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Η εκδήλωση δεν είχε βέβαια κομμουνιστικό περιεχόμενο, αλλά εκείνη την εποχή ένας “κομμουνιστικός κίνδυνος” χωρούσε παντού. Όποτε το “κράτος”, σε στιγμές δυσκολίας, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, καλούσε τον σιαμαίο του αδερφό, το “παρακράτος”, να “αναλάβει δράση”…

Έτσι, λίγο πριν μπει στην αίθουσα, ο Γρηγόρης Λαμπράκης δέχεται χτύπημα με γκλοπ στο κεφάλι. Παρόλα αυτά, κάνει την ομιλία του, μέσα σε κλίμα έντονης δυσφορίας βέβαια, εξαιτίας του πλήθους των παρακρατικών που περικύκλωνε τον χώρο. Κατά την διάρκεια της ομιλίας, η κατάσταση εκτός της αίθουσας έχει εκτροχιαστεί. Επικρατούσε ένταση και λυσσασμένες διαθέσεις, ενώ πέτρες προσγειώνονταν στα τζάμια. Τότε ο Λαμπράκης καλεί από το μικρόφωνο την αστυνομία να πράξει το καθήκον και το χρέος της απέναντι στους πολίτες:

"Ως εκπρόσωπος του έθνους και του λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονικής απόπειρας εναντίον μου και καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδας, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή Αστυνομίας Πόλεων, τον διοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης να προστατεύσουν τη ζωή των συγκεντρωμένων φίλων της ειρήνης και τη ζωή μου".

Με το πέρας της ομιλίας, λίγο μετά τις δέκα το βράδυ, ο Λαμπράκης φεύγει, πεζή, μαζί με τον βουλευτή της ΕΔΑ Κώστα Βέρρο, τους δικηγόρους Γιάννη Πάτσα και Σύλλα Παπαδημητρίου και δυο - τρεις ακόμα. Στον δρόμο, προχωρώντας προς το ξενοδοχείο “Κοσμοπολίτ”, ένα τρίκυκλο με επιβάτες δυο παρακρατικούς, τον Σπύρο Κοτζαμάνη και τον Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, πέφτει πάνω στον βουλευτή και τον τραυματίζει. Αμέσως, ο Εμμανουηλίδης κατεβάζει ένα γκλόπ στο κεφάλι του Λαμπράκη, σπάζοντάς του το κρανίο. Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο φυσικός αυτουργός ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, ο οποίος διέφυγε… Ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, που συνόδευε τον Λαμπράκη, πήδηξε πάνω στο τρίκυκλο και εξουδετέρωσε τους δυο εγκληματίες.

Χαρακτηριστική υπήρξε η απάθεια και η παντελής απουσία δράσης από την πλευρά των αστυνομικών αρχών που βρίσκονταν στην περιοχή, καθ’ όλη την διάρκεια του επεισοδίου. Στο τέλος της ξέφρενης πορείας του οχήματος, ο Χατζηαποστόλου κατάφερε να το ακινητοποιήσει και να οδηγήσει στην σύλληψη τους δυο δράστες. Οι δυο αυτουργοί είχαν ομολογουμένως πλούσιο βιογραφικό. Βιαστής, κλέφτης και αποπλανητής ανηλίκου ο Εμμανουηλίδης και κλέφτης, τραμπούκος και μέλος του “Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” ο Κοτζαμάνης. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ σε νεκροθάλαμο με ελλιπή ιατρική υποστήριξη, όπου υπέκυψε τελικά, στις 27 του μήνα. Όπως ανέφερε ο νευροχειρούργος Δώρος Οικονόμου, μεταξύ των γιατρών επικρατούσε κλίμα ευθυνοφοβίας… Η επίσημη αστυνομική, όπως και η κυβερνητική, εκδοχή για το περιστατικό έκανε λόγο για τροχαίο ατύχημα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμόταν αργότερα τις τελευταίες στιγμές στο νοσοκομείο: 
"Μόλις μου είπε ο Μπριλλάκης ότι χτύπησαν το Γρηγόρη, τον ρώτησα "Είναι νεκρός;" "Όχι ακόμα", απάντησε "αλλά μάλλον πρέπει να ’ναι κλινικά νεκρός". Πάω αμέσως στη Θεσσαλονίκη, είπα. Δεν το είδα καθόλου από πολιτική πλευρά, μόνο σε ανθρώπινη βάση, τον είχα συναντήσει δύο μέρες πριν και αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω στη Θεσσαλονίκη. Πριν φύγω πέρα απ’ τα γραφεία της ΕΔΑ, όπου μου είπε ο Μπριλλάκης “Αποφασίσαμε να στείλουμε αντιπροσωπεία, θα ‘ναι ο Μανόλης (Γλέζος), ο Ιμβριώτης, ο Γιάννης ο Ρίτσος, να ‘σαι και συ”. Δεν έχω καμία αντίρρηση απάντησα. Κι έτσι η αντιπροσωπεία έφυγε με το αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη.

Πήγαμε στο ΑΧΕΠΑ, εκεί είδα τον καθηγητή Οικονόμου που είχε κάνει την πρώτη επέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Λαμπράκη τον πήγαν καταρχήν στον Αναγνωστάκη ο οποίος ήταν εφημερεύων γιατρός σε κάποιο άλλο νοσοκομείο. Ήταν αυτός που του έκανε την πρώτη ακτινογραφία, ως ακτινολόγος, και διαπίστωσε τον κλινικό θάνατό του. Μας είπε λοιπόν ο Οικονόμου ότι έχει τελειώσει αυτή η υπόθεση και ότι ο ίδιος θέλει να κάνει μια βόλτα, να δει τα μουσεία στη Θεσσαλονίκη. Μου ‘κανε κατάπληξη η στάση του επιστήμονα. Εμείς δεν σκεπτόμαστε τίποτε άλλο παρά τον άνθρωπο που ήταν στο διπλανό δωμάτιο και πάλευε με το θάνατο… Ρίξαμε μια ματιά μέσα, είδαμε ότι είχαν βγάλει τη συσκευή με την οποία ανέπνεε, βγήκαμε κατόπιν πάλι έξω, καθίσαμε όλη την ημέρα ως το βράδυ. Θυμάμαι λοιπόν ότι επειδή η παρουσία μου είχε ερεθίσει κατά κάποιο τρόπο τους νεολαίους που με αγαπούσαν, όταν ήρθαν το επόμενο μεσημέρι να πάρουν τα στελέχη για να φάνε στο εστιατόριο, εμφανίστηκαν οι σωματοφύλακες της ΕΔΑ, κι όταν προχώρησα κι εγώ με σπρώξανε δεν με άφησαν να μπω στο ταξί. Μπήκαν και οι άλλοι και δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε ο Γλέζος ούτε ο Ρίτσος. Θεωρούσαν φυσικό ότι εγώ σπρώχτηκα και έμεινα μόνος μου ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν μαζεμένοι τραμπούκοι, αυτοί που είχαν χτυπήσει τον Λαμπράκη. Αλλά παράλληλα ήταν γεμάτο νεολαίους, που είδαν τη σκηνή, βεβαιώθηκαν ότι υπάρχει κίνδυνος να με χτυπήσουν και με πλαισίωσαν. Αυτή ήταν η πρώτη συγκέντρωση των Λαμπράκηδων. Όταν σκοτείνιασε θυμάμαι ότι άρχισαν καθισμένοι στο γρασίδι μπροστά από το ΑΧΕΠΑ να τραγουδούν τον “Επιτάφιο” του Ρίτσου σιγά-σιγά… Περίμεναν να τους πω κάτι και πράγματι τους μίλησα. Τους μίλησα και τους είπα ότι πρέπει να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να κόψουν τα χέρια της αντίδρασης να μη μπορεί να μας σκοτώνει πια.

Την επομένη ήταν Σάββατο και πρωί-πρωί ζήτησα από τον Καψάσκη, τον ιατροδικαστή που ήταν εκεί, νέα για τον Λαμπράκη. Μου είπε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα και επομένως θα πρέπει η ίδια η οικογένεια να πάρει την απόφαση να διακοπεί το οξυγόνο ώστε να καταστεί και τυπικά νεκρός ο Λαμπράκης. Είπα “θα μου επιτρέψεις να τον χαιρετήσω;” Και έτσι μπήκα με τον Καψάσκη και κάθισα αρκετή ώρα μαζί του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα φορείο, απ’ τη μέση και πάνω γυμνός, ευρύστερνος, μαυριδερός, τα μπράτσα του ήταν διπλάσια απ’ τα δικά μου, γυμνασμένος, τα μάτια του τελείως ανοιχτά, απλανή, και ανέπνεε αργά με το οξυγόνο. Μου εξήγησε ο Καψάσκης πώς δουλεύει το οξυγόνο και μάλιστα επειδή είχε συνηθίσει αυτές τις καταστάσεις, ανοιγόκλεινε τη βαλβίδα οπότε σπάραζε ο Λαμπράκης. Του λέω σταμάτα τα παιχνίδια αυτά, άστον τον άνθρωπο ήσυχο. Τότε βάζω το χέρι μου στο χέρι του και του λέω “γεια σου Γρηγόρη”. Μόλις αισθάνθηκε το χέρι μου, αντανακλαστικά μου το έκλεισε δεν με άφηνε να φύγω. Ο Καψάσκης τα έχασε, νόμιζε ότι κάτι συμβαίνει και άρχισε να τον τρυπάει με τη βελόνα στα πόδια και να βάσει ένα φακό στο μάτι του για να δει μήπως υπάρχει ίχνος ζωής. Μετά από 5 λεπτά τράβηξα το χέρι μου, πιστεύοντας ότι είναι ένας συμβολισμός, ότι ο Λαμπράκης ήθελε να με πάρει μαζί του, ή ότι μου πέρασε ένα μήνυμα”.

Θύμα τραυματισμού από τους παρακρατικούς έπεσε και ο αντιστασιακός και βουλευτής της ΕΔΑ, Γιώργος Τσαρουχάς, ο οποίος δέχθηκε δυο γερά χτυπήματα στο κεφάλι. Μάλιστα, κατά την επιβίβασή του στο ασθενοφόρο, δέχθηκε άλλα τρία χτυπήματα από έναν τραμπούκο, όλα παρουσία της αστυνομίας. Όταν ξεκίνησε το ασθενοφόρο, δυο χωροφύλακες σταμάτησαν το όχημα και ο Τσαρουχάς θυμόταν λίγο μετά ότι “τότε, οι τραμπούκοι όρμησαν, έσπασαν με ξύλα τα τζάμια. Δυο - τρεις άντρες έπεσαν απάνω μου, φωνάζοντας “θα πεθάνεις!” και με χτυπούσαν όλοι μαζί στο κεφάλι, στο πρόσωπο, παντού. Με άρπαξαν ύστερα από χέρια και πόδια και με έσυραν. Με κατέβασαν από το αυτοκίνητο, μου έδωσαν κι άλλα χτυπήματα και έχασα τις αισθήσεις μου. Ύστερα ο επικεφαλής τους είπε: “Αφήστε τον! Δεν είναι αυτός!”. Ο Τσαρουχάς δολοφονήθηκε τελικά από την χούντα, μετά από βασανιστήρια, το 1968, στην ΚΥΠ Θεσσαλονίκης.

Ένα κομμάτι του εγχώριου τύπου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη και την έρευνα του γεγονότος, παρ’ όλες τις απειλές και τις προσπάθειες για “κουκούλωμα” που δέχθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Ρωμαίος από το “Βήμα”, ο οποίος αποκάλυψε πως υπήρξαν αρκετές προσπάθειες δωροδοκίας του από το γραφείο του τότε πρωθυπουργού, ο Γιάννης Βούλτεψης από την “Αυγή” και ο Γιώργος Μπέρτσος από την “Ελευθερία”. Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, από την θέση του ανακριτή, παρά τα εμπόδια και τις απειλές προς τους μάρτυρες, και χάρη στην ακλόνητη στάση του, οδήγησε την υπόθεση στο επίπεδο των αυτουργών και της προσχεδιασμένης δολοφονίας,. Μετά από ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, το 1966, ως οργανωτές της δολοφονίας αποδείχθηκαν, μέσα από δίκες, πολλοί αξιωματικοί, όλοι τους σύνδεσμοι μεταξύ εθνικιστικών οργανώσεων και της κυβέρνησης. Ο επιθεωρητής της χωροφυλακής Βορείου Ελλάδας Κωνσταντίνος Μήτσου, ο διευθυντής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης Ευθύμιος Καμουτσής, ο αντισυνταγματάρχης της χωροφυλακής Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, ο υπομοιράρχος και διοικητής του αστυνομικού τμήματος Τούμπας Εμμανουήλ Καπελώνης, που είχε συναντηθεί το πρωινό της 23ης με τον Κοτζαμάνη, και μερικοί ακόμα.

Ένας από τους αυτουργούς που καλύφθηκαν πάση θυσία, ήταν ο υπομοίραρχος Δημήτριος Κατσούλης, προϊστάμενος της υπηρεσίας δίωξης κομμουνισμού της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, σύνδεσμος της ασφάλειας με την ΚΥΠ, συμμέτοχος στην υπόθεση και παρών στα επεισόδια. Όπως ανέφερε χρόνια αργότερα ο Εμμανουηλίδης, το πρωί εκείνης της μέρας “είχε μαζέψει καμιά διακοσαριά άτομα στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα λέγοντας πως έπρεπε να πάμε και να εμποδίσουμε τους κομμουνιστές να κάνουν τη συγκέντρωση για την Ειρήνη και ότι εμείς θα παριστάναμε τους αγανακτισμένους πολίτες. Στόχος μας είναι ο Λαμπράκης”. Ο Κατσούλης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την διάρκεια της επταετίας της χούντας, πρωτοστάτησε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη. 

Σχετικά με την οργάνωση - μαριονέτα ΣΑΘΕΑ, μέλος της οποίας ήταν ο Κοτζαμάνης, αξίζει να σημειωθούν κάποιες πληροφορίες. Ο “Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” (ΣΑΘΕΑ), ο οποίος είχε σαν σύμβολο τον γερμανικό Σιδηρούν Σταυρό, ήταν δημιούργημα του Ξενοφώντα Γιοσμά, που έπαιξε επιτελικό ρόλο στην δολοφονία Λαμπράκη. Ο σύνδεσμος όχι μόνο δεν ήταν οργάνωση αγωνιστών και θυμάτων της Εθνικής Αντίστασης, αλλά, αντιθέτως, ήταν στελεχωμένος από παλιούς ταγματασφαλίτες και συνεργάτες των Ναζί.

Επίσης, η επικοινωνία και οι επαφές του με την κυβέρνηση, τον στρατό και τον βασιλιά ήταν διαρκείς, μέσα σε πολύ φιλικό κλίμα. Ο Γιοσμάς υπήρξε, μεταξύ άλλων, στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) του Ιωάννη Μεταξά, βασικός συνεργάτης και αξιωματικός των Ναζί κατά την διάρκεια της κατοχής, τσιράκι της γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας Στρατού - με την συνδρομή της οποίας οργάνωσε τις “Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας” - και στέλεχος των Ταγμάτων Ασφαλείας του Γεώργιου Πούλου. Μετά την απελευθέρωση, ακολούθησε τους πάτρωνες του στην Γερμανία και το 1947, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρά ταύτα, πήρε χάρη από τον βασιλιά Παύλο τρία χρόνια μετά και τελικά αποφυλακίστηκε το 1952. Ήταν το έντονο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής που συντέλεσε στην κάθαρση του Γιοσμά. Ο άνθρωπος αυτός αξιοποιήθηκε στο έπακρο από το καθεστώς: ανέλαβε νομαρχιακά πόστα - και στον τομέα της παιδείας -, συμμετείχε στην έκδοση εφημερίδων με αντικομμουνιστικό και ελληνοχριστιανικό χαρακτήρα και πρωτοστάτησε στην δημιουργία του ΣΑΘΕΑ. Ο Παύλος Δελαπόρτας, ο αδέκαστος εισαγγελέας στην υπόθεση Λαμπράκη, παρατηρούσε με έντονη δυσαρέσκεια πως “αυτός, ο όχι απλώς ξένος προς πάσαν εθνικήν αντίστασιν, αλλά ο πολεμήσας λυσσαλέως μετά των Γερμανών πάσαν εθνικήν αντίστασιν, μετουσιούται ακόπως και ανεμποδίστως εις αγωνιστήν εθνικής αντιστάσεως…”. Μέσω του Συνδέσμου, διατηρούσε αγαστή συνεργασία με την χωροφυλακή και πολλά άτομα που επάνδρωσαν την αντισυγκέντρωση το βράδυ της 22ης Απριλίου ήταν μέλη αυτής της οργάνωσης. Κατά την διάρκεια της απολογίας του στην δίκη για την υπόθεση Λαμπράκη, ο Γιοσμάς τεκμηρίωνε την αμέμπτου ηθικής υπόστασή του:

"Eδώ με κατηγορούν για εθνική αναξιότητα. Εγώ έχω πιστοποιητικά εθνικής δράσεως που λίγοι τα έχουν. Και αν συνεργάστηκα με τους Γερμανούς το έκανα για το καλό της πατρίδος… Τους Γερμανούς τους αγαπούσα και αυτοί με θεωρούσαν τον υπ’αριθμ. 1 τίμιον Έλληνα".

Τον Οκτώβριο του 1966, ξεκίνησε η δίκη των …διοργανωτών της δολοφονίας, που θα κρατούσε τρεις μήνες. Εισαγγελέας στην υπόθεση ήταν ο Παύλος Δελαπόρτας, όμως σημαντική παρασκηνιακή παρέμβαση είχε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Κόλλιας. Ο Κόλλιας, που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην κάθαρση των ναζί από την κυβέρνηση Καραμανλή, προέβη σε ενέργειες για δωροδοκία και απειλές κατά των μαρτύρων στην υπόθεση Λαμπράκη. Μερικά χρόνια αργότερα, ανέλαβε το πόστο του πρώτου πρωθυπουργού της χούντας. Ο εισαγγελέας Δελαπόρτας σε εισήγηση του, απευθύνθηκε με σθένος εναντίον των κατηγορουμένων:

"Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται - προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς - ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;"

Τελικά, σύμφωνα με το πόρισμα της απόφασης των “διαλεγμένων” ενόρκων, με πρόεδρο τον βιομήχανο Βύρωνα Αντωνιάδη, ο οποίος κατά την διάρκεια της χούντας θα διατελούσε δήμαρχος Θεσσαλονίκης, με ποινές φυλάκισης μέχρι έντεκα έτη “καταδικάστηκαν” ο Κοτζαμάνης, ο Εμμανουηλίδης και μερικοί ακόμα, κανένας όμως αξιωματικός ή πολιτικό στέλεχος. Οι κατηγορούμενοι αποφυλακίστηκαν μέχρι τον τελευταίο επί χούντας, το Νοέμβριο του 1969 καθότι, όπως αποφάνθηκε η “δικαιοσύνη” στη συνέχεια, “η αστυνομία ορθώς έμεινε απαθής όταν διεπράττετο ενώπιον της το έγκλημα, εφόσον οι επικεφαλής αξιωματικοί έκριναν ότι τυχόν παρέμβασίς των θα επεδείνωνε την όλη κατάσταση”… Η χούντα όχι μόνο αποφυλάκισε τους δράστες, αλλά κυνήγησε και κάθε άτομο που έπαιξε κάποιο ρόλο στην αποκάλυψη της αλήθειας: νομικοί, δημοσιογράφοι, αξιωματικοί και αρκετοί άλλοι στάλθηκαν στα ξερονήσια.

Οι δυο βασικοί μάρτυρες, Χατζηαποστόλου και Σωτηρχόπουλος, καταδικάστηκαν για συκοφαντική δυσφήμιση του συνταγματάρχη Kαμουτσή. Ο τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης, που κατά σύμπτωση βρέθηκε στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ, όπου και συνέλαβε τους Κοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, πήρε δυσμενή μετάθεση. Ο Tσαρουχάς δολοφονήθηκε το 1968 από το καθεστώς, ο Σαρτζετάκης βασανίστηκε από την γενική ασφάλεια της χούντας, το περίφημο ΕΑΤ – ΕΣΑ, και φυλακίστηκε. Ο Δελαπόρτας αποπέμφθηκε από το δικαστικό σώμα. Ο Μπέρτσος καταδικάστηκε από στρατοδικείο και φυλακίστηκε και ο Pωμαίος συνελήφθη και κρατήθηκε για έξι μήνες στις φυλακές, ενώ ο συνάδελφός τους δημοσιογράφος Γιάννης Βούλτεψης διαγράφηκε από την ΕΣΗΕΑ και αυτοεξορίστηκε. Στα μέλη του ΣΑΘΕΑ, της οργάνωσης του «φον» Γιοσμά, η χούντα παραχώρησε σύνταξη αντιστασιακού…

Η πολιτική δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, σε μια πρώτη προσπάθεια για την εκδήλωση πραξικοπήματος, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που οδήγησε στην αποστασία και την δικτατορία των συνταγματαρχών. Όπως παρατήρησε ο Γιώργος Ρωμαίος, αναφερόμενος στην κυβέρνηση Καραμανλή (που παραιτήθηκε τρεις μέρες μετά): “Tο να περιορίζεις τη δημοκρατία σε όφελός σου γίνεται τελικά μπούμερανγκ εναντίον σου”. Και η Διδώ Σωτηρίου αναφερόμενη στην δολοφονία Λαμπράκη: “Στο πρόσωπο του άξιου γιου της Ελλάδας Γρηγόρη Λαμπράκη, ζήτησαν να σκοτώσουν την ειρήνη, την λεβεντιά, την ανθρωπιά. Μα σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;”
           

Πηγή: http://istorikesanadromes.blogspot.gr/2015/02/3-1912.html?view=magazine

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.